Μέχρι να πεθάνουμε, δεν θα πάψουμε ποτέ να ζητάμε μικρές και μεγάλες συγγνώμες από τους γονιούς μας κι ας έχουν φύγει απ’ τη ζωή. Ευτυχώς, είναι σίγουρο, ότιπριν ακόμα ζητήσουμε τη συγγνώμη, την έχουμε ήδη λάβει, σαν κομμάτι της ψυχής εκείνων που μας αγάπησαν πιο πάνω απ’ τον καθένα σε τούτη εδώ τη ζωή.
Ας δούμε, λοιπόν, για μια «συγγνώμη» που δεν ζητήθηκεόταν έπρεπε και που σήμερα είναι αργά να ζητηθεί:
Το ρύζι δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι μας, μιας και ήτανε η βασική τροφή της φτώχειας. Μας έστελνε η μάνα μας στο μπακάλικο της γειτονιάς να πάρουμε μισό…ένα κιλό ρύζι. Μόνο «ρύζι» έλεγε:
-Πήγαινε στου Λουμάκη να πάρεις ένα κιλό ρύζι.
Γιατί τότε δεν υπήρχανε πολλά ρύζια: Ούτε καρολίνα, ούτε νυχάκι, ούτε μπόνετ, ούτε αρμπόριο, ούτε μπασμάτι, ούτε… . Το μόνο ρύζι που υπήρχε στα μπακάλικα και που το τρώγανε όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, μικροί και μεγάλοι ήτανε το γλασέ, εκείνο το κοντόκοκο, στρογγυλό και άσπρο ρύζι, που περίμενε υπομονετικά μέσα στο σακί ή στην προθήκη του μπακάλη, μαζί με τη σέσουλα, για να το αγοράσουμε. Ο μπακάλης, ανάλογα με την παραγγελία, έπιανε το ρύζι με τη σέσουλα, το ’ριχνε μέσα σε μια χάρτινη σταχτιά σακούλα, το ζύγιαζε στην παλιά ζυγαριά, πρόσθετε ή αφαιρούσε με τη σέσουλα μέχρι τα «κοκοράκια» της ζυγαριάς να ισορροπήσουν κι ύστερα έκλεινε όμορφα και νοικοκυρεμένα τη σακουλίτσα, μας την έδινε, πληρώναμε και φεύγαμε ολοταχώς για το σπίτι όπου η μάνα περίμενε για να μαγερέψει.
Με το ρύζι αυτό, το γλασέ, όλες οι νοικοκυρές και οι μανάδες (τότε) φτιάχνανε τα πάντα: και σούπες, και λαπά, και ρυζόγαλο αλλά και κρέμες για τα μωρά. Γι’ αυτές τις τελευταίες τρίβανε το ρύζι κυλώντας πάνω του σφιχτά ένα άδειο γυάλινο μπουκάλι, το «αλέθανε» πολύ ψιλό και ύστερα το ανακατεύανε με γάλα και ζάχαρη (μπορεί να ρίχνανε και λίγο «κορν–φλάουρ») και είχανε μια ωραία και θρεπτική κρεμούλα που τα μωρά, αλλά και τα μικρά παιδόπουλα, δεν τη χορταίνανε.
Η μάνα μου με το ρύζι αυτό, το γλασέ, έφτιαχνε συνήθως λαπά τις καθημερινές και κρέας με ρύζι κάποιες Κυριακές και γιορτές.
Ο λαπάς θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το εθνικό φαγητό της οικογένειας των παλαιών εποχών. Απλό, απλούστατο φαγητό, φτηνό, γρήγορο, με μεγάλη θρεπτική αξία και υγιεινότατο:
Νερό στην κατσαρόλα, λίγο λάδι, αλατάκι και βράσιμο. Όταν το νερό έπαιρνε βράση ρίχνανε το ρύζι γλασέ χωρίς να το ξεπλύνουνε (για να μην του φύγει κόλλα που έκανε καλό στο στομάχι και στα έντερα), το βράζανε μέχρι να μαλακώσει καλά, το κατεβάζανε από τη φωτιά και ο λαπάς ήτανε έτοιμος για σερβίρισμα. Με την κουτάλα γεμίζανε ένα βαθύ πιάτο, ρίχνανε (αν θέλανε) λίγο λάδι ωμό από πάνω, κι άλλο αλάτι αν χρειαζότανε, λίγο πιπέρι (όποιος το ήθελε λίγο πικάντικο) και λεμόνι ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ, αφού ο λαπάς γύρευε το λεμόνι και το λεμόνι τον λαπά.
Ο λαπάς ήτανε και το φαγητό γιατροσόφι για τους άρρωστους του καιρού εκείνου ιδιαίτερα για όσους είχανε προβλήματα με το στομάχι τους και με την κοιλιά τους. Μόλις τρώγανε μερικά πιάτα λαπά με μπόλικο λεμόνι όλα έρχονταν στη θέση τους χωρίς φάρμακα και άλλα γιατρικά.
