Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αγνοηθεί το πρώτο κόμμα από τον σχηματισμό κυβέρνησης, ειδικά εάν η διαφορά ψήφων μεταξύ του πρώτου και δεύτερου κόμματος, είναι μεγάλη(εάν το πρώτο κόμμα επιστρέψει την εντολή στην πρόεδρο της δημοκρατίας, ως ατελέσφορη). Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας απέκλεισε το ενδεχόμενο να επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης με άλλο κόμμα, αν η παράταξη του δεν αναδειχθεί πρώτη στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023. «Εάν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα θα έχουμε προοδευτική κυβέρνηση» τόνισε. «Λέω “όχι” σε κυβέρνηση ηττημένων», ανέφερε χαρακτηριστικά. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, έχει δηλώσει δημόσια ότι πρωθυπουργός σε ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας, θα είναι πρόσωπο κοινής αποδοχής και όχι πρόσωπα που έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί στο παρελθόν. Αίτημα το οποίο δεν πρόκειται να γίνει αποδεκτό από τα δύο σήμερα μεγαλύτερα κόμματα. Το ΠΑΣΟΚ αποδεδειγμένα έχει υποστεί σημαντική ζημία στα εκλογικά του ποσοστά, όταν συμμετέχει σε κυβέρνηση συνεργασίας ως συμπλήρωμα και η συμμετοχή στην κυβέρνηση ως συμπλήρωμα , ακυρώνει κάθε μελλοντική προοπτική να καταστεί ξανά κόμμα εξουσίας. Ο νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, έχει τονίσει ότι η Νέα Δημοκρατία ενδιαφέρεται μονάχα για την αυτοδυναμία. Η ψήφος ανοχής έχει προσωρινό χαρακτήρα. Δεν έχει στηριχθεί ποτέ κυβέρνηση στην Ελλάδα, στην ψήφο ανοχής και εννοείται ότι δεν μπορεί να λάβει ουσιαστικές αποφάσεις μία τέτοια κυβέρνηση. Θα πρόκειται άλλωστε για μία προσωρινή και αδύναμη κυβέρνηση που έρχεται σε αντίθεση με την λαϊκή βούληση.
Ο λαός όταν ψηφίζει μικρότερα κόμματα, τα ψηφίζει με βάση το πρόγραμμα τους και το πρόγραμμα αυτό τροποποιείται σε μία κυβέρνηση συνεργασίας(με σκοπό την συναίνεση), εις βάρος της λαϊκής βούλησης, χωρίς λαϊκή συναίνεση. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει στο παρελθόν και έτσι δεν μπορεί κανείς να πει εύκολα ένα παράδειγμα ψήφου ανοχής. Το ισχύον Σύνταγμα πάντως προβλέπει ότι ψήφο εμπιστοσύνης λαμβάνεις, με 151 βουλευτές, εάν έχεις εσύ ο ίδιος την πλειοψηφία αλλά και εάν έχεις την πλειοψηφία των παρόντων, δηλαδή όσοι είναι μέσα στη Βουλή εκείνη την ώρα, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον 120 βουλευτές . Αν για παράδειγμα, ένα κόμμα Χ έχει 20 βουλευτές και αποφασίσει να δώσει ψήφο ανοχής, τότε στην κρίσιμη ψηφοφορία δεν πρέπει να παραστεί στη Βουλή. Θα είναι παρόντες 280. Δηλαδή η πλειοψηφία των 200 στους 280 είναι 141 βουλευτές. Με 141 λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης. Αυτό δεν μπορεί να είναι κάτω όμως από 120 βουλευτές .
Αν πάντως δεν διαπιστωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, το σενάριο προβλέπει την παροχή από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας διερευνητικής εντολής στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δεύτερο κόμμα, εκεί θα κριθούν και όσα έλεγε ο Αλέξης Τσίπρας, πως δεν θα προχωρήσει σε κυβέρνηση ηττημένων. Ο κ. Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι ενδιαφέρεται μόνο για αυτοδυναμία. Το ενδιαφέρον θα είναι μεγάλο αν βγαίνουν οι αριθμοί από το άθροισμα περισσοτέρων του ενός κομμάτων, καθώς αρχηγοί μικρότερων κομμάτων , θα κληθούν να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν τους προεκλογικούς τους ισχυρισμούς πως δεν θα συμμετέχουν σε καμία κυβέρνηση, είτε διά της εμπιστοσύνης είτε διά της ανοχής. Ο κ. Κουτσούμπας έχει αποκλείσει κάθε περίπτωση παροχής ψήφου ανοχής.
