Την Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023, είχα την τιμή να συναντήσω τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, ως νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα.
Τα διαχρονικά νομικά ζητήματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, με υπαιτιότητα της εκάστοτε Τουρκικής κυβέρνησης , έχουν επιλυθεί δικαστικά και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, αλλά δεν υφίσταται έμπρακτη πολιτική βούληση για την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Με στοιχεία , μεθοδικότητα, οργάνωση και επιμονή, το Πατριαρχείο προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων , όπου υπήρξε ομόφωνη δικαίωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά για τις σημαντικές αυτές αποφάσεις, δεν υφίσταται πολιτική βούληση της Τουρκικής κυβέρνησης για την εφαρμογή τους. Από την μη εφαρμογή των αποφάσεων του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των αποφάσεων του ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, συμπεραίνουμε ότι η Τουρκία έχει παρεκκλίνει προ πολλού της ευρωπαϊκής πορείας. Η αλήθεια είναι, ότι σε σχέση με προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες της Τουρκίας, επί προεδρίας Ταγίπ Ερντογάν, έχουν συντελεστεί σημαντικα βήματα προόδου ως προς τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας και τουλάχιστον τώρα υπάρχουν προφορικές δεσμεύσεις, που ελπίζουμε ότι δεν θα παραμείνουν ανεκπλήρωτες, όπως συνέβαινε με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της γειτονικής χώρας.
Με ομόφωνη απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαίωσε την Εκκλησία των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στην Κωνσταντινούπολη , η οποία κέρδισε τη διαμάχη με το τουρκικό δημόσιο για ένα ακίνητο οχτώ στρεμμάτων.
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ΕΔΑΔ εξέδωσε απόφαση με την οποία καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα απολαύσεως ιδιοκτησίας) την καλούσε δε, εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης, είτε να επιστρέψει το ακίνητο στους νόμιμους ιδιοκτήτες του, είτε να καταβάλει αποζημίωση 890.000 ευρώ και 20.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Με ομόφωνη απόφασή του, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) δικαίωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που προσέφυγε κατά της Τουρκίας σχετικά με το ιστορικό κτίριο του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καταδίκασε τη γειτονική χώρα «για παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του Πατριαρχείου» και αναγνώρισε ουσιαστικά αυτό που αρνείται διαχρονικά η Τουρκία, ότι δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί- δικαιούται να κατέχει ακίνητη περιουσία στην Τουρκία.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των Ηνωμένων πολιτειών Αμερικής, με αλλεπάλληλες αποφάσεις – γνωμοδοτήσεις τους, ζητούν την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που έκλεισε προ ετών, το 1971, χωρίς καμία σοβαρή δικαιολογία.
Οι αντιδράσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Βατικανού της καθολικής εκκλησίας, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του αρμόδιου Ευρωπαίου επιτρόπου, προέδρου της ευρωπαϊκής επιτροπής, της κυβέρνησης των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής, της Ουνέσκο: για την μετατροπή της ιστορικής Αγιάς Σοφιάς σε Τζαμί , δεν εισακούστηκαν από την Τουρκική κυβέρνηση και παραμένει Τζαμί , παρόλο που έχει χαρακτηριστεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς ως Χριστιανικός ναός. Μία απόφαση μετατροπής σε τζαμί ενάντια στην διεθνώς αναγνωρισμένη ιστορία του κτιρίου και σε αντίθεση με το θρήσκευμα για το οποίο δημιουργήθηκε.
Τα Τουρκικά Δικαστήρια δεν χαρακτηρίζονται για την ανεξαρτησία τους και έχει αποδειχθεί διαχρονικά ότι μη αρεστές προς την εκάστοτε Τουρκική κυβέρνηση, δικαστικές αποφάσεις, έχουν οδηγήσει στην απόλυση δικαστών και σε κάποιες περιπτώσεις στην φυλάκιση δικαστών.
