- Αναδιανομή υπέρ των λίγων και διεύρυνση των ανισοτήτων
Η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2020 αποτελεί άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση ακύρωσης του βασικού προεκλογικού αφηγήματος της ΝΔ. Μετά την «ανώμαλη προσγείωση» στη συμφωνία των Πρεσπών,στις προσφυγικές ροές,στην αξιοκρατία, στη Διοίκηση των νοσοκομείων,στην επενδυτική «έκρηξη» και στις «γενναίες φοροελαφρύνσεις», ήρθαν οι προτεραιότητες και οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για να επιβεβαιώσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέστρεψε την οικονομία, δεν άφησε «καμένη γη», δεν διέλυσε το Κράτος, δεν εξόντωσε τη μεσαία τάξη, δεν «μπλόκαρε» τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις,δεν αποδιοργάνωσε το Σύστημα Υγείας και το Κράτος Πρόνοιας. Γιατί αν ίσχυαν όλα τα παραπάνω η «φιλολαϊκή και κοινωνικά ευαίσθητη» ΝΔ όλο και κάτι πιο δραστικό και αποτελεσματικό θα είχε προβλέψει στον προϋπολογισμό για να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση. Πχ θα είχε περιορίσει τους «άδικους φόρους του ΣΥΡΙΖΑ», θα είχε στηρίξει τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, θα είχε δρομολογήσει μια σοβαρή ενίσχυση του Κοινωνικού Κράτους ή μια αξιοπρόσεκτη δέσμη μεταρρυθμίσεων στο Σύστημα Υγείας. Αυτό που κάνει με περίσσιο πολιτικό θράσος η κυβέρνηση, είναι να ιδιοποιείται αλλαγές και θεσμικό έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (βλ. πρόγραμμα Φιλόδημος, σύστημα αναδοχής και υιοθεσίας παιδιών, μέτρα «θωράκισης» στο χώρο του φαρμάκου,κεντρικοποίηση των προμηθειών στα νοσοκομεία και της διαχείρισης του αίματος, σύστημα επιλογής γιατρών ΕΣΥ, Εθνικά Σχέδια Δράσης για τη Δημόσια Υγείακλπ), την ίδια στιγμή που εφαρμόζει μια πολιτική αναδιανομής υπέρ των λίγων διευρύνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Η μείωση όμως των ανισοτήτων και η δίκαιη ανάπτυξη είναι το πολιτικό στοίχημα της νέας περιόδου. Ειδικά των ανισοτήτων στην Υγεία που η εξάλειψή τους, εκτός από συμβολή στην κοινωνική συνοχή και αξιοπρέπεια έχει και αναπτυξιακή διάσταση. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η υποχώρηση κατά 1% των ανισοτήτων στην Υγεία συμβάλλει στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 0.15%
- Δύο διαφορετικά πολιτικά σχέδια στην Υγεία (εντός και εκτός Μνημονίου)
Ποια είναι μεγάλη εικόνα πίσω από τα μεγέθη του προϋπολογισμού για την Υγεία ; Είναι ένα Δημόσιο Σύστημα Υγείας που κατάφερε μέσα στην κρίση και τα Μνημόνια-επειδή ακριβώς ενισχύθηκε με πόρους και προσωπικό και χάρις στην υπεράνθρωπη προσπάθεια των εργαζομένων -να παραμείνει όρθιο, λειτουργικό, αξιόπιστο και κυρίως ανοιχτό σε όλους χωρίς διακρίσεις. Γι’αυτό και η κριτική της ΝΔ περί «καμένης γης» είναι όχι μόνο αστήρικτη αλλά και προσβλητική για τη νοημοσύνη των πολιτών που αναγνωρίζουν τα θετικά βήματα στη στελέχωση και αναβαθμισμένη λειτουργία των δημόσιων δομών. Ειδικά το προσωπικό του ΕΣΥ ξέρει πολύ καλά ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διασφάλισε την κανονικότητα στο Σύστημα Υγείας με εγγυημένη τη δωρεάν και καθολική πρόσβαση των ανασφάλιστων, με κάλυψη των μεγάλων κενών σε ανθρώπινο δυναμικό μετά το «πάγωμα» προσλήψεων της πρώτης μνημονιακής περιόδου, με επενδύσεις σε έργα υποδομών και εξοπλισμού ύψους πάνω από 200 εκ. ευρώ (μέσα από πολλαπλά χρηματοδοτικά εργαλεία), με αξιοποίηση ευρωπαικών πόρων για τη μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ και την ανάπτυξη 127 νέων δημόσιων δομών(ΤΟΜΥ) με σταθερή χρηματοροή προς τα νοσοκομεία και έγκαιρη πληρωμή των εφημεριών-υπερωριών του προσωπικού καθώς και των οφειλών προς τους προμηθευτές αλλά και προς τους ιδιώτες πάροχους του ΕΟΠΥΥ. Οι δημόσιες δαπάνες Υγείας μετά από 4 χρόνια συνεχών περικοπών (αθροιστικά πάνω από 40%) και από το «δημοσιονομικό χαμηλό» του 4.6% του ΑΕΠ το 2014, σταθεροποιήθηκαν στο 5.0-5,1% του ΑΕΠ και με το νοικοκύρεμα και την έντιμη διαχείριση των νοσοκομείων αλλά και με τη συνέργεια πόρων κρατικής χρηματοδότησης και ασφαλιστικών εισφορών υγείας (οι μεταβιβάσεις από τον ΕΟΠΠΥ προς το ΕΣΥ από 100 εκ. ξεπέρασαν τα 600 εκ. ευρώ το χρόνο), έγινε εφικτή η επιβίωση και η προσβασιμότητα της δημόσιας περίθαλψης σε περιβάλλον λιτότητας.
