Μέσα σε λίγα χρόνια, η θάλασσα «καταπίνει» παραλίες, δρόμους, σπίτια, υποδομές. Δεκάδες παράκτιες περιοχές, τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά βρίσκονται αντιμέτωπες με τη φύση. Σε κάποιες περιπτώσεις η μάχη έχει κριθεί οριστικά, καθώς ακόμα και τα «βαριά» αντιδιαβρωτικά έργα δεν μπορούν να αναστρέψουν τη ζημιά που έχει συντελεστεί. Δύο μελέτες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», αναδεικνύουν την ένταση του προβλήματος σε διαφορετικά σημεία της χώρας: σε ένα τμήμα του Κορινθιακού κόλπου, όπου η παράκτια ζώνη χάνεται με πρωτόγνωρους ρυθμούς. Και σε έξι νησιά του Αιγαίου, σε γνωστές τουριστικές ακτές, όπου η απώλεια της παραλίας ισοδυναμεί με σημαντική απώλεια εισοδήματος.
Η πρώτη μελέτη εστιάζει στην παραλία του Ξυλοκάστρου, καλύπτοντας μια περιοχή 14 χιλιομέτρων που περιλαμβάνει το Ξυλόκαστρο, το Μελίσσι, τη Συκιά και το Καμάρι. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Τηλεανίχνευσης του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών (επίκουρος καθηγητής Μανώλης Βασιλάκης) σε συνεργασία με το Εργαστήριο Λιμενικών Εργων του ΕΜΠ (αναπλ. καθηγήτρια Βίκυ Τσουκαλά), με τη χρήση καινοτόμων τεχνικών αποτύπωσης των ακτογραμμών σε διάφορες χρονικές περιόδους.
«Μελετάμε τη συγκεκριμένη περιοχή πολλά χρόνια. Είναι μια ακραία, αν μου επιτρέπεται ο όρος, περίπτωση σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα και γι’ αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον», αναφέρει ο κ. Βασιλάκης, που ήταν και ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας. «Για να το εξηγήσουμε με απλά λόγια, ο Κορινθιακός είναι μια υποθαλάσσια χαράδρα, που παρουσιάζει τη δεύτερη μεγαλύτερη ταχύτητα διάνοιξης στον κόσμο (της τάξεως των 10-14 χιλιοστών ανά έτος) και αυτό έχει άμεση επίπτωση στην ακτή.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2012 μια υποθαλάσσια κατολίσθηση οδήγησε στην απώλεια μεγάλου μέρους της παράκτιας περιοχής του Δερβενίου, με την κατάσταση να μην είναι πλέον αναστρέψιμη. Η μεγάλη σεισμικότητα που παρατηρείται στην περιοχή ευνοεί τέτοιου είδους συνοδά γεωδυναμικά φαινόμενα που με τη σειρά τους επιταχύνουν τις καταστροφικές συνέπειες που προκαλούνται από ανθρώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον».
Οι ερευνητές κατέγραψαν τη μετατόπιση της ακτογραμμής στην περιοχή μελέτης σε διαφορετικές χρονικές περιόδους την τελευταία 70ετία, με στόχο να τη συγκεκριμενοποιήσουν και να ποσοτικοποιήσουν τον ρυθμό διάβρωσης σε διαφορετικά τμήματα της παράκτιας περιοχής. Σε τι συμπεράσματα κατέληξαν; «Ο μέσος ρυθμός απώλειας του πλάτους της παραλιακής ζώνης είναι της τάξεως των 18 εκατοστών τον χρόνο.
Εντοπίστηκαν, όμως, σημεία που η υποχώρηση έφθανε έως και τα 70 εκατοστά ετησίως μέχρι πριν από λίγα χρόνια, οπότε και υπό την απειλή της απώλειας ακίνητων περιουσιών μεγάλης αξίας, ανακόπηκε με κατασκευές είτε ιδιωτών που προσπαθούσαν να προφυλάξουν τις ιδιοκτησίες τους, είτε με πρόχειρες κατασκευές του δήμου, της (τότε) νομαρχίας ή της περιφέρειας. Δυστυχώς, οι παρεμβάσεις έγιναν χωρίς τεκμηριωμένο σχεδιασμό έπειτα από μετρήσεις, όπως συνηθίζεται να γίνεται διεθνώς σε αντίστοιχες περιπτώσεις», λέει ο κ. Βασιλάκης.
«Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων στην περιοχή Πευκιάς του Ξυλόκαστρου υπήρχε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην παραλία ένα γήπεδο ποδοσφαίρου που το χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί για να προσγειώνουν τα αεροπλάνα τους. Από τις αεροφωτογραφίες του 1945 φαίνεται ότι υπήρχε παραλία πλάτους 70 μέτρων, το μεγαλύτερο ποσοστό της οποίας σήμερα έχει εξαφανιστεί».
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το φαινόμενο είναι αρκετά έντονο στις περιοχές των παραθαλάσσιων οικισμών Συκιάς και Μελισσίου. «Η ακτή υποχωρεί αρκετά και ιδιαίτερα από το 1987 έως και σήμερα το φαινόμενο της διάβρωσης γίνεται ολοένα και πιο οφθαλμοφανές. Οι καταστροφές που προκαλούνται στα έργα υποδομής και στις κατασκευές οφείλονται εκτός άλλων φυσικών φαινομένων και στο γεγονός ότι μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες αναπτύχθηκε ο οικισμός πάνω στην ακτή χωρίς ενδεχομένως να γίνει κάποιο έργο προστασίας της. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στο χωριό Καμάρι.
Καθημερινή