Το Παρατηρητήριο βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να γνωστοποιήσει ότι έχει ήδη λάβει από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. και έχει στη διάθεσή του προς επεξεργασία το σύνολο των πλέον επίκαιρων στατιστικών δεδομένων της χώρας για την αναπηρία και τα άτομα με αναπηρία.
Στο πλαίσιο υλοποίησης της Δράσης 1.2 του Υποέργου 1 της Πράξης «Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας» που υλοποιεί η ΕΣΑμεΑ στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» με τη συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ) και εθνικών πόρων, το Παρατηρητήριο, θα συντάσσει και θα δημοσιεύει σε τακτά χρονικά διαστήματα δελτία τύπου αφιερωμένα σε συγκριμένα θεματικά πεδία, όπου θα παρουσιάζει τα σημαντικότερα ευρήματα και τάσεις όπως αυτά προκύπτουν μέσω της δευτερογενούς επεξεργασίας και ανάλυσης των διαθέσιμων στοιχείων.
Βασικός πυλώνας στην δραστηριότητα του Παρατηρητηρίου αναφορικά με την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της κατάστασης των ατόμων με αναπηρία υπό την δικαιωματική οπτική, καθώς και των εφαρμοζόμενων στη χώρα πολιτικών, αποτελεί η συγκέντρωση και η ανάλυση στατιστικών δεδομένων σε βασικούς τομείς και θεματικές που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης και στα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία ή/και χρόνιες παθήσεις ως προς την άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι τα άτομα με αναπηρία, που δεκαετίες παρέμεναν σχεδόν αόρατα για τις επίσημες στατιστικές του ελληνικού κράτους, λαμβάνονται πλέον υπόψη στις εθνικές έρευνες, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, ως μια διακριτή κοινωνική κατηγορία πολιτών. Ως εκ τούτου, δίνεται η δυνατότητα να αποτυπωθούν και να περιγράφουν με αριθμούς, σημαντικές πτυχές της διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία ή/και χρόνιων παθήσεων στην Ελλάδα.
Εγκαινιάζοντας αυτή τη δράση και ενόψει της 3ης Δεκέμβρη-Εθνικής Ημέρας των ατόμων με αναπηρία, το Παρατηρητήριο δημοσιεύει το πρώτο δελτίο τύπου με θέμα «Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός στα άτομα με αναπηρία». Το παρόν δελτίο βασίζεται στα στοιχεία της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης έτους 2016 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2015), που διενεργείται σε ετήσια βάση από την Ελληνική Στατιστική Αρχή σε συνεργασία με τη Eurostat, και αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό στις χώρες της Ε.Ε.
Κατά το 2016, η έρευνα διενεργήθηκε σε τελικό δείγμα 18.255 νοικοκυριών και σε 44.094 μέλη των νοικοκυριών αυτών, εκ των οποίων 37.850 άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω.
Στο παρόν δελτίο εξετάζεται ο σύνθετος δείκτης «Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό», ο οποίος αποτελεί το βασικό δείκτη παρακολούθησης του στόχου της «Ευρωπαϊκής στρατηγικής 2020» για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και οι επιμέρους δείκτες που τον απαρτίζουν.
Ο σύνθετος δείκτης «Πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό» περιλαμβάνει του εξής υπό-δείκτες:
• Ποσοστό ατόμων που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας
• Ποσοστό ατόμων με υλικές στερήσεις
• Ποσοστό ατόμων που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλής έντασης εργασία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ερευνάς Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης του 2016, τα άτομα με αναπηρία στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης βιώνουν σε εξαιρετικά μεγαλύτερο βαθμό, σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς αναπηρία, τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού και στις 3 διαστάσεις που συνθέτουν το δείκτη. Τα στοιχεία που αναλύθηκαν επιβεβαιώνουν τη συσχέτιση της αναπηρίας με την φτώχεια καθώς και την επίδραση της βαρύτητας της αναπηρίας στη σχέση αυτή.
Τόσο σε επίπεδο ονομαστικού εισοδήματος (κίνδυνος φτώχειας) όσο και σε επίπεδο υλικών συνθηκών διαβίωσης (δείκτης υλικής στέρησης) και συμμετοχής στην εργασία (δείκτης χαμηλής έντασης εργασίας), τα άτομα με αναπηρία και οι οικογένειές τους αναδεικνύονται με διαφορά οι φτωχότεροι μεταξύ των φτωχών.
Η ανάλυση των δεικτών καθιστά εμφανές ότι τα επιδόματα αναπηρίας επανορθώνουν σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές ανισότητες, ωστόσο δεν τις εξαλείφουν. Ο κίνδυνος φτώχειας παραμένει και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις υψηλότερος για τα άτομα με αναπηρία, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι υφιστάμενες οικονομικές ενισχύσεις δεν επαρκούν ώστε τα άτομα με αναπηρία να μπορούν να εξασφαλίζουν ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης, δεδομένου του πρόσθετου κόστους που απορρέει από την αναπηρία τους.