Αυτή την κανονικότητα στο Σύστημα Υγείας και την ισότιμη πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη τη διασφαλίσαμε όχι επειδή είμαστε πιο ικανοί και ευαίσθητοι αλλά επειδή είχαμε άλλο πολιτικό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση με μείωση των υγειονομικών ανισοτήτων και στήριξη του ΕΣΥ και του Κοινωνικού Κράτους.
Η πολιτική της καθολικής κάλυψης, η αποσύνδεση του θεμελιώδους δικαιώματος στην Υγεία, από την εργασία, την ασφάλιση και το εισόδηματων πολιτών, είναι η μεγάλη μεταρρύθμιση στην πολιτική υγείας και στην κοινωνική πολιτική της χώρας. Η μάχη για την προσβασιμότητα και την επιβίωση της δημόσιας περίθαλψης, ήταν η προτεραιότητα των δικών μας προϋπολογισμών Με αυτό το πολιτικό σχέδιομειώθηκε με μετρήσιμο τρόπο η «υγειονομική φτώχεια» καιη ανισότητα στη φροντίδα υγείας: οι πολίτες με ανικανοποίητες ανάγκες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από 14,4% του πληθυσμού το 2016 υποχώρησαν στο 10,4% το 2018(βλ. Δελτίο 2019 ΕΛΣΤΑΤ).Η εγγυημένη κάλυψη των υγειονομικών αναγκών όλων των πολιτών, η μείωση των ανισοτήτων, η ενίσχυση και εξυγίανση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας είναι αριστερή και προοδευτική πολιτικήΚαι είμαστε περήφανοι γι’αυτό. Πολύ περισσότερο επειδή υλοποιήθηκε όχι σε περίοδο επάρκειας πόρων αλλά σε περιβάλλον λιτότητας.Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η πολιτική της καθολικής πρόσβασης και της αναβάθμισης του ΕΣΥ ήταν πολιτική και για τη μεσαία τάξη, μεγάλα τμήματα της οποίας από-ασφαλίστηκαν μέσα στην κρίση και βρέθηκαν χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη.
Τα μεγέθη του προϋπολογισμού για τα νοσοκομεία, τον ΕΟΠΥΥ και τους λοιπούς φορείς της υγείας δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τον προϋπολογισμό του 2019 και τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2019-2022 της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Οι οριακές αυξήσεις αφορούν κυρίως τους κλειστούς προϋπολογισμούς για φάρμακο και λοιπές παροχές του ΕΟΠΥΥ που εμείς συμφωνήσαμε με τους «θεσμούς» ότι – αρχής γενομένης από το 2019 – θα αναπροσαρμόζονται με βάση την προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ κάθε χρονιάς (2,8% για το 2020)
Το κρίσιμο όμως ερώτημα για τον προϋπολογισμό του 2020 όπως και για κάθε προϋπολογισμό είναι ποιο πολιτικό σχέδιο υπηρετείσε ποιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό εντάσσεται, ποιες υγειονομικές ανάγκες φιλοδοξεί να καλύψει και με ποιο τρόπο ( πχ. με ενδυνάμωση του Δημόσιου Συστήματος ή με «άνοιγμα» στην αγορά και ΣΔΙΤ) αν μειώνει ή όχι τις ανισότητες. Εμείς υλοποιώντας το πρόταγμα της καθολικής κάλυψης υγείας μέσα από ένα βιώσιμο και αποτελεσματικό ΕΣΥ με έμφαση στην ΠΦΥ-πρόληψη-αγωγή υγείας-κοινοτική φροντίδα είχαμε σχεδιάσει ένα 4ετές πλάνο 10.000 μόνιμων προσλήψεων γιατρών και λοιπού προσωπικού(αρχής γενομένης από το 2019 με ΠΥΣ για 2500 προσλήψεις) καθώς και σταδιακή σύγκλιση με τους ευρωπαικούς μέσους όρους στις δημόσιες δαπάνες υγείας (στόχος το 6% του ΑΕΠ σε βάθος 4ετίας). Μόνο με μια τέτοια στρατηγική μπορούν να καλυφθούν με αξιόπιστο τρόπο οι σύγχρονες ανάγκες υγειονομικής και ψυχοκοινωνικής φροντίδας των ανθρώπων χωρίς διακρίσεις