Η Διεθνής κατοχύρωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η εθνική κατοχύρωση:
Το ελληνικό κράτος συμπράττει με μια διεθνή οντότητα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που κινούμενο στο πεδίο του κανονικού δικαίου διασταυρώνεται με πολλές εθνικές έννομες τάξεις. Εκκινεί συνεπώς από το πεδίο του κανονικού δικαίου και εισέρχεται στο πεδίο των «θύραθεν» έννομων τάξεων, της εθνικής, της διεθνούς και της ενωσιακής. Ένα από τα σημεία εισόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο πεδίο αυτό είναι το άρθρο 3 του ελληνικού Συντάγματος ( και το άρθρο 105 του Συντάγματος) .
Αυτό το κανονιστικό πλαίσιο είναι κατά το άρθρο 3 αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτηρισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος ως Εκκλησίας της «επικρατούσας θρησκείας» με το εννοιολογικό περιεχόμενο που έχει προσλάβει ο όρος αυτός , δηλαδή ως αυτοκέφαλη εκκλησία υπαγόμενη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και εποπτευόμενη από αυτό. Η ιδιότητα όμως αυτή ( της εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας) ισχύει και για τις εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ελληνική επικράτεια.
Το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εξεταζόμενο εις το πλαίσιο του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, είναι δυνατόν να παραλληλισθεί με το νομικό καθεστώς της Αγίας Έδρας των Καθολικών και ειδικότερα με εκείνο του Νόμου των Εγγυήσεων της 13/5/1871, το οποίο ίσχυε εις την Ιταλία μέχρι της μεσολαβήσεως των Συμφωνιών του Λατερανού της 11/2/1929.
Νεώτερα, καθοριστικής σημασίας, γεγονότα επιβεβαιώνουν πανηγυρικά τον διεθνή χαρακτήρα του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως διαμορφώνεται μέσω της «Οικουμενικής διαστάσεως της αποστολής του».
Ενδεικτικά μνημονεύουμε:
α) Τις εις επίπεδον «Αρχηγού Κράτους» αποδοθείσες τιμές στον μακαριστό Πατριάρχη Δημήτριο όταν είχε επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τιμές που του επεφύλαξε και απέδωσε προσωπικώς ο τότε πρόεδρος Τζορτζ Μπους, οδηγήσας μάλιστα ο ίδιος τον Πατριάρχη στο προεδρικό βήμα με το έμβλημα του προέδρου των ΗΠΑ από όπου και εξεφώνησε τον ευχαριστήριο λόγο του.
β) Τις αυτές τιμές επανέλαβε ο «Λευκός Οίκος» και προς την ΑΘΠ τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, προς τον οποίον εγένετο επίσημος υποδοχή εις την μεγάλη αίθουσα τελετών του Κογκρέσου (σπάνια εξαίρεση και για αρχηγόν κράτους) όπου και ομίλησε.
γ) Την επίσημο υποδοχή του ίδιου Πατριάρχου στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών ( ΟΗΕ) από τον Γενικό Γραμματέα κ. Kofi Annan. δ) Την επίσημο πρόσκληση από τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Egon Klepsch, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο να μιλήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ε.Κ.), το βήμα του οποίου παραχωρείται μόνο σε αρχηγούς κρατών. Απολαύει, δηλαδή, ο Οικουμενικός Πατριάρχης της αυτής διεθνούς μεταχειρίσεως, με εκείνη την οποία απολαύουν ο Πάπας, ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών και οι αρχηγοί κρατών.