Αν δεν τελεσφορήσει ούτε η δεύτερη διερευνητική εντολή, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Υπενθυμίζεται ότι κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, τότε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας περνά στο επόμενο σενάριο. Καλεί όλους τους αρχηγούς των κομμάτων του Κοινοβουλίου και επιχειρεί για μία ακόμα φορά τον σχηματισμό κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, που είναι και το πιθανότερο, καθώς προηγουμένως θα έχουν αποβεί άκαρπες όλες οι διερευνητικές εντολές, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας (επόμενο σενάριο) επιδιώκει τον σχηματισμό κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής, αλλά με μόνο σκοπό τη διενέργεια εθνικών εκλογών.
Σε περίπτωση αποτυχίας (τότε ενεργοποιείται το επόμενο και τελευταίο σενάριο), η κυρία πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της Eπικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου τον σχηματισμό κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Bουλή.
Καθοριστικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω, με δεδομένο ότι κανένα κόμμα δεν θα είναι αυτοδύναμο, θα παίξει το άθροισμα των εδρών των κομμάτων που θα δίνει 151 βουλευτές. Σημειώνεται ότι σε εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής δεν έχει σημασία η σειρά κατάταξης, αλλά το ποσοστό και οι έδρες που θα συγκεντρώσει κάθε κόμμα. Για παράδειγμα, σε θεωρητικό επίπεδο, θα μπορούσε να προκύψει κυβέρνηση αθροίζοντας τις έδρες του δεύτερου, του τρίτου και του πέμπτου κόμματος.
Σε αυτή την εξίσωση, κομβικός παράγοντας είναι ο πήχυς του 151, ο οποίος καθορίζεται κυρίως από το ποσοστό που θα συγκεντρώσουν τα εκτός Βουλής κόμματα. Στην απλή αναλογική για τις 151 έδρες :
– Με ποσοστό 7% εκτός Βουλής, απαιτείται ποσοστό περίπου 46,9%.
– Με ποσοστό 9% εκτός Βουλής, απαιτείται ποσοστό περίπου 45,8%.
– Με ποσοστό 11% εκτός Βουλής, απαιτείται ποσοστό περίπου 44,7%. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών, η υπηρεσιακή υπουργός εσωτερικών, θα επισκεφθεί τον πρόεδρο της Βουλής, προκειμένου να του επιδώσει τα αποτελέσματα.
Αμέσως μετά, ο πρόεδρος της Βουλής θα επισκεφθεί την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπουλου, για να της ανακοινώσει το αποτέλεσμα των εκλογών.
Από εκεί και πέρα, το τοπίο είναι σαφώς προκαθορισμένο από το Σύνταγμα, που δίνει στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας τυπική αλλά και ουσιαστική αρμοδιότητα για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το Σύνταγμα προβλέπει σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης, με τα δύο τελευταία να αφορούν τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια νέων εκλογών. Δεδομένης της θέσης της Νέας Δημοκρατίας, η οποία επιμένει σε αυτοδύναμη κυβέρνηση, του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα δεχθεί κυβέρνηση ηττημένων, της άρνησης των μικρών κομμάτων για συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά και των δημοσκοπικών ευρημάτων περί αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης ηττημένων: οι δεύτερες εκλογές είναι και το πιθανότερο σενάριο.
Από την στιγμή ανακοίνωσης του αποτελέσματος των εκλογών στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αυτομάτως θα ενεργοποιηθεί από την πρόεδρο της δημοκρατίας, η προβλεπόμενη από το άρθρο 37 του Συντάγματος διαδικασία για τον διορισμό κυβέρνησης.
Το πρώτο σενάριο σχηματισμού κυβέρνησης προβλέπει διορισμό ως πρωθυπουργού του αρχηγού του κόμματος που διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, δηλαδή του αρχηγού του πρώτου κόμματος. Στο εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, ο πήχυς της αυτοδυναμίας εκτιμάται ότι θα είναι κοντά στο 46%, ποσοστό που θεωρείται απίθανο να επιτευχθεί από ένα κόμμα. Ως εκ τούτου, το πρώτο σενάριο θα ακυρωθεί άμεσα, όπως άμεσα θα ενεργοποιηθεί η διαδικασία των διερευνητικών εντολών.
«Aν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής», αναφέρει το άρθρο 37 του Συντάγματος. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έχει δηλώσει ότι εάν καταστεί πρώτο κόμμα, θα λάβει τη διερευνητική εντολή, καθώς έτσι επιτάσσει το Σύνταγμα, είναι ωστόσο άγνωστο αν θα επιδιώξει ουσιαστική συζήτηση με κάποιο κόμμα για τη διερεύνηση της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης. Η διερευνητική εντολή αναμένεται να επιστρέψει άμεσα στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως ατελέσφορη.