Η νέακυβέρνηση άρχισε ήδηνα υπονομεύει τη στρατηγική της καθολικής κάλυψηςμε τη μη χορήγηση ΑΜΚΑ σε πρόσφυγες-αιτούντες άσυλο προσπαθώντας να «κλείσει το μάτι» στα ξενοφοβικά-ρατσιστικά-μισαλλόδοξα ακροατήρια που τη στήριξαν. Μόνο που η γραμμή « η χώρα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι» η πολιτική της κράτησης και όχι της φιλοξενίας εκτός από ακροδεξιά είναι και επικίνδυνη για τη Δημόσια Υγεία γιατί αφήνει χρονίως πάσχοντες χωρίς φροντίδα παιδιά χωρίς εμβόλια και πρόσβαση στα σχολεία, έγκυεςχωρίς παρακολούθηση ανθρώπους με λοιμώδη νοσήματα χωρίς ευχερή πρόσβαση σε έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
Πέραν λοιπόν από τα μεγέθη του προϋπολογισμού, το κρίσιμο ζήτημα είναι οι πολιτικές προθέσεις της κυβέρνησης για το χώρο της Υγείας.Γιατί πέρα από το ύψος των δαπανών το ερώτημαείναι πως θα κατανεμηθούν με ποιο εσωτερικό συσχετισμό πχ. θα δοθεί προτεραιότητα στη χρηματοδότηση των δομών του ΕΣΥ ( όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ) ή στην αγορά υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα μέσω του ΕΟΠΥΥ ; Αυτό θα φανεί στην πράξη. Είναι γεγονός πάντως ότι το σχέδιο που πλέον συζητάανοικτά η κυβέρνηση είναι οι Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και η αλλαγή νομικού καθεστώτος των νοσοκομείων (από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ) με στόχο την «ευελιξία» του συστήματος, δηλαδή τη διευκόλυνση ιδιωτικών επενδύσεων εντός του ΕΣΥ, την εκχώρηση «φιλέτων» της δημόσιας περίθαλψης σε επιχειρηματίες υγείας, τη δημιουργία «ζωτικού χώρου» για την ιδιωτική ασφάλιση υγείας και την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων των γιατρών (πλήρης και αποκλειστική απασχόληση). Είναι ένα σχέδιο που πλήττει στον «πυρήνα» του το ΕΣΥ που αποδομεί το δημόσιο χαρακτήρα του και οδηγεί στη μετακύλιση κόστους στον ασθενή και στη ενίσχυση των υγειονομικών ανισοτήτων. Από τη γραμμή της απαξίωσης του ΕΣΥ και της «παθητικής ιδιωτικοποίησης» στην Υγεία ( που ηταν το σχέδιο των πρώτων μνημονιακών χρόνων) περνάμε τώρα στην γραμμή της «ενεργητικής και επιθετικής ιδιωτικοποίησης»Οι ΣΔΙΤ δεν θέλουν περικοπές. Αντίθετα απαιτούν ένα στοιχειώδες επίπεδο λειτουργικών δαπανών.
Η απάντηση σ’αυτό το σχέδιο είναι έναευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο απέναντι στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περίθαλψης. Σ’ αυτό το πεδίομην ψάχνετε συναινέσεις. Η «γραμμή» των ιδιωτικοποιήσεων στην υγεία δεν έχει κοινωνικές συμμαχίες στην Ελλάδα.Το Δημόσιο Σύστημα αυτή η μεγάλη κοινωνική τομή της μεταπολίτευσης,παρά τα προβλήματα και τις παθογένειές τουεξακολουθεί να έχει ηγεμονική κοινωνική επιρροή.«Θεματοφύλακας» της δωρεάν και δημόσιας υγείας δεν είναι ο Υπουργός Υγείας όπως επαίρεται, αλλά οι έντιμοι και αφοσιωμένοι υγειονομικοί, η κοινωνία των πολιτών, οι σύλλογοι των ασθενών, οι αριστερές και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου.
Το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την Υγεία στη μεταμνημονιακή εποχή συνοψίζεται ως εξής : Νέες ανάγκες- νέο ΕΣΥ-νέοι πόροι Με άλλα λόγια, διεκδικούμε τη διεύρυνση της καθολικής κάλυψης με δημόσιες πολιτικές (πχ οδοντιατρική περίθαλψη, αποκατάσταση, γηριατρική,κατ’ οίκον φροντίδα, ανακουφιστική φροντίδαγια τον καρκίνο την αναπηρία και την άνοια, πρόσβαση στις γονιδιακές εξετάσεις -θεραπείες και την ιατρική ακριβείας, αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης στη Δημόσια Υγεία κλπ),με «εργαλείο» ένα αναδιοργανωμένο Δημόσιο Σύστημα Υγείας και ΚοινωνικόΚράτοςπου θα υποστηρίζεται με περισσότερους πόρους(ανθρώπινους και υλικούς) δηλαδή με λιγότερη λιτότητακαι επαρκή φορολογικά έσοδα δίκαια κατανεμημένα στην κοινωνική «πυραμίδα».
Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να υλοποιηθεί με το δικό σας προϋπολογισμό γι’αυτό και τον καταψηφίζουμε.