Το Έπος του ’40 ήταν μια μεγαλειώδης και ανεπανάληπτη στιγμή της Ελληνικής ιστορίας . Ήταν η στιγμή που ένας μικρός , φτωχός αλλά περήφανος Λαός, με όπλα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και χωρίς πολλά εφόδια , αντιμετώπισε τη φασιστική Ιταλία , μιαν αυτοκρατορία της εποχής , πάνω στα χιονισμένα και κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου κι έδωσε την πρώτη νίκη στους ελεύθερους Λαούς, που αγωνίζονταν κατά του Άξονα .
Πολλοί έχουν γράψει την ιστορία του Έπους του ’40 , ο καθένας απ’ τη δική του σκοπιά . Όμως , η αληθινή ιστορία ανήκει σ’ εκείνους που την έγραψαν στην Πίνδο και στη Βόρεια Ήπειρο με το αίμα τους και με τη φλόγα της καρδιάς τους . Την αληθινή ιστορία του Έπους του ’40 την έχουν κλείσει μέσα στα γράμματα που έστελναν από το μέτωπο οι Έλληνες φαντάροι , σ’ εκείνους τους αγαπημένους που άφησαν πίσω :
1 . Γράμμα σέ αδελφή : «Μανταρίνια βάλσαμο»!
(Κάπου στό Μέτωπο 29/11/40)
«Αδελφούλα μου,
Ο Θεός σέ φώτισε καί μέσα στό δέμα πού μού στείλατε, έβαλες τά πέντε κείνα μανταρίνια … Μόλις τάνοιξα κι’ αντίκρυσα τόν κίτρινο θησαυρό τού νησιού μας, δάκρυσα … Τά καθάρισα, τά χώρισα σέ φέτες καί τά φάγαμε μέ τ’ άλλα φανταράκια τής διμοιρίας μου.
Σέ βεβαιώ πώς ούτε τά τσοφλάκια δέν πετάξαμε …
Αδελφούλα μου, σωστό βάλσαμο ήταν γιά τίς διψασμένες ψυχές μας. Λές καί πήραμε νέες δυνάμεις … Αδελφούλα μου, νικούμε παντού! Η Παναγία, ολοζώντανη, μάς ακολουθεί. .. Παρακαλείτε καί σείς όσο μπορείτε γιά τήν σύντομη τελική νίκη!
Γειά σου Αδελφούλα μου»
Εφ. Η Πρόοδος, 17.12.1940
2.Κάτω από μίαν αλβανική εληά
«Σάς γράφω κάτω από μίαν αλβανική εληά. Κάνω στρατηγικά σχέδια, πώς θά μπώ στά Τίρανα γρηγορώτερα. Διέκοψα τό γράμμα μου γιά 20 λεπτά, γιατί τρία ιταλικά αεροπλάνα μάς έρριξαν μερικές εληές (βόμβες) καί μάς σκότωσαν, ώ! τού θαύματος, ένα μουλάρι άρρωστο! Παναθεμά τους τί θόρυβο κάνουν’ σφυρίζουν δαιμονισμένα. Εάν πήτε καί γιά τίς βόμβες τους’ ευτύχημα είναι πώς σκοπεύουν εμάς καί πέφτουν 500 μέτρα μακρυά μας. Μακρυά, σέ 2-3 χιλιάδες μέτρα, γίνεται αερομαχία, ωραίο θέαμα, μά τήν αλήθεια. Αλλά ο Ιταλός εχάθη στά σύννεφα.
Πότε θά σάς στείλω τό γράμμα μου, δέν ξεύρω. Έχετε γειά, γιά σήμερα.
Σάς φιλώ όλους. Ο υιός σας ΝΙΚΟΣ»
Εφ. Η Νίκη, 14.12 .. 1940
3.Πρωτοχρονιά στο Μέτωπο
Τ.Τ. 152 Τετάρτη , 1 Ιανουαρίου 1941 ώρα 0.5!
«Αγαπημένες µου,
Χρόνια πολλά. Μέ τό καλό ο καινούργιος χρόνος …
Είναι η πρώτη χρονιά, έπειτα από τόσα χρόνια, πού κάνω Πρωτοχρονιά μακρυά Σας …
Πάντα, αυτή τήν στιγµή, κάθε χρόνο, µέ αξίωνε ο Θεός νά κρατώ τό µαυροµάνικο µαχαίρι τού σπιτιού γιά νά κόψω από τήν πήττα πού φιλοτεχνούσαν δυό αγαπηµένα χεράκια, τό κοµµάτι τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Σπιτιού, … γύρω από τό στολισµένο τραπέζι µας. Κι’ ερχόταν τότε η αγωνία τής τύχης τού νοµίσµατος. Ποιός θά είναι ο τυχερός τής χρονιάς; Σέ ποιανού κοµµάτι θά βρεθη τό νόµισµα; Α! όχι, εφέτος τήν ωραία Πρωτοχρονιά τού 41, εγώ, παιδιά µου, είμαι ο τυχερός!