Ειδικότερα, με βάση την επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων από το Παρατηρητήριο Θεμάτων Αναπηρίας προκύπτουν τα εξής βασικά ευρήματα:
• Σύμφωνα με το δείκτη GALI (Global Activity Limitation Index), το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία, δηλαδή με μακροπρόθεσμο περιορισμό της συνήθους δραστηριότητας λόγω προβλημάτων υγείας, ανέρχεται στο 24,7%, του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, δηλαδή 2.231.197 σε σύνολο 9.016.247 ατόμων.
• Εξ αυτών, 1.014.177 άτομα, δηλαδή το 11,2% του συνολικού πληθυσμού (16+), αντιμετωπίζουν σοβαρής μορφής περιορισμό στην δραστηριότητα τους.
• 1.217.020 άτομα (13,5%) εκτιμάται ότι έχουν περιορίσει επίσης τη δραστηριότητα τους λόγω προβλήματος υγείας «αλλά όχι πάρα πολύ».
• Το 5,3% των νοικοκυριών αναφέρουν ότι έχουν μέλος ή μέλη με αναπηρία ποσοστού 67% και άνω.
• Σε όλες τις ομάδες ηλικιών ο «κίνδυνος φτώχειας ή αποκλεισμού», σύμφωνα με τον σύνθετο δείκτη, είναι μεγαλύτερος για τα άτομα με αναπηρία σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς κανέναν περιορισμό, και επίσης η εν λόγω διαφορά λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις στις ηλικίες έως 54 ετών (της τάξεως των 20 ποσοστιαίων μονάδων).
• Στις ηλικίες από 16 έως 64 ετών, στο φάσμα της φτώχειας και του αποκλεισμού βρίσκονται οι 6 στους 10 πολίτες με σοβαρή αναπηρία, και οι 5 στους 10 με μέτριο περιορισμό δραστηριότητας.
Ειδικότερα ανά ηλικιακή κατηγορία, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού βρίσκεται:
• Το 71,5% του πληθυσμού με αναπηρία 16-19 ετών (έναντι του 46,6% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 57,6% του πληθυσμού με αναπηρία 20-24 ετών (έναντι του 49,1% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 63,5% του πληθυσμού με αναπηρία 25-29 ετών (έναντι του 44,7% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 54,2% του πληθυσμού με αναπηρία 30-34 ετών (έναντι του 32,5% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 52,7% του πληθυσμού με αναπηρία 35-39 ετών (έναντι του 31% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 56,4% του πληθυσμού με αναπηρία 40-44 ετών (έναντι του 36,5% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 53,9% του πληθυσμού με αναπηρία 45-49 ετών (έναντι του 35,2% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 58,1% του πληθυσμού με αναπηρία 50-54 ετών (έναντι του 38,4% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία),
• το 58,7% του πληθυσμού με αναπηρία 55-59 ετών (έναντι του 47,3% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία).
Παρότι ο μεμονωμένος δείκτης κινδύνου φτώχειας υποεκτιμά σημαντικά το ποσοστό των ατόμων με αναπηρία που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας, διαπιστώνεται και εδώ ότι σε όλες τις ηλικιακές ομάδες οι τιμές του δείκτη είναι υψηλότερες στα άτομα με αναπηρία, σε σύγκριση με τον πληθυσμό χωρίς αναπηρία.
• Για το σύνολο του πληθυσμού 16-64 ετών ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται στο 26,7% έναντι του 22,3% του πληθυσμού χωρίς αναπηρία.
• Μεγάλες αποκλίσεις των επιπέδων σχετικής φτώχειας διαπιστώνονται ειδικότερα στις ηλικιακές ομάδες: «16-19 ετών»: 52,8% στα άτομα με αναπηρία έναντι 32,4% στα άτομα χωρίς αναπηρία, «30-34 ετών»: 30,8% στα άτομα με αναπηρία έναντι 18,5% στα άτομα χωρίς αναπηρία, «35-39 ετών»: 28,4% στα άτομα με αναπηρία έναντι 20% στα άτομα χωρίς αναπηρία, «50-54 ετών»: 29,8% στα άτομα με αναπηρία έναντι 21,6% στα άτομα χωρίς αναπηρία.
• Στην ομάδα 16-64 το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (αφαιρώντας δηλαδή τα επιδόματα και τις συντάξεις από το εισόδημα) αγγίζει το 67% στον πληθυσμό των ατόμων με σοβαρή αναπηρία και το 58,1 στην ομάδα με μετρίου βαθμού περιορισμό δραστηριότητας, ενώ στον πληθυσμό χωρίς αναπηρία ανέρχεται στο 42,2%.
• Το ποσοστό των ατόμων άνω των 16 ετών με σοβαρό περιορισμό δραστηριότητας που διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση είναι 25,7%, ενώ στις παραγωγικές ηλικίες 16-64 ετών το ποσοστό εκτοξεύεται στο 36,9%. Σχεδόν δηλαδή οι 4 στους 10 πολίτες με σοβαρή αναπηρία μεταξύ 16 και 64 ετών βιώνουν σοβαρές υλικές στερήσεις.
• Τέλος, το 42,8% του πληθυσμού με βαριά αναπηρία και το 28% του πληθυσμού με μέτρια αναπηρία στην ηλικία 16 έως 59 ετών διαβιούν σε νοικοκυριά με εργασία χαμηλής έντασης, έναντι του 17,1 των ατόμων με κανένα περιορισμό δραστηριότητας.