Τὸ θέμα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους, τὸ ὁποῖο ἔρχεται καὶ πάλιν στὸ προσκήνιο, ὡς μὴ ὤφελε, δὲν εἶναι ἐπάναγκες νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος.
Ἡ μὲν ἀναθεώρηση εὐκταία, ὁ δὲ χωρισμὸς τί νόημα ἔχει καὶ κυρίως τί σημαίνει καὶ εἰς τί ἀποσκοπεῖ; Θέματα ἀναθεώρησης ὑφίστανται, ὅπως τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας, τὰ τῶν βουλευτῶν καὶ ὑπουργῶν ζητήματα, τὰ περὶ τῶν ἰδιωτικῶν πανεπιστημίων, τὰ σχετικὰ ζητήματα μὲ τοὺς δικαστικοὺς λειτουργοὺς καὶ τόσα ἄλλα. Τὸ θέμα ὅμως τοῦ διαχωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους εἰς τί θὰ ὠφελήσει καὶ ποῖον;
Ἰδιαίτερα, στοὺς δύσκολους καιρούς μας γιὰ τὸν ἑλληνισμό, μὲ ἀνοικτὰ ποικίλα μέτωπα, τὰ ὁποῖα συνδέονται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς Χώρας, συγχρόνως δὲ μὲ τὴν ὅλη πνευματικὴ καὶ οἰκονομικὴ κρίση, τὸ νὰ τίθεται θέμα χωρισμοῦ τῶν δύο μεγίστων αὐτῶν μεγεθῶν τῆς ὑπόστασης τοῦ ἔθνους, τὸ λιγότερο, φανερώνει ἰδεολογικὴ ἀγκύλωση, ἀχαριστία καὶ σοβαρότητο ἔλλειμμα γνώσεων.
Τὴν ὥρα, ὅπου ἄλλοι λαοί, κυρίως στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, ὁμολογοῦν τὸ λάθος τους ἀπὸ τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀναζητοῦν συνεργασία καὶ διάλογο καὶ σύσφιξη τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ Κράτους γιὰ τὴν συνοχὴ τῶν κοινωνιῶν τους, ἐμεῖς, μὲ τὴν τόση παράδοση, τὸν νομικὸ πολιτισμὸ καὶ τὸ ἐθιμικό μας δίκαιο νὰ θέτουμε σὲ ἀμφισβήτηση τὴν συναλληλία καὶ τοὺς διακριτοὺς ρόλους ὅπως ἄριστα εἶναι διατυπωμένα στὸ Σύνταγμα, δὲν εἶναι τῆς σωφροσύνης γέννημα ἀλλὰ οὔτε πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ ἑλληνισμοῦ γενικότερα.
Ἔπειτα πρὸς τί ὁ χωρισμός; Σὲ τί συνίσταται; Ὅσοι τὸ διατυμπανίζουν καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουν γνωρίζουν περὶ τίνος πρόκειται; Ἐὰν νοεῖται χωρισμὸς γιὰ θέματα ὅπως π.χ. ἡ ὁρκοδοσία, ὁ πολιτικὸς γάμος, ἡ πολιτικὴ κηδεία, ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, ζητήματα εἰδικότερα οἰκογενειακοῦ δικαίου, ἐκπαίδευσης κ.ἄ. ἤδη, οἱ διακριτοὶ ρόλοι ὑφίστανται καὶ σχετικὰ νομοθετήματα ἔχουν ὑπάρξει.
Βέβαια, πολλοὶ νόμοι καὶ τροποποιήσεις εἰσῆλθον στὸ νομικὸ καθεστὼς τῆς χώρας, χωρὶς οὐδόλως νὰ ληφθεῖ ὑπ᾿ ὄψιν καὶ ἡ γνώμη ἔστω τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι ὅτι νομοθετεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλὰ δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀγνοεῖται παντελῶς καὶ νὰ θεωρεῖται ὡς τι τὸ δευτερεῦον στὴν ἐλληνικὴ κοινωνία, τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀείποτε ὑπῆρχε, στήριξε τὸ ἔθνος, δεινοπάθησε γιὰ τὴν ὑπόστασή του καὶ βέβαια τὸ κράτος ἦλθε κατόπιν στὸ ἱστορικῶς γίγνεσθαι.
Μὴ λησμονοῦμε, συνάμα, ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων εἶναι ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ θέλει καὶ ἐπιζητεῖ ἀλλὰ καὶ καταφεύγει στὴ θαλπωρή της. Στὸ βάθος τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς κρύπτεται ἡ ζύμη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐπιδιωκόμενη ἀλλοίωση, μετατροπὴ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους σὲ ἄθεο ἢ ἄθρησκο ἢ οὐδέτερο ἢ état laïc ἢ ἄλλο τι, δὲν τυγχάνει τῆς ἰδιοσυγκρασίας τοῦ Ἕλληνα.
Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι λέγονται πολλὰ μυθεύματα γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς λειτουργούς της, καὶ ποικίλες πρόχειρες, ἐπιπόλαιες ἀπόψεις διατυπώνονται γιὰ τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους.
