Βαδίζεις απορροφημένος σε σκέψεις και σε έγνοιες μέσα στην πολύβουη πόλη και νιώθεις ξαφνικά ένα τράβηγμα στο μανίκι. Και είναι τούτο το τράβηγμα το παράπονο των μικρών πραγμάτων που κάποτε υπήρξαν στη ζωή μας και που δεν θέλουν να ξεχαστούν.
Το «φαστφουντάδικο» του Παναγιώτη Βαρβιτσιώτη, στο κέντρο της πόλης, Λυκούργου 132, ήταν το πρώτο κατάστημα του είδους στη Σπάρτη.
Πριν από πολλά χρόνια, η Ελλάδα είχε … εισαγάγει το λεγόμενο «γρήγορο φαγητό», αντιγράφοντας, κυρίως, αλυσίδες φαστ-φουντ από τις ΗΠΑ. Το «γρήγορο φαγητό (fast food) δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα προϊόν του ταχύρυθμου κι αγχώδους τρόπου της σύγχρονης ζωής, που δεν δίνει στον άνθρωπο χρόνο ούτε για να φάει στο σπίτι του, μαζί με την οικογένειά του, όπως γινόταν κάποτε. Το «γρήγορο φαγητό» (είτε το αγαπά κανείς είτε όχι) άλλαξε ριζικά τις συνήθειες διατροφής ολόκληρου του κόσμου και πρώτα-πρώτα της Δύσης, γεννώντας ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο, «που ήδη από την αρχή φαινόταν ότι έχει έρθει για να μείνει».
Ήταν, λοιπόν, στη 10ετία του ’80, όταν ο Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης, νέο παιδί, τότε, με ρίζες από τη Λογγάστρα, γεμάτος ζωή και όνειρα, στεκόταν στην άκρη του κλαδιού έτοιμος να πετάξει με τα δικά του τα φτερά.
Γεννημένος στα 1958, τέλειωσε το Γυμνάσιο και σπούδασε (1975-1978) ηλεκτρονικός (ραδιοτεχνίτης) στην Τεχνική Σχολή Τριπόλεως, μιας και τότε το επάγγελμα του ηλεκτρονικού-ραδιοτεχνίτη ήταν περιζήτητο και ελπιδοφόρο, λόγω και της ιλιγγιώδους ζήτησης των τηλεοράσεων από τα ελληνικά σπίτια. Παράλληλα, τα καλοκαίρια, πήγαινε στην Αθήνα για πρακτική εκπαίδευση στο αντικείμενο των σπουδών του.
Αφού τελείωσε την Σχολή του, πήγε φαντάρος (1979-1981) κι επιστρέφοντας στη Σπάρτη, υπέβαλλε τα απαραίτητα δικαιολογητικά προς το αρμόδιο Υπουργείο, για να λάβει την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος. Η γραφειοκρατία, όμως, καθυστερούσε χαρακτηριστικά και ο Παναγιώτης, ανυπόμονος, γεμάτος όρεξη για δουλειά και αναλύοντας την τοπική αγορά εργασίας αποφάσισε να ανοίξει ένα κατάστημα «ΦΑΣΤ-ΦΟΥΝΤ» στο ισόγειο του 3ώροφου σπιτιού της οικογένειας, που οικοδομήθηκε μετά τον γάμο των γονιών του, στα 1958, εκεί, που πρώτα βρισκόταν το κουρείο ΠΑΝ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΑ, δίπλα, ακριβώς, από το ιστορικό Κηροπλαστείο Ι. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ και το (επίσης ιστορικό) καφενείο του θείου του (αδελφού της μητέρας του) ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΑΔΑ.
Φωτ 1. Ο Γορτυνιακός Σύνδεσμος Σπάρτης, μπροστά στο ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΛΑΔΑ (1950). Πίσω διακρίνονται το ΚΟΥΡΕΙΟ Π. ΓΙΑΝΝΟΥΛΕΑ (αριστερά) και το ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ Ι. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ (δεξιά). Στη μέση, με το λευκό ταγιέρ, η μητέρα του Παναγιώτη (Γορτύνια), Ασπασία Λαδά-Βαρβιτσιώτη.