Εκτός από τον «λαπά», το άλλο, το καλό φαγητό, που έφτιαχνε η μάνα μου, η Παναγιώτα, με το ρύζι γλασέ και με κρέας ήτανε μια μαγεία της γεύσης, ένα φαγητό που μπορεί σήμερα να έχει ξεχαστεί από την ελληνική οικογένεια αλλά που τότε ήτανε γεύμα για μερακλήδες και καλοφαγάδες. Η μάνα μου δεν ήξερε πώς το λέγανε αυτό φαγητό. Εκείνη το έλεγε: «Κρέας με ρύζι». Αφού μεγαλώσαμε, μάθαμε πως αυτό το φαΐ το λέγανε «Ατζέμ πιλάφι», αλλά η μάνα μας στάθηκε ανένδοτη να αλλάξει στο φαΐ της όνομα:
«Τι τζεμ, ατζέμ και παπατζέμ μου λέτε… κρέας με ρύζι είναι»!!!
Για να φτιάξει το «κρέας με ρύζι», έπαιρνε το κρέας κομμένο σε μικρά κομμάτια και το τσιγάριζε με λάδι και ψιλοκομμένο κρεμμύδι στην κατσαρόλα. Όταν έπαιρνε χρώμα και το τσιγαρισμένο κρεμμύδι ξελίγωνε τη γειτονιά με τη μυρουδιά του, έριχνε μέσα νερό, μπελντέ, αλάτι και πιπέρι, έβαζε το καπάκι στην κατσαρόλα και το άφηνε να σιγοβράσει στην γκαζέρα. Όταν κόντευε να γίνει το κρέας έριχνε και το ρύζι γλασέ κι όταν κρέας και ρύζι ήτανε έτοιμα έκανε το εξής «μαγικό»: Έκαιγε λίγο λάδι στο τηγάνι κι έτσι καυτό όπως ήτανε το έριχνε στην κατσαρόλα. «Ζεμάταγε» το φαΐ, όπως έλεγε. Ύστερα, το ανακάτευε με την ξύλινη κουτάλα κι έβαζε στα πιάτα για να φάμε.
Θα ’θελα πάρα πολύ να περιγράψω τη νοστιμιά αυτού του φαγητού, αλλά δεν μπορώ. Είναι κάτι που με ξεπερνάει.
Τέλος, με το ρύζι γλασέ έκανε η μάνα μας και ωραία γεμιστά (ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, κολοκυθάκια) που τα ’στελνε στο φούρνο της γειτονιάς αλλά και νόστιμα ντολμαδάκια με τα τρυφερά φύλλα που μάζευε την άνοιξη από τις κληματαριές της αυλής και του κήπου και μετά τα «μπούρλιαζε» σε μια κλωστή κουβαρίστρας και τα κρέμαγε από μια πρόκα του τοίχου μέχρι να ξεραθούν. Μερικές φορές, το καλοκαίρι που έβγαζαν λουλούδια οι κολοκυθιές έκανε και μια παραλλαγή του ντολμά, γεμίζοντας (αντί για τα κληματόφυλλα) τα λουλούδια της κολοκυθιάς!!! Πραγματικά αξέχαστα!!!
Αυτά, λοιπόν, γίνονταν στο σπίτι μας, τότε, με το ρύζι γλασέ, αυτά ξέραμε κι εμείς τα παιδιά κι αυτά τρώγαμε, ώσπου ένα καλοκαίρι του ’60 είχαμε ανατροπές:
Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε για μερικές εβδομάδες, οικογενειακώς, στο χωριό της μάνας μου, το Κουρουνιού, απέναντι από την Καρύταινα της Αρκαδίας.
Παίρναμε το λεωφορείο από τη Σπάρτη, αλλάζαμε λεωφορείο στην Τρίπολη, κατεβαίναμε στη Μεγαλόπολη, μπαίναμε στο λεωφορείο που πήγαινε στην Ανδρίτσαινα, και λίγο μετά το μεγάλο γεφύρι του Αλφειού, στη θέση «Βάτος», κατεβαίναμε από το λεωφορείο, φορτώναμε τα πράγματα στα ζώα του θείου μου του Νίκου που ειδοποιημένος μας περίμενε εκεί και ανηφορίζαμε τον φιδωτό χωματόδρομο μέχρι να φτάσουμε στο χωριό.
Εκείνο, λοιπόν, το καλοκαίρι του ’60,σταματήσαμε στην Τρίπολη, μεσημεράκι ήτανε, και πήγαμε σ’ ένα εστιατόριο για να φάμε. Μες στα φαγητά που μας πρότεινε ο σερβιτόρος ήτανε και το «πιλάφι». Πιλάφι σκέτο, δηλαδή, γιατί με κρέας ήτανε απλησίαστο για το πορτοφόλι μας. Αυτό διαλέξαμε εμείς, τα τρία αδέρφια, ο πατέρας και η μάνα μας δεν θυμάμαι τι διάλεξαν.