Ὡστόσο ὀφείλει νὰ διερωτηθεῖ κανείς. Χωρὶς τὴν βάσανο τῆς νομικῆς, ἐκκλησιαστικῆς, ἐθνολογικῆς, ἱστορικῆς καὶ θεολογικῆς ἐπιστήμης μποροῦμε ν᾿ ἀποφαινόμεθα περὶ τοῦ σοβαροτάτου τούτου θέματος;
Ποία κατάρτιση ἔχουμε; Ἄραγε ἔχουμε μελετήσει ἐπισταμένως καὶ ἔχουμε σκεφθεῖ εἰς βάθος, τί εἶναι Ἐκκλησία καὶ τί εἶναι Κράτος καὶ περαιτέρω, τί σημαίνει ἑλληνικὸ ἔθνος καὶ ὀρθόδοξος χριστιανισμός;
Ἐπιπροσθέτως ὀφείλουμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι καμμία σχέση δὲν ἔχει τὸ ζήτημα τοῦ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους μὲ τὰ τῆς συμμετοχῆς μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, καθ᾿ ὅτι ὑφίσταται ἡ κοινὴ Δήλωση ὑπ᾿ ἀριθμ. 11 τῆς Συνθήκης τοῦ Ἄμστερνταμ (1999), ἡ ὁποία σαφῶς διατυπώνει τὰ ἀκόλουθα: «Ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση σέβεται καὶ δὲν προδικάζει τὸ σύμφωνα μὲ τὸ ἐθνικὸ δίκαιο καθεστὼς τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων ἢ κοινοτήτων στὰ κράτη μέλη. Ἡ Ε.Ε. σέβεται μὲ τον ἴδιο τρόπο τὸ καθεστὼς τῶν φιλοσοφικῶν καὶ ὁμολογιακῶν ἑνώσεων».
Οὔτε τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο, οὔτε τὸ Συμβούλιο τῆς Ε.Ε., οὔτε ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἐπιτροπὴ διὰ τῆς «Συνήθους Νομοθετικῆς Διαδικασίας» ἐπιτάσσουν ἢ ἐκδίδουν Κανονισμοὺς ἢ Ὁδηγίες ἢ νομοθετοῦν σχετικῶς μὲ τὸ πῶς θὰ διαμορφωθοῦν οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Κράτους σ᾿ ἕνα κράτος-μέλος τῆς Ε.Ε.
Τὸ ἐθνικὸ δίκαιο, τὸ ἴδιο τὸ κράτος σὲ συμφωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία προσδιορίζει τὶς σχέσεις αὐτὲς καὶ ὅποιες εἶναι αὐτὲς ἡ Ε.Ε. τὶς ἀποδέχεται μὲ σεβασμό. Αὐτὸ σημαίνει ἐλευθερία καὶ τιμὴ στὴν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου κράτους-μέλους καὶ αὐτὸ ἐξυψώνει τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση καὶ τὴν βοηθᾶ στὴν πορεία της καὶ σὲ μιὰ μάθηση τοῦ ἑνὸς λαοῦ ἀπὸ τὸν ἄλλο.
Νὰ προστεθεῖ ἀκόμη ὅτι ἕνας χωρισμὸς ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν θεσμικῶν λειτουργιῶν τοῦ κράτους δὲν συμφέρει αὐτὸ τοῦτο τὸ κράτος, καθ᾿ ὅτι ἂν προχωρήσει συνταγματικῶς στὸ ἐπικίνδυνο αὐτὸ ἐγχείρημα, ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρξει καὶ ἡ ἀνάλογη νομικὴ ὑποχρέωση ἐκ μέρους τῶν κρατικῶν φορέων ὅπως τηρηθοῦν οἱ σχετικὲς συμβάσεις κυρίως σὲ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, μισθοδοσίας τοῦ κλήρου καὶ σ᾿ ἄλλα λεπτότατα θέματα σὲ σχέση μὲ τὰ Πατριαρχεῖα καὶ τὰ ἄλλα νομικὰ πρόσωπα δημοσίου δικαίου τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων.
Γι᾿ ὅλους τοὺς παραπάνω λόγους, τὸ Προοίμιον τοῦ Συντάγματος, ὡς ὑφίσταται γιὰ ἱστορικοὺς καὶ οὐσιαστικοὺς λόγους ὡς καὶ τὰ ἄρθρα 3, 13, 16, 18 καὶ 105 τὰ ὁποῖα σχετίζονται μὲ τὴν Ἐκκλησία γενικότερα εἶναι ἄριστα διατυπωμένα καὶ καμμία ἀπολύτως δὲν χρήζουν ἀλλαγῆς μὲ τυχὸν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος. Ἀξίζει νὰ παραμείνουν ὡς ἔχουν.
Ὅταν ὁ Ἡρόδοτος μιλοῦσε γιὰ τὸ ὁμόαιμον, τὸ ὁμόγλωσσον, τὰ κοινὰ τῶν θεῶν, τὸ ὁμότροπον μιλοῦσε γιὰ τὴν αὐτοσυνειδησία ἑνὸς λαοῦ. Ἂν ἐμεῖς δὲν κρατήσουμε αὐτὰ καὶ συνεχῶς τὰ κτυποῦμε ποικιλοτρόποως τότε εἴμαστε κλέπτες τοῦ μέλλοντος τῶν παιδιῶν μας καὶ ἔχουμε μεγίστη εὐθύνη γι᾿ αὐτό. Ἄλλως, ὁ νέος συνταγματικὸς νομοθέτης, ἂς σκεφθεῖ καὶ τὸ ἠθικὸ κεφάλαιο ποὺ ὀνομάζεται «τύψεις».
Tου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’