Ένα από τα έργα που ξεχωρίζουν μεταξύ των 1.670 εκθεμάτων της Συλλογής Έργων Μεταλλοτεχνίας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου είναι το άγαλμα της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας , που βρέθηκε στην Ακρόπολη της Αρχαίας Σπάρτης .
Πρόκειται για χάλκινο άγαλμα της ρωμαϊκής περιόδου , που αναπαριστά την Ιουλία Ακυλία , αυτοκράτειρα της Ρώμης , δεύτερη και τέταρτη σύζυγο του Μάρκου Αυρήλιου Αντωνίνου Αύγουστου (Marcus Aurelius Antoninus, 203-222 μ.Χ. ), γνωστού , κοινώς , ως Ηλιογάβαλου ή Ελαγάβαλου (Heliogabalus ή Elagabalus), Ρωμαίου αυτοκράτορα της δυναστείας των Σεβήρων.
Το οικοδόμημα τη; Αρχαίας Σπάρτης στο οποίο βρέθηκε το άγαλμα της Ακυλίας Σεβήρας είναι γνωστό ως «Αγορά» ή «Περσική Στοά» και ήταν μια μεγάλων διαστάσεων στοά , με τοίχους κατασκευασμένους κατά τον πολυγωνικό τρόπο δόμησης από μεγάλους πωρόλιθους , με εξαίρεση το ανώτερο τμήμα τους που είναι κατασκευασμένο από ασβεστόλιθους κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα . Από ασβεστόλιθους και κατά τον ίδιο τρόπο έχουν κατασκευαστεί και τα εγκάρσια προς τους τοίχους τοιχία , που διαμορφώνουν μικρούς χώρους στο εσωτερικό της στοάς . Η κατασκευή του μνημείου αυτού χρονολογείται κατά τον 4ο ή 3ο αι. π.Χ. κι έχει συνδεθεί με την Περσική Στοά που κατασκευάστηκε από τα λάφυρα των περσικών πολέμων κι εντυπωσίασε τον περιηγητή Παυσανία . Τη στέγη αυτής της εντυπωσιακής Στοάς την στήριζαν , αντί κιόνων , αγάλματα αιχμαλώτων Περσών από λευκό μάρμαρο , πάνω σε βάθρα .
Το άγαλμα της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας , βρέθηκε κατά τις ανασκαφές του 1964 από τον Χρύσανθο Χρήστου , στο μνημειακό στωικό οικοδόμημα της Ακρόπολης της Αρχαίας Σπάρτης , σε ύπτια θέση , σε εσωτερική γωνία του οικοδομήματος . Η γυναίκα φορά χιτώνα και ιμάτιο , προβάλλει ελαφρά το δεξιό πόδι και το χέρι της είναι στραμμένο με την παλάμη προς τα πάνω , σε θέση ικεσίας . Ο τύπος της κόμμωσης είναι χαρακτηριστικός για τη δυναστεία των Σεβήρων και θα έφερε στεφάνη .
Η Ιουλία Ακυλία Σεβήρα , κόρη του Quintus Aquilius , ανήκε στις Εστιάδες Παρθένες , αλλιώς τις Βεσταλίνες (Βέστα = Εστία) , γι’ αυτό και ο γάμος της με τον Ελαγάβαλο θεωρήθηκε σκάνδαλο της εποχής , αφού παραβίαζε τον τριακονταετή όρκο αγαμίας των «Εστιάδων Παρθένων» . Θεωρείται ότι υπήρχαν θρησκευτικοί λόγοι για τον γάμο αυτό , επειδή ο Ελαγάβαλος πίστευε στον Θεό Ήλιο της Ανατολής (El-Gabal) και ο γάμος του αυτός συμβόλιζε το γάμο του θεού με την Εστία . Ο γάμος ανακλήθηκε γρήγορα και ο Ελαγάβαλος εξαναγκάστηκε , σχεδόν , να παντρευτεί την Άννια Φαυστίνα . Σύντομα , όμως , χώρισε και έφερε πίσω , ως σύζυγό του , την Ιουλία Ακυλία , υποστηρίζοντας πως το αρχικό διαζύγιο ήταν άκυρο . Έμειναν μαζί μέχρι τη δολοφονία του το 222 μ.Χ., χωρίς να μαρτυρείται , απαραίτητα , πίστη ή έρωτας .
