Γιορτάζουμε γιά μιά φορά ἀκόμη τοῦ Χριστοῦ μας τή Γέννηση. Πανηγυρίζουμε τό μοναδικό γεγονός πού χώρισε τήν ἱστορία σέ δυό περιόδους καί μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία νά βεβαιωθοῦμε καί πάλι, γιά τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη πού τρέφει γιά μᾶς ὁ Θεός.
Θά μείνουμε καί ἐφέτος κατάπληκτοι βλέποντας στήν ταπεινή φάτνη «τόν ποιητήν τῶν ὅλων» μέ τήν μορφή ἑνός ἀδύναμου βρέφους καί θά θαυμάσουμε «τήν ἄφατον πρός ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν».
Ἡ ἔκπληξη ὅμως καί ὁ θαυμασμός εἶναι μέν συναισθήματα ἐπαινετά, ἀλλ’ ὄχι καί τά σπουδαιότερα.
Εἶναι ἀνάγκη, ἀναλογιζόμενοι τήν ἀπροσμέτρητη ἀγάπη Του, πρός τόν ἄνθρωπο, νά αὐξήσουμε καί ἐμεῖς τήν ἀγάπη μας, πρός τόν συνάνθρωπο.
Ἐκείνου ἡ ἀγάπη στόν κόσμο ἐστοίχισε τήν σάρκωσή Του, τά ἅγια Πάθη, τόν ζωοποιό σταυρό καί τόν θάνατο. Ἡ ἀγάπη ἡ δική μας, πρός τόν συνάνθρωπο δέν εἶναι τόσο ἀπαιτητική μά δέν μπορεῖ νά εἶναι μόνο στά λόγια περιορισμένη. Ὅλοι ἔχομε εὐθύνη γιά ὅλους, γιατί ὁ Θεός ἐμπιστεύεται αὐτούς πού ἀγαπᾶ, σ’ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν.
Δέν εἶναι δυνατόν ἑπομένως, ὁ ἕνας νά τρώγει καί νά χαίρεται ὅταν ὁ ἄλλος, πού δέν εἶναι ξένος οὔτε ἐχθρός του, ἀλλά ἀδελφός του, νά πεινάει καί νά κλαίει. «Εἶδες τόν ἀδελφό σου, εἶδες τόν Θεό σου» λένε οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες.
Εἶναι ἀνάγκη τόν πλησίον μας νά τόν ἰδοῦμε σάν δικό μας, νά τόν ἀγαπήσουμε, ὅπως τόν ἑαυτό μας, καί νά τοῦ θεραπεύσουμε τίς πληγές, πού ἡ φτώχεια καί ἡ ἀρρώστια ἤ ἡ ἁμαρτία τοῦ ἔχουν δημιουργήσει.
Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό ἀπαιτεῖ ὁ ἀνθρωπισμός μας. Αὐτό εἶναι καί ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα μηνύματα, πού μᾶς δίδει ἡ μεγάλη γιορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου, Ἐκείνου πού εἶναι «ἐλαττόνων βοηθός, ἀντιλήπτωρ ἀσθενούντων, ἀπεγνωσμένων σκεπαστής καί τῶν ἀπηλπισμένων βοηθός» (Ἰουδ. 9,11).
+ Ο Μονεμβασίας και Σπάρτης ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