Μου αρέσουν πολύ οι κλασικοί συγγραφείς που γράφουν για τα Χριστούγεννα και τους διαβάζω πολύ, όμως πιότερο με συναρπάζουν και μ’ οδηγούν κατευθείαν στην καρδιά της γιορτής εκείνοι οι πολλοί, οι «άσημοι» συγγραφείς, που γράφουν για να χαρούν μόνο και να μοιραστούν τη χαρά της γιορτής των Χριστουγέννων με τους αναγνώστες, με μόνη ανταμοιβή τους μια κουβέντα ζεστή, που πάει να πει πως αυτό που έβγαλαν απ΄ την καρδιά τους βρήκε φωλιά και σ’ άλλες καρδιές.
Αυτές οι χριστουγεννιάτικες διηγήσεις, που παλαιότερα ήταν κανόνας για τις εφημερίδες και τα περιοδικά, εκτός από τη γνήσια χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, διέσωζαν τρόπους ζωής του παρελθόντος και πολλά λαογραφικά στοιχεία τα οποίασήμερα έχουν λησμονηθεί κι έδιναν μια ζωντανή και ανθρώπινη εικόνα για τα Χριστούγεννα των ανθρώπων της παλαιότερης εποχής, που σίγουρα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια της γιορτής κι όχι της βιτρίνας που έχουμε κατασκευάσει σήμερα.
Τελείως τυχαία, λοιπόν, «έπεσα» πάνω σε ένα χριστουγεννιάτικο δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ» που εξέδιδε, στη Σπάρτη, προπολεμικά, ο Κώστας Λαδόπουλος, της γνωστής οικογένειας ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ που άφησε εποχή στη Σπάρτη με το κατάστημα Βιβλιοπωλείο-Χαρτοπωλείο-Παιχνιδοπωλείο κλπ που διατηρούσε πρώτα πίσω από το δημαρχείο, στη σημερινή Γκορτσολόγου (τότε Ακροπόλεως) και αργότερα στην Κ. Παλαιολόγου, δίπλα στο σινεμά ΦΛΟΡΑΛ.
Το χριστουγεννιάτικο αυτό άρθρο βρίσκεται στο φύλλο της παραμονής των Χριστουγέννων του 1939, έχει για τίτλο «ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΑ ΤΣΙΝΤΖΙΝΑ» και υπογράφεται από τον κ. Ρετσινά, σίγουρα Τσιντζινιώτη,(δυστυχώς δεν αναγράφεται το μικρό του όνομα), ο οποίος, με πνεύμα Παπαδιαμάντη, συνταιριάζει παράδοση και δεξιοσύνη και με ρέουσα, γλαφυρήδιήγηση και γλώσσα αληθινή (μέλι στο στόμα τουσυγγραφέα, γλυκαίνει και τον αναγνώστη), με λυρικότητα και ποιητικότητα, μας δίνει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία από τα πανέμορφα Τσίντζίνα του δικού μας Πάρνωνα, που διαδραματίζεται κάπου στα 1850:
«ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΑ ΤΣΙΝΤΖΙΝΑ»
Όξω φυσάει ο βοργιάς. Η παγωνιά ξεραίνει και μαραζώνει τη ζωή. Πελεκούδες το χιόνι πέφτουν όλο πέφτουν και χτυπάν τα μανταλωμένα πορτοπαράθυρα. Οι πατησιές στο δρόμο σβύνουν και ούλα σκεπάζουνται από την απέραντη ασπράδα.
Οι αμπάρες μπήκαν σύριζα στην άλλη τους άκρη, και τα σουρτάκια των μικρών παραθυργιών σφάλιζαν, φυλάκισαν και το τελευταίο λαμπύρισμα του λυχναργιού από την πλάση.
Μόνον το καντήλι του Αηγιάννη θαμποφέγγει από την θεώρατη σπηλιά του Ντουρβέλη. Κι αυτά τα καντήλια της μεγάλης εκκλησιάς της Παναγιάς κρυφτήκαν από το χιόνι που σκέπασε τα τζάμια.
Μαζωμένοι στο παραγώνι οι χριστιανοί, συφάμελοι, μυρίζουνται την τσίκνα του καπνιστού χοιρινού. Η νοικοκυρά τίναξε, ξεσκόνισε τις φέρμελες, τις απίθωσε στο σεντούκι απάνου, και χαύδωσε κι αυτή.
Ούλα, ανθρώποι, ζωντανά λουμώξαν. Μόνο του Μπαρλόγιωργα του αγροφύλακα το κονάκι είνε τέντα η πόρτα. Μαζωμένη σα σουγιάς η γριά Μπάρλαινα αγναντεύει πότε τον Αη-Θόδωρο που χωμένος στα χιόνια την αγναντεύει κι αυτός από το ψηλό καταράχι του, πότε στρέφει κατά τη ρεματιά του πλατάνου και αφογκράζεται τέντα τ’ αυτί μπας και πάρει καμμιά κουβέντα αλαργινή.