Η θέαση του χάλκινου αγάλματος της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας προκαλεί , εκτός από θαυμασμό , ένα ιδιαίτερο δέος , αφού το πρόσωπό της είναι «βίαια» παραμορφωμένο (τσακισμένο) από κάποιο χτύπημα (ή χτυπήματα) . Αυτή η «ασεβής» φθορά στο πρόσωπο της αυτοκράτειρας , έχει δημιουργήσει δύο υποθέσεις :
Η μία υπόθεση λέει ότι η φθορά στο πρόσωπο προκλήθηκε από την κατάρρευση του κτιρίου στο οποίο βρισκόταν το άγαλμα , λόγω πυρκαγιάς , η δε άλλη ότι , ίσως , πρόκειται για «καταδίκη της μνήμης» (damnatio memoriae) , λόγω της παραβίασης του όρκου της τριακονταετούς αγαμίας που είχε δώσει η Ιουλία Ακυλία ως Ιέρεια της Εστίας .
Στην αρχαία Ρώμη η Σύγκλητος επέβαλλε την «καταδίκη μνήμης» (damnatio memoriae) σε περιπτώσεις επιφανών προσώπων που είχαν εμπλακεί σε συνομωσίες , κρίθηκαν ένοχοι προδοσίας , θεωρούνταν επικίνδυνοι για την ασφάλεια του κράτους ή είχαν πέσει σε δυσμένεια . Η «καταδίκη μνήμης» ήταν ατιμωτική και πρακτικά σήμαινε την απάλειψη κάθε μαρτυρίας της ύπαρξης του προσώπου εκείνου και την καθολική διαγραφή του από το δημόσιο κλίμα , σαν να μην είχε ποτέ υπάρξει . Η ρωμαϊκή Σύγκλητος αποφάσιζε για τη δήμευση της περιουσίας του καταδικαζομένου, την απόσυρση , διασκευή ή καταστροφή γλυπτών και άλλων απεικονίσεών του και , φυσικά , την απόξεση του ονόματός του από επιγραφές και δημόσια κείμενα . Παρ’ όλα αυτά , δεν μαρτυρείται ιστορικά κάποια καταδίκη της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας, που να δικαιολογεί την ποινή αυτή , την οποία υπέστησαν άλλες γυναίκες της δυναστείας των Σεβήρων , όπως η Ιουλία Μαμαία (μητέρα του Αλέξανδρου Σεβήρου και συναυτοκράτειρα) , η Πλαυτίλλα, (σύζυγος του Καρακάλλα) και η Άννια Φαυστίνα (τρίτη σύζυγος του Ελαγαβάλου).
Σε κάθε περίπτωση , επειδή το ενδεχόμενο «καταδίκης της μνήμης» παραμένει ανοιχτό , οι συντηρητές των μνημείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου «σεβάστηκαν» τη φθορά του αγάλματος και δεν την αποκατέστησαν . Πρόκειται για μια παραμόρφωση που κάνει τον επισκέπτη του Μουσείου , αν δει έστω και μια φορά το άγαλμα της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας , να μην την ξεχάσει ποτέ στη ζωή του.
Η μορφή της Ιουλίας Ακυλίας Σεβήρας απεικονίστηκε και σε αργυρό δηνάριο του 220-221 & 221-222 μ.Χ. όπως μαρτυρά εύρημα από την πόλη Γέρμα της βορειοδυτικής Γαλατίας . Στη μια πλευρά του νομίσματος εικονίζεται η αυτοκράτειρα Ιουλία Ακυλία Σεβήρα , σε προτομή και σε πλάγια όψη του προσώπου , φέροντας την χαρακτηριστική κόμμωση και στην άλλη πλευρά του νομίσματος εικονίζεται ολόσωμη , να προσφέρει θυσία σε βωμό .
Επομένως , η Σπάρτη , εκτός από τον «κρυμμένο» μνημειακό της πλούτο που μάταια περιμένει τις ανασκαφές για να έρθει στο φως , έχει κι έναν άλλο αρχαιολογικό πλούτο που βρίσκεται εκτός Σπάρτης , μέρος του οποίου θα πρέπει να διεκδικήσει αρμοδίως , με συνέπεια κι επιμονή , ώστε , τόσο το υπό ανακαίνιση παλαιό Μουσείο της , όσο και το νέο Μουσείο (όταν με το καλό υλοποιηθεί) να έχουν να παρουσιάσουν εκθέματα αντάξια της ιστορίας και του πολιτισμού της , εκθέματα που της δικαιωματικά της ανήκουν .
Βαγγέλης Μητράκος