.Η 10ετία του ’80 ήταν για την Ελλάδα μια πολύ δυναμική κι αισιόδοξη περίοδος (ίσως η καλύτερη περίοδος όλων των εποχών), που τη χαρακτήριζε η εντυπωσιακή άνοδος του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, η ευμάρεια (ποτέ άλλοτε δεν κυκλοφόρησε τόσο χρήμα στις τσέπες των Ελλήνων), η νεοτερικότητα, η σύγκρουση παλαιών και νέων ιδεών, η πρωτοφανής διεύρυνση της μεσαίας τάξης, η έντονη πολιτικοποίηση, η διεκδίκηση ισότητας, ισονομίας και δικαιωμάτων, οι αυξημένες
ευκαιρίες απασχόλησης, το χαμηλό κόστος ζωής (με 500 δραχμές, π.χ., μπορούσες να βγεις για φαγητό, ποτό, να κεράσεις και να σου μείνουν και ρέστα), η ευθύτητα, η αυθεντικότητα και η ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις, η ελευθερία στην κάθε είδους έκφραση κλπ, κλπ. Η 10ετία του ’80 ήταν η εποχή που οι νέοι μπορούσαν να «αλητεύουν» στα Κυκλαδονήσια ή και στην Ευρώπη με οτοστόπ και με άδειες (ή μισογεμάτες) τσέπες, που βρίσκονταν μέσα στη ζωή αντί να είναι αυτιστικά καθηλωμένοι, όπως οι σημερινοί, στα smartphone ή στα tablet, που μπορούσαν να παρατούν χαλαρά μια δουλειά που δεν τους πήγαινε, αφού ήταν σίγουροι πως γρήγορα θα εύρισκαν μια καλύτερη ή θα ξεκίναγαν μια δική τους.
« Ήταν στ’ αλήθεια «γ….ώ τις φάσεις, δικέ μου»», όπως συνήθιζαν να λένε οι νέοι του τότε!
Τα «φαστ φουντ» γνώριζαν, την εποχή εκείνη, μιαν εντυπωσιακή άνθηση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά στη Σπάρτη (όπως συνήθως συμβαίνει με κάθε τι νέο και καινοτόμο για την πόλη μας) ΔΕΝ είχαν φθάσει ακόμα. Έτσι ο Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης θεώρησε πως ήταν μοναδική ευκαιρία να καλύψει το κενό και (όπως φάνηκε στην πορεία) δικαιώθηκε απολύτως.
Οι εργασίες για τη διαμόρφωση του πρώτου «φαστφουντάδικου» της Σπάρτης κύλησαν γρήγορα, έγινε η καλύτερη δυνατή δουλειά που θα μπορούσε να γίνει ώστε να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο κι ελκυστικό κατάστημα και τον Σεπτέμβρη του 1982, ο Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης και η οικογένειά του προσκαλούσαν τους φίλους, γνωστούς και συγγενείς στη χαρά των εγκαινίων:
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Σαν νέος επαγγελματίας θα χαρώ ιδιαίτερα να σας δω στα εγκαίνια του καταστήματός μου (αναψυκτηρίου-οβελιστηρίου) στην οδό Λυκούργου αρ. 40, που θα γίνουν στις 26 Σεπτεμβρίου 1982, ημέρα Κυριακή και ώρα 7:30 μ.μ.
Με τιμή
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΥΣΤΡ. ΒΑΡΒΙΤΣΙΏΤΗΣ
(Το κατάστημα αναφέρεται στην πρόσκληση ως «αναψυκτήριο-οβελιστήριο» επειδή έτσι ζητήθηκε η άδεια λειτουργίας, ώστε σε περίπτωση που δεν «περπάταγε» η νέα πρόταση του γρήγορου φαγητού στη Σπάρτη, να μετατρεπόταν σε ένα είδος ψησταριάς.)