Ιδιαιτέρας σημασίας εις ό,τι αφορά την αναγνώριση της διεθνούς οντότητος του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποτελεί το έγγραφο, το οποίο απηύθυνε, στις 24 Ιουνίου 1994, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, όπως εγκαταστήσει μόνιμο αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες. Η ενέργεια αυτή αποτελεί σημαντική αναβάθμιση του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις τον ευρωπαϊκό χώρο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως Αρχηγό Κράτους και Αρχηγό της Ορθοδοξίας. Οι ανά τον κόσμο πολυεθνικές επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου, στις οποίες αναγνωρίζεται, κατά τα ισχύοντα, η άσκηση αρμοδιοτήτων του Οικουμενικού Πατριάρχου είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Αυστραλία, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Σουηδία, Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία. Με την ίδρυση από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και νέων επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου, όπως οι Μητροπόλεις: Καναδά (1996), Αργεντινής (1996), Παναμά (1996) και Χονγκ Κονγκ (1996), η παρουσία του Πατριαρχείου έχει γίνει περισσότερο αισθητή, παγκοσμίως.
Λόγω της οικουμενικής, θρησκευτικής του αποστολής και αρμοδιότητας, που αναγνωρίζεται εις αυτόν είτε συμβατικά είτε εθιμικά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει διφυή προσωπικότητα, το μεν ως οντότης υπερεθνικού χαρακτήρα, εν όψει της φύσεώς του ως οικουμενικού θρησκευτικού διεθνούς θεσμού, το δε ως προς την αφορώσα την Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως αρμοδιότητα αυτού, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπαγόμενο στην τουρκική έννομο τάξη. Έχει λοιπόν αναγνωρισμένη διεθνή προσωπικότητα το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε ό,τι αφορά την επί του διεθνούς πεδίου εκπλήρωση των λειτουργικών σκοπών της οικουμενικής, θρησκευτικής αποστολής και αρμοδιότητός του.
Με βάση την ξεκάθαρη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: “Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος είναι ο αναγνωρισμένος θρησκευτικός ηγέτης των Ορθοδόξων όλου του κόσμου και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι η κεφαλή της Ορθοδόξου Εκκλησίας παγκοσμίως. Ο συνομιλητής του Πάπα κ. Βενέδικτου είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος και ο διάλογος μεταξύ Καθολικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας γίνεται με πρωτοβουλία των δύο Προκαθημένων τους”.
Με αποφάσεις του , το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο , δηλώνει ενήμερο
- των δυσκολιών που αντιμετωπίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην άσκηση του πνευματικού του ρόλου, εξαιτίας της άρνησης της τουρκικής κυβέρνησης να του αποδώσει το κατάλληλο νομικό καθεστώς. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- η συμπεριφορά αυτή της τουρκικής κυβέρνησης δεν συνάδει με τις ευρωπαϊκές αρχές περί ανεξιθρησκείας, καθώς και με τις υποχρεώσεις της Τουρκίας ως υπό ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τη συστημική διάκριση που υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο από τις Τουρκικές αρχές ,καταγράφει η επίσημη ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής του 2022. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη πάγια έκκληση της Αμερικανικής πλευράς για την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Η νομική αυτή υπόσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιβεβαιώθηκε διαχρονικά από τις Συνθήκες Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774), Παρισίων (1856), Βερολίνου (1878), η οποία σημειωτέον στο άρθρο 62 εξασφάλιζε την αυτοδιοίκηση αυτού, και Λωζάνης (1923), με τις οποίες κατοχυρώθηκε διεθνώς η ύπαρξη του Πατριαρχείου, που διατηρούσε τα ab antiquoαναγνωρισμένα θρησκευτικά προνόμια, παρόλο ότι παραβιάζεται ολοφάνερα από την τουρκική πλευρά το πνεύμα της Συνθήκης όσον αφορά τους ομογενείς και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εξάλλου και η Συνθήκη των Σεβρών του 1920, η οποία δεν επικυρώθηκε ποτέ, στο άρθρο 129 πρόβλεπε την επαναφορά σε ισχύ των προνομίων δικαστικής και διοικητικής φύσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που καταπατήθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου».
Στην Ελλάδα, στο άρθρο 3 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται μια εκτεταμένη δέσμη παρόμοιων ρυθμίσεων που αφορούν:
Πρώτον, την εκκλησιολογική υπόσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος «που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις» ( άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄).