Το πραγματικό ζητούμενο για τις κυβερνήσεις συνεργασίας είναι να μην αποτελέσουν συγκυριακά και αλλοπρόσαλλα κατασκευάσματα –όπως στο πρόσφατο παρελθόν– αλλά να προκύψουν μετά από έναν ευρύ προγραμματικό διάλογο και από συμφωνίες για τα πρόσωπα που θα τις συγκροτήσουν (συμπεριλαμβανομένου βεβαίως –αν υπάρχουν αντιρρήσεις για τους αρχηγούς– και του προσώπου του πρωθυπουργού). Να μην υπάρχει συνεργασία- συναλλαγή ως προς τις ” καρέκλες”- αξιώματα, αλλά ως προς το εθνικό συμφέρον.
Ευχής έργο θα ήταν, βέβαια, οι προγραμματικές συγκλίσεις να γίνουν μεταξύ όμορων πολιτικά χώρων, ώστε οι όποιες προγραμματικές συγκλίσεις να είναι απόρροια ουσιαστικών ιδεολογικοπολιτικών συγκλίσεων. Ωστόσο, τίποτε δεν αποκλείει –αν οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν αφήνουν άλλα περιθώρια– και ευρύτερες πολιτικές συγκλίσεις, προκειμένου να σχηματισθεί μία κυβέρνηση ευρύτατης πλειοψηφίας, με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής.
Από το σύνολο των 180 κυβερνήσεων που σχηματίσθηκαν από την εθνική απελευθέρωση και μετά έως σήμερα, δέκα εξ αυτών είχαν τον χαρακτήρα των συμμαχικών ή συνεργατικών κυβερνήσεων διακομματικής και διαπαραταξιακής στήριξης. Όλες υπήρξαν βραχύβιες στη διάρκειά τους και με διαφορετικά έως αμφίβολα αποτελέσματα στη λειτουργία τους.
Οι περισσότερες από αυτές κατέληξαν, μετά τη σύντομη παρεμβολή τους, στην επάνοδο της παραδοσιακής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού, ήτοι τον σχηματισμό κυβερνήσεων μονοκομματικής στήριξης και πλειοψηφίας και κάποιες κατέληξαν σε πραξικοπήματα.
Το παράδειγμα της Ιταλίας με τις πολυκομματικές συμπράξεις μικρής διάρκειας και πενιχρών πολιτικών αποτελεσμάτων θα ήταν από μόνο του αρκετό για να αναδείξει τα μειονεκτήματα των κυβερνήσεων συνεργασίας. Αλλά δείτε τι μπορεί να συμβεί σε ανάλογες περιπτώσεις και στον ευρωπαϊκό Βορρά: Η Ολλανδία έχει ένα σύστημα απλής αναλογικής, που στις πρόσφατες εκλογές του 2021 επέτρεψε σε δεκαεπτά κόμματα να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο. Χρειάστηκαν 299 ημέρες για να σχηματιστεί εντέλει η ολλανδική κυβέρνηση, την οποία σήμερα αποτελούν τέσσερα κόμματα. Στο Βέλγιο, η κυβέρνηση αποτελείται από επτά κόμματα, τα οποία χρειάστηκαν περίπου 500 ημέρες μετεκλογικών διαπραγματεύσεων μέχρι να συμφωνήσουν για κυβερνητικό συνασπισμό, δίχως όμως να παραλύσει η χώρα.
Ο δεύτερος ισχυρισμός περί απουσίας κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων στην Ελλάδα είναι, επίσης, μερικώς μόνο αληθής, αφού από το 2012 μέχρι σήμερα η χώρα έχει κυβερνηθεί για το μεγαλύτερο διάστημα από κυβερνήσεις συνεργασίας. Η δικομματική (μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ) κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ της περιόδου 2012-2015 διήρκεσε δυόμισι χρόνια και επέδειξε σημαντικό βαθμό συναντίληψης και πολιτικό ρεαλισμό. Ακολούθησε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ που επέδειξε εντυπωσιακά μεγάλη αντοχή, αφού κράτησε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια χωρίς ιδιαίτερες τριβές ή άλλες μεγάλες εσωτερικές εντάσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, αποδεικνύεται ότι το κόμμα που συμμετέχει ως συμπλήρωμα σε κυβέρνηση συνεργασίας, μειώνει δραματικά τα εκλογικά του ποσοστά (λαμβάνει σημαντικά λιγότερες ψήφους στις επόμενες εθνικές εκλογές) και τα στελέχη του, απολογουνται για τις ελάχιστες θέσεις που κατείχαν στην κυβέρνηση συνεργασίας.