Φωτ 2: Ο Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης με την αδερφή του Γιούλα και τη μητέρα του Ασπασία, την ημέρα των εγκαινίων.
Λοιπόν, εκείνο το σούρουπο της Κυριακής των εγκαινίων, 26 Σεπτεμβρίου 1982, ήταν εκεί, στο πρώτο φαστ-φουντ της Σπάρτης, όλη η οικογένεια του Παναγιώτη (ο παππούς, η γιαγιά, ο πατέρας Στράτης, η μητέρα Ασπασία, η αδερφή Γιούλα, οι θείοι, οι θείες, τα ξαδέρφια κλπ), ώστε να υποδεχθούν και να καλωσορίσουν τους καλεσμένους, που κατέκλυσαν τον χώρο, μέσα κι έξω, για να ευχηθούν «καλορίζικο» και «καλές δουλειές». Βλέπεις, όταν πρόκειται για την οικογένεια, ο Έλληνας είναι στα καλύτερά του. Κι η οικογένεια του Παναγιώτη ήταν μαθημένη, από παράδοση, να είναι δεμένη σφιχτά γύρω από την προγονική εστία της αγάπης, της αφοσίωσης, της αυτοθυσίας και της έγνοιας του ενός για τον άλλον, ώμο με ώμο, ανάσα με ανάσα, και στα εύκολα αλλά και στα δύσκολα (κυρίως σ’ αυτά).
Φωτ 3: Ο π. Γεώργιος Μπλάθρας, ο παππούς Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης κι ο εγγονός Παναγιώτης
Τα εγκαίνια του νέου καταστήματος τέλεσε ο πολυαγάπητος Λευίτης της Σπάρτης π. Γεώργιος Μπλάθρας, με τον οποίο η οικογένεια είχε μιαν ιδιαίτερη πνευματική σχέση, αφού ο παππούς Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης (Μπερχαμάς) ήταν ψάλτης στην εκκλησία του Καραβά (εκεί ήταν το σπίτι της οικογένειας ΒΑΡΒΙΤΣΩΤΗ), όπου πολλές φορές πήγαινε και λειτουργούσε ο παπα-Γιώργης. Έγιναν, λοιπόν, τα εγκαίνια μέσα σε κλίμα χαράς κι ελπίδας κι από την επομένη το «ΦΑΣΤ ΦΟΥΝΤ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ» άρχισε να γράφει τη δική του ιστορία στη Σπάρτη.
Αν και ήταν το πρώτο FAST FOOD της πόλης, η επωνυμία αυτή δεν γράφτηκε ποτέ στην πινακίδα. Ίσως, για λόγους αρχής, ο Παναγιώτης (αν και εγκαινίαζε μια ξένη πατέντα φαγητού) ΔΕΝ ήθελε να έχει τον ξένο τίτλο της ως σήμα κατατεθέν του μαγαζιού του. Έτσι, λοιπόν, στην μεγάλη πολύχρωμη και καλογραμμένη πινακίδα, πάνω από την είσοδο, γράφτηκε μόνο:
ΠΑΓΩΤΑ – ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ – ΤΟΣΤ
Βαρβιτσιώτης
Εντιμότητα, καθαριότητα, εξυπηρέτηση, εμπιστοσύνη, καλή πρώτη ύλη και προσωπική σχέση με τους πελάτες ήταν τα «μυστικά» της επιτυχίας. Πολλή δουλειά, από την πρώτη μέρα, και πολλή βοήθεια από την οικογένεια, για να ανταπεξέλθει το μαγαζί στις αυξημένες ανάγκες λειτουργίας του, αφού γρήγορα έγινε το αγαπημένο στέκι της Σπάρτης. Η δουλειά, μάλιστα, απογειώθηκε περαιτέρω, όταν ο Παναγιώτης εγκατέστησε τη φημισμένη μηχανή παγωτού Caprigiani. Όπως λέει ο Παναγιώτης, ο συγκεκριμένος τύπος Caprigiani που επέλεξε, ήταν η κορυφαία παγωτομηχανή της εποχής («3-4 παγωτομηχανές τέτοιου τύπου κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα») και εκτός από την υψηλή ποιότητα των παγωτών που δημιουργούσε έκανε μόνη της ΚΑΙ την παστερίωση. Το παγωτό το παρασκεύαζε, από αγνά υλικά (πριν μπει στη μηχανή), ο ίδιος ο πατέρας του Παναγιώτη , ο κυρ-Στράτης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος, λόγω επαγγέλματος (Επόπτης Υγειονομικού Νομαρχίας Λακωνίας), ήταν απόλυτος και αυστηρός σε θέματα καθαριότητας και υγιεινής του καταστήματος, θέλοντας τα πάντα να λάμπουν και ό,τι πρόσφερε το κατάστημα να είναι, εκτός από νόστιμο, ΚΑΙ υγιεινό.