Δεύτερον, την ειδικότερη κανονική υπόσταση της «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος» σύμφωνα με τον Πατριαρχικό Τόμο της 29ης Ιουνίου του 1850 ( άρθρο 3 παρ. 1 εδ. β΄ ).
Τρίτον, το ειδικότερο κανονικό καθεστώς των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών και της «Εκκλησίας της Ελλάδος» ως οντότητα που προκύπτει από τη σύνθεση της «Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» και των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών, σύμφωνα με τη Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928 ( άρθρο 3 παρ.1 εδ. β΄).
Τέταρτον, τα ιδιαίτερα εκκλησιαστικά καθεστώτα που ισχύουν στην ελληνική επικράτεια ( άρθρο 3 παρ. 2 ) , κοινό στοιχείο των οποίων είναι ότι δεν υπάγονται στην «Εκκλησία της Ελλάδος» αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δηλαδή το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης ( με τη μορφή ημιαυτόνομης εκκλησίας που διαθέτει τη δική της επαρχιακή σύνοδο) και της Δωδεκανήσου (με τη μορφή Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου). Δεν περιλαμβάνεται εδώ το νομικό (όχι μόνο εκκλησιαστικό) καθεστώς του Αγίου Όρους που κατοχυρώνεται και ρυθμίζεται συνταγματικά στην ειδική (σε σχέση με το άρθρο 3 ) διάταξη του άρθρου 105 του Συντάγματος.
Η απόφαση του Δ ´ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1999/2018 προσδίδει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την ιδιότητα του «νομικού προσώπου δημοσίου διεθνούς δικαίου». Η απόφαση αυτή τέμνει πολύ σημαντικά ζητήματα . Το σημαντικότερο ζήτημα που θέτει και επιλύει με έναν τρόπο αξιωματικό, αλλά ακριβή, είναι αυτό που περιέχεται στα τυπικά στοιχεία της. Μέχρι την επίσημη αναγνώριση του Αυτοκέφαλου της εκκλησίας της Ελλάδος, η εκκλησιαστική περιουσία στην Ελλάδα, ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Ελλάδος ανακηρύχθηκε με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο της 29ης Ιουνίου 1850 περιορισμένα αυτοκέφαλη και πλήρης αυτοκέφαλη με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 . Μεταξύ των συμφωνηθέντων που υπεγράφησαν , καταλέγεται και η ανάληψη της υποχρεώσεως για την τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος, το γε νυν έχον τουλάχιστον, είναι νόμος του ελληνικού κράτους, προκειμένου να εναρμονισθεί με τους Ορους που διαλαμβάνονται στην εν λόγω Πατριαρχική Πράξη. Στο «Πρακτικό Συμφωνίας», που συντάχθηκε και υπογράφηκε, προκειμένου να εκχωρηθεί το αυτοκέφαλο της εκκλησίας της Ελλάδος, έπειτα από τις διμερείς συνομιλίες, το οποίο δημοσιεύθηκε ήδη και στο επίσημο όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ρητώς αναφέρεται ότι τα «συμφωνηθέντα τυγχάνουν επ΄ αναφορά προς τας Ιεράς Συνόδους των δύο Εκκλησιών».
Τέλος, κανένας δεν μπορεί να ξεχάσει την προσφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ελληνική επανάσταση και στην δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Τους διαχρονικούς διωγμούς και τις βιαιότητες κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι έβρισκαν καταφύγιο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνέβαλε και συμβάλλει στο να υπάρχουν ελληνικά σχολεία στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε, αρνήθηκε να αποκηρύξει την ελληνική επανάσταση και αναγνωρίστηκε εθνομάρτυρας, ενώ η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο τιμώντας τη μνήμη του στις 10 Απριλίου, ημέρα του απαγχονισμού του, από τους Τούρκους.