Σέ µένα έπεσε τό ανεκτίµητο νόµισµα νά έλθω εδώ επάνω στά Αλβανικά βουνά, νά ακούω, κι’ αυτή τήν στιγµή ακόµη, τό Βαρύ Πυροβολικό µας νά κτυπά αλύπητα τόν δρόµο πού ακολουθούν, φεύγοντας πανικόβλητοι οι κατακτηταί τής Ρώµης, πού νόµισαν πώς µπορούσαν νά ποδοπατήσουν τήν Ελλάδα µας.
Σ’ εµένα έλαχε νά ιδώ τά µέρη όπου τό Σύν/µά µας τού Ιππικού απεδεκάτισε τήν Μεραρχία τους, τήν περίφηµή τους «Τζούλια».
Σ’ εµένα έλαχε νά ακούσω άλλον αξιωµατικόν νά διηγείται πώς µέ 187 άνδρες εκράτησε έξ χιλιάδες Ιταλούς.
Εγώ είµαι ο τυχερός πού βλέπω κάθε µέρα τά κατσάβραχα, τά απρόσιτα καί στά γίδια ακόµη, όπου σκαρφάλωσαν οι θρυλικοί φαντάροι µας µέ τήν λόγχη, αψηφώντας τούς παντοειδείς όλµους καί ολµάκια πού διέθεταν αυτοί οι τσαρλατάνοι, πού έβαλαν τούς χάρτες κάτω καί εκοβαν τήν Ελλάδα σάν πρωτοχρονιάτικη πήττα.
Εγώ, έχω τόν µεγάλο κλήρο νά υπηρετώ τήν Ελλάδα µαζί µέ τά άλλα παιδιά της.
Νά µέ συµπαθάτε όµως … Όταν µιλά κανείς γιά τόν αφάνταστο καί ανυπέρβλητο ηρωισµό τού Ελληνικού Στρατού παρασύρεται αθελά του …
(…) Ήλθε, Πάκι µου, ο Άγιο-Βασίλης εφέτος; Γουρλώσανε πάλι τά δυό σου γαλανά µατάκια, όταν άναψαν τά φώτα, µπροστά στά δώρα πού σού έφερε ο καλός Άγιος; Γιά µένα, είναι η καλλίτερη Πρωτοχρονιά τής ζωής µου, σείς πώς υποδεχθήκατε τόν καινούργιο Χρόνο;
Πολλά φιλιά , Ευάγγελος»
(Γράµµα Ευάγγελου Νοµικού)
4. Ο πατέρας σκοτώνεται ηρωικά στο Μέτωπο . Το παιδί του θα γεννηθεί ορφανό στα μετόπισθεν.
Μέτωπον 13/1/41
«Αγαπητέ αδελφέ Μανώλη
Γειά σου
Πήρα δύο γράµµατά σου καί ευχαριστήθην πού είσθε καλά. Καί τώρα, θά σού γράψω σχετικώς διά τόν στρατιώτην µου Μάρκον Δισακιάν ο οποίος έπεσεν ηρωικώς εις τήν πρώτην µας µάχην.
Έπεσε ηρωικώς τήν στιγµήν όπου µέ τά χέρια του έβγαλε τούς πασσάλους τού συρµατοπλέγµατος διά νά ανεβούµε εις τά χαρακώµατα τών ατίµων. Έπεσε πολύ κοντά µου. Σού τό γράφω τώρα, διότι θά τό διαβάσατε εις τάς εφηµερίδας.
Λοιπόν, αγαπητέ Μανώλη, νοµίζω ότι η γυναίκα του ήτο έγκυος, καί εάν τό παιδί παραµένει αβάπτιστο, λέγεις εις τούς δικούς του ότι γράφω, εάν θέλουν, νά τό βαπτίσης εξ ονόµατός µου καί νά ξοδεύσης από τά ιδικά µου λεπτά.
Εάν είναι αγόρι, νά βγάλης τού ηρωικού πατρός του τό όνοµα, εάν δέ πάλι είναι κορίτσι, νά προτιµήσης Νίκη ή Ελευθερία, διότι δι’ αυτά έπεσεν ενδόξως ο πατήρ του.
Καί εάν ευρίσκεται η οικογένεια τού συγχωρεμένου οικονοµικώς στενοχωρηµένη, νά τήν βοηθήσης εκ των ιδικών µου χρηµάτων, καί νά φροντίσετε νά τήν βοηθήτε πάντοτε, διότι είναι αξία πάσης βοηθείας µία τέτοια οικογένεια, αφού ο αρχηγός της έπεσε ηρωικώς υπέρ τής ελευθερίας τής γλυκειάς µας Πατρίδος.