Η πελατεία του «φαστφουντάδικου» (όπως συμβαίνει με κάθε τι νέο) ήταν, κυρίως, η νεολαία και δη ο μαθητόκοσμος, με αγαπημένο έδεσμα το κλασικό σάντουιτς: ζαμπόν-τυρί-λουκάνικο-πατάτες-κέτσαπ…. Βέβαια, δεν άργησαν και οι μεγαλύτεροι να προσέρχονται για να δοκιμάσουν τον νέο, αυτόν, τρόπο φαγητού. Αυτοί, βέβαια, οι μεγαλύτεροι, «έκαναν καθυστέρηση» μπροστά στη βιτρίνα με τα υπέροχα (φτιαγμένα στο χέρι) μπιφτέκια, τα βραστά αυγά, τα σαλάμια, τα λουκάνικα, τα τυριά, το τζατζίκι, τις σαλάτες κλπ, κλπ, προσπαθώντας να «δημιουργήσουν» το
«δικό» του σάντουιτς ο καθένας. Οι νεαροί, όμως, ήταν αλλιώς. Την ξέρανε τη «δουλειά»: «Φτιάξε ένα δικό μου» ήταν η παραγγελία από την πόρτα κι ο Παναγιώτης ήξερε ΤΙ έπρεπε να φτιάξει, αφήνοντας τους μεγάλους να σκέφτονται ακόμα τι θέλουν να βάλλουν στο δικό τους σάντουιτς. Όσοι είχε τύχει να επισκεφθούν τότε τα FAST FOOD γνωστών αλυσίδων, εκτός Σπάρτης, βεβαίωναν πως η ποιότητα του «ΦΑΣΤ ΦΟΥΝΤ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ» ήταν όχι μόνο ανώτερη αλλά και σε προσιτές τιμές. Αυτό το ατημέλητα επιμελημένο φαγητό, χάρη στον Παναγιώτη, αγαπήθηκε ΚΑΙ στη Σπάρτη απ’ όσους (για διάφορους λόγους) αναζητούσαν νόστιμο και γρήγορο φαγητό, μαθαίνοντας πως υπήρχαν και άλλες διατροφικές επιλογές εκτός από εκείνες τις κλασικές, του εστιατορίου, της ταβέρνας και της ψησταριάς.
Αλλά δεν ήταν αυτό μόνο: Μέσα σε ένα περιβάλλον χαλαρό και φιλικό, ο Παναγιώτης είχε με τους πελάτες του (μικρούς και μεγάλους) μιαν αμεσότητα και μια ζεστή-ανθρώπινη επικοινωνία, που δεν είχε καμιά σχέση με την κρύα και απρόσωπη σχέση καταστηματάρχη – πελάτη. Σ’ αυτήν την εποχή που είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται τα φροντιστήρια για τις πανελλήνιες και πολλές φορές οι μαθητές από το σχολείο πήγαιναν κατευθείαν στο φροντιστήριο ή από το ένα φροντιστήριο στο άλλο, το «ΦΑΣΤ ΦΟΥΝΤ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ» γινόταν «μάνα» για τα παιδιά αυτά, που, διαφορετικά, θα έμεναν νηστικά. Σίγουρα, πολλά απ’ αυτά τα παιδιά που πέρασαν κατά καιρούς απ’ το ΦΑΣΤ-ΦΟΥΝΤ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ το αναπολούν ακόμα ως το μαγαζί της νιότης τους κι όσο κι αν η ζωή και τα πράγματα πάνε μπροστά όμως τους μένουν οι αναμνήσεις από κάποια «στέκια». Και το κατάστημα ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ υπήρξε ένα απ’ αυτά.