Σε λίγο ο σερβιτόρος μας έφερε τα φαγητά και αρχίσαμε να τρώμε. Εμείς τα παιδιά, μαθημένα στον λαπά και στο «κρέας με ρύζι» πρώτη φορά βλέπαμε και τρώγαμε πιλάφι. Το ρύζι ήτανε σπυρωτό, όχι λαπάς, επάνω είχε ρίξει ο μάγειρας λίγη κόκκινη σαλτσούλα από κρέας κοκκινιστό και είχε πασπαλίσει και τριμμένο κεφαλοτύρι. Μας φάνηκε δεν ξέρω «τι» αυτό το πιλάφι. Μαγευτήκαμε! Πήγαμε στο χωριό, γυρίσαμε στη Σπάρτη και γίναμε βάρος στη μάνα μας:
-Μάνα θέλουμε πιλάφι σαν της Τρίπολης. Μάνα, φτιάξε μας πιλάφι.
Πού να ξέρει η μάνα μας, η κακομοίρα, πώς γίνεται το πιλάφι. Αυτή μόνο λαπά ήξερε να κάνει. Είδε κι απόειδε λέει μια μέρα:
-Εντάξει, σήμερα θα σας φτιάξω πιλάφι.
Χαρές και πανηγύρια εμείς. Περιμέναμε πώς και πώς να μεσημεριάσει για να γευτούμε το «πιλάφι της Τρίπολης».
Ήρθε κάποια στιγμή η ώρα του φαγητού, μας βγάζει η μάνα μας τρία πιάτα στο τραπέζι με … λαπά. Η καημένη,αφού δεν ήξερε πώς και με τι ρύζι γίνεται το πιλάφι, ακολούθησε τη συνταγή του λαπά, μόνο που τον άφησε να σφίξει περισσότερο από το συνηθισμένο, να μην έχει ζουμί, και στο πλάι, μας είχε βάλει και από δυο φετούλεςσαλάμι.
Και μόνο που το είδαμε απογοητευθήκαμε και τα βάλαμε με τη μάνα μας (μερικές φορές τα παιδιά γίνονται πιο σκληρά κι απ’ τους πιο σκληρούς ανθρώπους):
–Βρε μάνα, αυτό δεν είναι πιλάφι. Αυτό είναι λαπάς. Δεν ξέρεις να φτιάχνεις πιλάφι; Πώς είναι έτσι το ρύζι; Πού είναι η σάλτσα και το τριμμένο τυρί. Ποπο… παλιοφαγητό… δεν τρώγεται…
Η κακομοίρα η μανούλα μας δεν έλεγε τίποτε. Είχε, μόνο, πάει στο νεροχύτη, εκεί στο χειμωνιάτικο, με την πλάτη γυρισμένη προς εμάς, έκανε ότι έπλενε κάτι στοννιφτήρα, αλλά μάλλον έκλαιγε.
Κι εμείς συνεχίζαμε να τις πετάμε κουβέντες-μαχαίριακαι να την πληγώνουμε.
Ούτε της ζητήσαμε και ποτέ συγγνώμη. Πού και πού, στις μαζώξεις τις οικογενειακές, λέγαμε για το περιστατικό με το πιλάφι και γελούσαμε. Γέλαγε και η μακαρίτισσα η μάνα μας, αλλά φαινότανε στα μάτια της ότι εκείνο το δάκρυ που της δώσαμε τότε δεν είχε ακόμα στεγνώσει. Βέβαια, ποτέ δεν μας είπε τίποτε. Εδώ μας είχε συγχωρέσει με τη μεγάλη και αθώα καρδιά της μάνας τόσα και τόσα, θα μας κρατούσε κακία για ένα πιλάφι;
Πέρασαν οι καιροί, ξεχάστηκε το πιλάφι κι ο λαπάς, όμως μέσα μου, εμένα, με τριβέλιζε, χρόνια και χρόνια(και με τριβελίζει ακόμα) εκείνη η μεγάλη και άδικη πίκρα που έδωσα, τότε, μαζί με τ’ αδέρφια μου, στη μανούλα μας.
Και τώρα που η μάνα έχει φύγει, αυτό μας το «αμάρτημα» μένει ακόμα ζωντανό μέσα μου, μαζί με άλλα που δεν πρόλαβα να σβήσω λέγοντας τις «συγγνώμες» της αγάπης. Βλέπεις, έχουμε οι άνθρωποι την εντύπωση πως είμαστε αθάνατοι και πως θα έχουμε καιρό να ζητήσουμε τις «συγγνώμες» που χρωστάμε,ώσπου έρχεται μια στιγμή που η πόρτα της συγγνώμης κλείνει για πάντα κι ερμητικά και τίποτε, πια, δεν μπορεί να την ανοίξει.
Παρ’ όλα αυτά … :
-Μάνα, συγγνώμη για το πιλάφι. Τα φαγιά που εσύ μέσα στη φτώχεια σου έφτιαχνες για μας, τότε, ήτανε πιο καλά κι απ’ το καλύτερο πιλάφι του κόσμου, πιο νόστιμα κι απ’ τα βασιλικά φαγητά των παραμυθιών που μας έλεγες.
Βαγγέλης Μητράκος