Ακόµη, νά φροντίσητε νά τού γίνη καί µνηµόσυνον ξεχωριστόν, εκτός από εκείνο πού θά κάµη η Πατρίς µας διά τούς ηρωικώς πεσόντες.»
Εφ. Παγχιακή, Χίου, 5.2.1941
5. Η κατάληψη της Κλεισούρας : «Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. (…) Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη!
Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος
πρός Χαρίκλειαν Χριστίδου
«Αγαπηµένη µου. Η πατρίδα εκινδύνευε καί έπρεπε γι’ αυτήν νά τά θυσιάσουµε όλα. Όνειρα, καί τόν εαυτό µας ακόµη. Έχυσα αρκετό αίµα στόν βωµό τής δοξασµένης πατρίδος, καί είµαι υπερήφανος γι’ αυτό. Έχουµε δοξασµένη καί τόσο µεγάλη πατρίδα, γι’ αυτό καί η θυσία µας πρέπει νά είνε ανάλογη. Μή λυπάσαι λοιπόν γιά τήν αναβολή τής πραγµατοποιήσεως τών ονείρων µας. Όταν ο καπνός τής µάχης διαλυθή καί τά κλαδιά τής δάφνης µάς στεφανώνουν νικητάς, τότε τά όνειρά µας θά πραγµατοποιηθούν καί νά είσαι βεβαία πώς η µέρα αυτή θά είναι πολύ κοντινή.
Καί όταν, αγαπηµένη µου, στό ύψωµα τής Κλεισούρας εξωρµούσα κρατώντας περήφανα τήν τιµηµένην ελληνικήν λόγχην, δέν τό έκανα γιά τόν εαυτόν µου, γιά τήν πατρίδα. Οβίδες, όλµοι καί χειροβοµβίδες πέφτουν τριγύρω µας βροχή, τό χιόνι βαθύ µάς χώνει µέχρι τά γόνατα, η οµίχλη µάς κρύβει τούς Ητταλούς, η θύελλα µάς τυφλώνει, καί όµως τά παιδιά τής Ελλάδος προχωρούν, τρέχουν, κάνουν φτερά. Τό όνοµα τής Ελλάδος µας µάς φωτίζει τόν δρόµο, η αντάρα τής µάχης µάς µεθά, τίποτα δέν µπορεί νά µάς σταµατήση … Μά ξάφνου, νά! Νοιώθω πώς τό ποδάρι µου πέταξε στόν αέρα. Η γρήγορη όµως µατιά πού τού ερριξα, µέ πείθει πώς είναι στήν θέση του. Τό αίµα αρχίζει πιά νά τρέχη! Βιάζεται γιά νά γράψη πάνω στό χιόνι λίγες γραµµές τής νεοελληνικής δόξας! Η Ελλάδα µας είναι τόσο µεγάλη, τόσο δοξασµένη καί η δόξα της γράφεται µόνο µέ αίµα!
Είµαι πολύ περήφανος γιατί προσέφερα καί λίγο αίµα γιά τήν δόξα της. Υπεράνω όλων η Πατρίς…
Άπειρα φιλιά, δικός σου, Κώστας».
Εφ. Ελεύθερον Βήµα, 23.1.1941
5. Γιοι αντάξιοι των πατεράδων: «Μέ προέτεινε γιά προαγωγή επ’ ανδραγαθία» .
Επιστολή αξιωματικού:
«Σεβαστή μου μητέρα,
Ο Συνταγματάρχης μου μέ προέτεινε γιά προαγωγή στόν ανώτερο βαθμό επ’ ανδραγαθία, διότι ενεργήσας εξ ιδίας πρωτοβουλίας αντεπίθεσιν εναντίον υπερτέρου εχθρού, εξηνάγκασα αυτόν εις άτακτον υποχώρησιν, συλλαβών αιχμαλώτους καί κυριεύσας μίαν πολεμικήν σημαίαν τού εχθρού, ως καί άλλα λάφυρα,
Τώρα, μητέρα μου, ήθελα νά ζούσε ο πατέρας μου, γιά νά έβλεπε, αυτός πού σκοτώθηκε δοξασμένος στό πεδίο τής μάχης, ότι ήλθε τώρα η σειρά τού γυιού του νά εξακολουθήσει τόν ίδιο δρόμο. Ελπίζω νά κάμω πιό πολλά ακόμη.
Εφ. Ο Τύπος,19.11.40
Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά μ’ αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο τους πήρε μαύρο σύγνεφο δεν είχαν πίσω τους αυτοί’ θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή Κείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο μα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Βαγγέλης Μητράκος