Για το λόγο αυτό, το καλοκαίρι, στο διάστημα που έκλειναν τα σχολεία και τα φροντιστήρια, έκλεινε και ο Παναγιώτης το κατάστημα για ένα μήνα περίπου, για να κάνει τις διακοπές του, να ξεκουραστεί και να πάρει δυνάμεις για την νέα περίοδο. Όταν άνοιγαν τα φροντιστήρια, πριν από τα σχολεία, άνοιγε και ο Παναγιώτης για τη νέα σεζόν.
Δεν ήταν, όμως, μόνο το νόστιμο και γρήγορο φαγητό, που εύρισκε η νεολαία του καιρού εκείνου στο «ΦΑΣΤ ΦΟΥΝΤ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ». Εκεί εύρισκαν τα παιδιά την ευκαιρία, έστω και στο πόδι, να τα λένε μεταξύ τους και να γεμίζουν το κενό της επικοινωνίας που είχε αρχίσει να δείχνει το σκληρό του πρόσωπο. Αλλά και οι μεγαλύτεροι τα λέγανε με τον Παναγιώτη ώσπου να ετοιμαστεί η παραγγελία τους και στέκονταν λίγο παραπάνω, για να αλλάξουν μερικές κουβέντες με φίλους και γνωστούς που έμπαιναν κι αυτοί στο μαγαζί για να πάρουν τις νοστιμιές του Παναγιώτη, όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά και για τη γυναίκα τους, τα παιδιά τους και (κάποιοι μεγαλύτεροι) για τα εγγόνια τους που, σίγουρα, ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό, όταν ο παππούς τούς άνοιγε τα νόστιμα, μυρωδάτα και καλοψημένα σάντουιτς, διαψεύδοντας τη μητέρα τους που ισχυριζόταν με παράπονο πως «είναι δύσκολα τα παιδιά μου στο φαγητό».
Κάποια στιγμή ήρθε και η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ραδιοτεχνίτη που περίμενε ο Παναγιώτης, όμως ήταν πλέον αργά γι’ αυτήν. Ο κύβος είχε ριφθεί. Έτσι ο Παναγιώτης ,αντί για ηλεκτρονικός-ραδιοτεχνίτης, έγινε ο πρωτοπόρος και ο μαιτρ του «γρήγορου φαγητού» στη Σπάρτη. Πολλή δουλειά από την πρώτη μέρα, πολλές βοήθειες από την οικογένεια (ιδιαίτερα από την αδερφή του τη Γιούλα) και όταν χρειάστηκε, ο Παναγιώτης έδωσε δουλειά ΚΑΙ σε νέους ανθρώπους της πόλης. Σε περιόδους που δούλεψε το μαγαζί τελείως μόνος, έμενε στο πόστο του έως και 17 ώρες την ημέρα, με συνεχές ωράριο!!!
Μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, όλο και περισσότερος κόσμος της Σπάρτης εμπιστευόταν το σαντουιτσάδικο ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ και το επέλεγε για φαγητό. Στην πορεία, με παράδειγμα και υπόδειγμα το ΦΑΣΤ ΦΟΥΝΤ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ άνοιξαν κι άλλα παρόμοια μαγαζιά στη Σπάρτη, όμως το κατάστημα ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ, ως πρωτοπόρο, είχε γίνει πλέον κλασικό. Με αγώνα πολύ και φροντίδα, έγραψε, για πολλά χρόνια, την δική του ιστορία στην εστίαση και στην κατηγορία γρήγορο φαγητό, ώσπου έφτασε η ώρα να πέσουν οι τίτλοι του τέλους. Είναι οι στιγμές εκείνες που οι άνθρωποι και τα πράγματα δηλώνουν, με τον τρόπο τους ο καθένας, πως είναι ώρα, επιτέλους, για ξεκούραση. Ίσως γι’ αυτό, στα 2012, η φημισμένη μηχανή παγωτού Caprigianni, το καμάρι του μαγαζιού ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ και το δεξί του χέρι, «δήλωσε κουρασμένη» και παρουσίασε προβλήματα λειτουργίας. Ο Παναγιώτης την επισκεύασε, αλλά δεν ήταν πια εκείνη η «νέα» μηχανή, που ακούραστα, επί τόσα χρόνια, πρόσφερε στους πελάτες το φίνο και αγνό παγωτό της. Να πάρει καινούρια μηχανή δεν τον συνέφερε τον Παναγιώτη, γιατί ήδη είχε αρχίσει να αχνοφέγγει η συνταξιοδότησή του. Καθυστέρησε, για κάποια χρόνια τις αποφάσεις του με την ελπίδα μήπως κάποιο από τ’ ανίψια του συνεχίσει τη λειτουργία του καταστήματος, αλλά η ελπίδα δεν άνθισε. Έτσι, στα 2015, ο Παναγιώτης αποφάσισε, με πόνο ψυχής είναι αλήθεια, να κλείσει το μαγαζί του και μάλιστα την ίδια ακριβώς ημερομηνία που το είχε ανοίξει: Στις 26 Σεπτεμβρίου 2015, ύστερα από 33 ολόκληρα χρόνια συνεχούς λειτουργίας!!!
Ένα κομμάτι της ζωής του Παναγιώτη, το πιο σημαντικό, όμορφο και δημιουργικό, το γεμάτο εμπειρίες, γνωριμίες και συναισθήματα ,έκλεινε κι άνοιγε ένα άλλο, εκείνο της ξεκούρασης, των αναμνήσεων αλλά και της αποτίμησης της μακρόχρονης πορείας. Μαζί του έκλεινε κι ένα κομμάτι της ζωής και της νεότερης ιστορίας της πόλης μας, αφού δεν μπορούμε να θυμόμαστε μια πόλη και να αφηγούμαστε το παρελθόν της χωρίς τις ιστορίες των ανθρώπων της.
Το μαγαζί, που επί τριάντα τρία χρόνια έσφυζε από ζωή, νυχθημερόν, άρχισε να βιώνει τη νέα εποχή, αυτήν της μοναξιάς των πραγμάτων: Οι πινακίδες στους τοίχους, οι μεγάλοι καθρέφτες, η βιτρίνα, το ψυγείο, τα σκαμπό, η μηχανή του παγωτού … «είπαν» όσα είχαν να πουν όταν σφράγισαν οι πόρτες, και ύστερα βουβάθηκαν καταφεύγοντας στον στοχασμό. Και το ρολόι του τοίχου παραιτήθηκε κι αυτό από το να μετρά τον χρόνο αφού δεν είχε πια καμιά σημασία και σταμάτησε στις 12 παρά 10 (ημέρα…νύχτα …ποιος ξέρει;).
Και μόνο όταν κανένας αμετανόητος λάτρης της μνήμης πλησιάσει στα θολά τζάμια του μαγαζιού και κοιτάξει μέσα, αναζητώντας το Χθες, ζωντανεύουν για λίγο τα άψυχα και οι πινακίδες παίρνουν χρώμα και φωνή και διαλαλούν όσα υπήρχαν κάποτε εκεί και όσα ετοίμαζε και σέρβιρε ο Παναγιώτης και πια όχι:
SANDWICH
ΠΑΡΙΖΑ ΤΥΡΙ 1,80
ΖΑΜΠΟΝ ΤΥΡΙ 1,80
TOAST
ΠΑΡΙΖΑ ΤΥΡΙ 1,70
ΖΑΜΠΟΝ ΤΥΡΙ 1,70
HAMBURGER 1,80
CHEESEBURGER 2,30
ΠΑΤΑΤΕΣ ΜΕΡΙΔΑ 1,50
ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ
COCA COLA 1,30
SPRITE 1,30
FANTA 1,30
AMITA ΛΑΚΩΝΙΑ
ΝΕΡΟ ΛΟΥΤΡΑΚΙΟΥ
ΦΙΑΛΗ 1 ½ ΛΙΤΡΟ
ΦΙΑΛΗ ½ ΛΙΤΡΟ 0,50
ΜΠΥΡΕΣ
AMSTEL ΦΙΑΛΗ 500 ΓΡ.