Ο γυιός της ο Μπαρλόγιωργας, ο προκομένος μοναχογιός της, ανέβηκε από το γιόμα στα λαζαρέικα, στον μεγάλο λόγκο, να ιδή για το χαμένο μουλάρι του προεστού, του καπετάν Νικόλα του Καπετανάκου. Αγροφύλακας είναι, ο προεστός διατάζει, έπρεπε ν’ αγροικήση, χιονιά ξεχιονιά, παραμονή Χριστούγεννα ή όχι αδιάφορο, «αφεντική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα».
–Μπας και τον κουκούλωσ’ ο χιονιάς, Χριστούλη μου, αφέντη μου Αηθόδωρε κάμε το θάμα σου, έναν τον έχω ρημαΐλα στο σπίτι. Ο αφέντης του (πατέρας του) επήε στη μοίρα του όντας ο Μπραΐμης πάτησε το χωργιό. Στο βυζί τον είχα με ζαλιές του λόγκου τον ανάστησα.
Κλαίει τρεμοχτυπιέται το κουβαράκι τυλισμένο στην τριμμένη καπότα. Τα δάκρυα κυλούν και τσαφ λεκιάζουν το χιόνι και σβύνουν, χάνουνται.
Μα δεν χάνουνται οι ελπίδες.
Το σουρούπωμα αυγαταίνει. Να, οι λόγκοι χάθηκαν, χάθηκε κι ο Αηθόδωρος, πάει και το χωργιό, ρουφήχτηκε από την λαίμαργη θαμποασπράδα της κακοκαιργιάς.
Σκουξίματα, φωνές ταράζουν την Μπάρλαινα, την πετούν, την ξυπνούν από τη νάρκη της αγωνίας.
-Ε! Εχέεε. Βάρτου ρέεεε!!!
Μια ντουφεκιά πέφτει απ’ αντίκρυ, από τ’ Αντριτσαίικα.
-Βάρτου ρέεεε!
Κατηφορίζει, κοντοζυγώνει η φωνή, τώρα ακούονται κουβέντες.
-Έλα αφέντη μου Χριστέ, κάνε το θάμα σου.
Ο Μπαρλόγιωργας βουτώντας στο χιόνι ως τις άντζες, αντάμα με τον Πάνο της Αντριτσογιαννούς, περπατάν, ζυγώνουν ως την πόρτα.
-Ε! Μάνα, ήρθα.
-Ήρθες παιδάκι μου; Παναγία μου ! Και σωργιάζεται η γρηά και πέφτει από τη χαγιατόσκαλα κουβάρι στην αυλή.
-Μάνααα… αμπολιέται ο σφιχτοδεμένος νιος, πετάει την κάπα στο χιόνι, παρατάει την τέμπλα στα χέργια του κολέγα του και αδράχνει κουβαράκι στα ανδρειωμένα μπράτσα του το σάψαλο και δρασκελώντας με μια με δυο τα σκαλούνια, την μπάζει μέσα.
Όσο να βολέψη τη γρηά στα στρωσίδια, ο κολέγας του άναψε κι όλας τη φωτιά. Τρίζουν τα λατόξυλα, πετάν σπίθες, φέγγει το σπίτι.
-Δεν είναι τίποτα Γιώργη. Λιγοθύμησε η καϋμένη η θειά από τη λαχτάρα της που σέϊδε. Θα νιώση σε λίγο, τρίφτεις τα χέρια.
Η φουντάλα του παραγωνιού ζέστανε το σπίτι, από τις αστρέχες ως το πάτωμα. Η γρηά αναδεύτηκε, ρούφηξε με τα γκουρλωμένα μάτια της τον γιο της, τον κολέγα του, πετάχτηκε απάνου κι όσο ν’ ανανοηθή, ο σοφράς στρωμένος, στο λυχνοστάτη η τσότρα γιομάτη και δόστου τα κατεβάσματα.
-Και η τέμπλα παιδάκι μου;
–Αυτή η τέμπλα μάνα που την θωρείς ακουμπισμένη εκεί κοντά στο κόνισμα, έδιωξε τους λύκους. Πού μουλάρι να βρεθή! Ροβόλαγα στου Ντούλτσα τα λεύκα και «φουπ» δυο λύκοι λυκάροι πεινασμένοι μου ρίχτηκαν. Ούτε ντουφέκι ούτε μαχαίρι και τι να τόκανα; Έριξα την τέμπλα μπροστά στα αποκορομένα, ρίχτηκαν και δάγκωσαν την άκρη. Σούρνωντάς την τράβηξα τρεμάμενος, μα δεν τάχασα. Ως του Κουτσόγιωργα με φέραν αλυχτώντας σαν τα σκυλιά και δαγκώνοντας την άκρη. Μια ντουφεκιά του κολέγα απ’ αγνάντια και τα ζούδια γύρισαν, χάθηκαν στα μη γυρίδια.
-Βάλε, θειά, να πιούμε! Πέρασαν τα μεσάνυχτα θα βαρέσ’ η καμπάνα.
Όλα κοιμούνται, σπίτια, ζα, ανθρώποι. Μέσα στη βαργιά σιγαλιά τυλίχτηκε και του Μπαρλόγιωργα το κονάκι.
Ούλα κοίτουνται και περ’μένουν την καμπάνα τα ξημερώματα.
16-12-2022
Βαγγέλης Μητράκος