AMSTEL ΚΟΥΤΙ 330 ΓΡ.
ΗΑΙΝΕΚΕΝ ΦΙΑΛΗ 500 ΓΡ.
ΗΑΙΝΕΚΕΝ ΚΟΥΤΙ 330 ΓΡ.
ΠΑΓΩΤΑ
ΧΩΝΑΚΙ 1,00
ΚΥΠΕΛΟ ΑΠΛΟ 1,40
ΚΥΠΕΛΟ SPECIAL 2,00
MILK SHAKE 1,50
Παρέμεινε ως είχε το κλειστό κατάστημα «ΠΑΓΩΤΑ-ΣΑΝΤΟΥΙΤΣ-ΤΟΣΤ, Βαρβιτσιώτης» (πολλές φορές οι άνθρωποι αφήνουμε τους χώρους που ζήσαμε απείραχτους, για να έχουμε την αίσθηση πως τίποτε δεν άλλαξε και πως η ζωή συνεχίζεται). Κράτησε εφτά χρόνια αυτή η όμορφη και αναγκαία ψευδαίσθηση και σήμερα έχουν μπει στα τζάμια του μαγαζιού, τα πωλητήρια του εξοπλισμού, αυτά που γράφουν και υπογράφουν το οριστικό ΤΕΛΟΣ σε κάθε όμορφο Μυθιστόρημα της Ζωής των Μαγαζιών των Ανθρώπων.
Στο μεταξύ «έφυγαν», κοντά – κοντά, οι γονείς του Παναγιώτη, η μητέρα του η Ασπασία (2019) και λίγο μετά ο πατέρας του ο Στράτης (2021). Έζησαν μαζί κι αγαπημένοι χρόνια πολλά, το Χρέος τους προς τη Ζωή το έκαναν με το παραπάνω, έδωσαν στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους Ρίζες και Φτερά, δεν θέλησαν, όμως, να τους χωρίσει ούτε ο θάνατος. Κι αν έφυγαν… δεν έχουν φύγει. Όπως όλοι οι Γονείς του Ουρανού, είναι οι απουσιάζοντες – παρόντες, οι άνθρωποι που βρίσκονται ολοζώντανοι δίπλα σου, με σάρκα και οστά, που τους αγγίζεις, νιώθεις την ανάσα τους, τους μιλάς, τους ακούς και ξέρεις πως οι φτερούγες τους είναι απλωμένες σαν προστασία, σαν ευλογία και αγάπη αιώνια πάνω σου και πάνω από τη ζωή σου.
Κι ο Παναγιώτης, σήμερα, κάτω απ’ αυτές τις Φτερούγες, οδηγεί, πλέον, το όχημα της μνήμης, αυτό που δεν ταξιδεύει μόνο στη δική του τη ζωή αλλά και στο συλλογικό παρελθόν μας, στις ιστορίες και τις μνήμες όλων μας, αφού ο κάθε άνθρωπος είναι ό,τι έχει ζήσει, ό,τι θυμάται, ό,τι άφησε πίσω του σαν ίχνος και αποτύπωμα ζωής.
Να είναι πάντα καλά ο Παναγιώτης Βαρβιτσιώτης του Ευστρατίου και της Ασπασίας, και τον ευχαριστώ που μου άνοιξε διάπλατα το βιβλίο της ζωής του και το μοιράστηκε μαζί μου.
«Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο!
Τα πιο ωραία ποιήματα δε θα γραφτούν ποτέ…»
Τάσος Λειβαδίτης — «Αντίο»
Σπάρτη 8-5-2023
Βαγγέλης Μητράκος