Ζωτικής σημασίας η ανάπτυξη άμεσων μέτρων στήριξης των ελαιοπαραγωγών και της ελαιοπαραγωγής
Η φετινή χρονιά ξεκινά δύσκολα για τους Έλληνες ελαιοπαραγωγούς, μιας και η τιμή του ελαιολάδου που είχε ήδη καθηλωθεί από το φθινόπωρο του 2019 παραμένει σε επίπεδα που δημιουργούν συνθήκες ασφυξίας στους παραγωγούς και τις τοπικές οικονομίες.
Η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής για αποθεματοποίηση, αποδείχθηκε ότι δεν αφορούσε το ελληνικό ελαιόλαδο. Επιπλέον,οι βολές δια στόματος του Ισπανού Υπουργού Γεωργίας, Αλιείας και Τροφίμων, Luis Planas, ήρθαν να προστεθούν στην αμφισβήτηση για το κατά πόσον η απόφαση αυτή, ως μόνη αντίδραση, μπόρεσε να εξασφαλίσει ένα επαρκές επίπεδο στήριξης και την επιδιωκόμενη αύξηση των τιμών παραγωγού.
Την ίδια στιγμή, παραμένει εξίσου απογοητευτικό το γεγονος ότι η ηγεσία του Ελληνικού Υπουργείου δηλώνει στη Βουλή ότι δεν μπορεί να κάνει καμία παρέμβαση για τις χαμηλές τιμές.
Τόσο οι άτολμες και, εν τέλει, αποτυχημένες προσπάθειες από την Ευρωπαϊκή πλευρά όσο και η ωμή δήλωση αδυναμίας από πλευράς ΥπΑΑΤ, προκαλούν απογοήτευση, διευρύνουν την ανασφάλεια και προκαλούν πανικό στους παραγωγούς που απεγνωσμένα βλέπουν ότι με αυτά τα επίπεδα τιμών δεν καλύπτονται τα έξοδα παραγωγής. Αντίθετα, οι υποχρεώσεις συσσωρεύονται και προοπτική δεν διαφαίνεται σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πυροσβεστικού χαρακτήρα και αποτυγχάνουν, ενισχύουν την άποψη ότι η κατακρήμνιση της τιμής του Ελαιολάδου και της βρώσιμης Ελιάς είναι ένα σύμπτωμα των αλλαγών που συμβαίνουν στον ελαιοκομικό τομέα διεθνώς. Το διεθνές αλλά και το Eλληνικό τοπίο αλλάζουν ραγδαία και οι αλλαγές αυτές φαίνεται να είναι δομικού τύπου και βαθιές. Επομένως, ο διαφαινόμενος κίνδυνος είναι αυτή η καθήλωση των τιμών να πάρει μόνιμα χαρακτηριστικά.
Για τη χώρα μας, η σημασία μιας τέτοιας εξέλιξης είναι πολύ σοβαρή. Η Ιστορία του τόπου μας είναι άρρηκτα δεμένη με την ελιά, και η διατήρηση της ζωής στην ύπαιθρο και η κοινωνική συνοχή εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από την βιωσιμότητα της συγκεκριμένης καλλιέργειας.
Η αδράνεια λοιπόν, η αγνόηση των μηχανισμών διαμόρφωσης της αγοράς του Ελαιολάδου, και η ομολογία αδυναμίας που δεν μπορεί να υφίσταται στην πολιτική, οδηγούν σε διόγκωση του προβλήματος χωρίς να δίνουν προοπτική, γεγονός που αυξάνει τη δυσαρέσκεια του παραγωγικού κόσμου. Χρειάζεται λοιπόν, εδώ και τώρα, μια πολύ προσεκτική και διεισδυτική ματιά και ολιστική προσέγγιση στο θέμα του ελαιοκομικού τομέα.
Το γεγονός ότι ο χάρτης της καλλιέργειας της ελιάς επεκτείνεται διαρκώς, συνεπάγεται ότι πρέπει να αναλυθούν τα περιθώρια που υπάρχουν μακροπρόθεσμα για το Eλληνικό λάδι και τις ελιές μας, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, αναφορικά με την κατανάλωση. Ειδάλλως, η παγκόσμια νέα πραγματικότητα θα μάς ξεπεράσει με ολέθρια, για τους παραγωγούς και την οικονομία, αποτελέσματα.
Το γεγονός ότι η κλιματική αλλαγή φέρνει μαζί της προβλήματα παραγωγικότητας αλλά και άλλους κινδύνους στις παραδοσιακές περιοχές ελαιοκαλλιέργειας, ασθένειες και εχθρούς (δάκος και γλοιοσπόριο), καινοφανή προβλήματα φυτοπροστασίας που έχουν επίπτωση στην ποιότητα και την ποσότητα, είναι επίσης κρίσιμο να τύχει της ευρύτερης δυνατής ανάλυσης. Από την άλλη, η αλλαγή των κλιματικών συνθηκών, καθιστά νέες περιοχές του πλανήτη δεκτικές να αναπτύξουν την ελαιοκαλλιέργεια.
Το γεγονός ότι ο παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος βρίσκει, πολλές φορές, σαν θύμα την γεωργία, όπως στην περίπτωση των πρόσφατων δασμών των ΗΠΑ σε γεωργικά προϊόντα της Ε.Ε., δείχνει ακριβώς την πιθανή επιρροή των κρίσεων αυτών στον γεωργικό και δη τον ελαιοκομικό τομέα.
Ταυτόχρονα, πολιτικές λιτότητας, νέες συνθήκες γρήγορου και πρόχειρου φαγητού αλλά και πλαστές ανάγκες που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός, οδηγούν σε σταδιακή αντικατάσταση – εκτόπιση των ποιοτικών γεωργικών προϊόντων όπως το ελαιόλαδο, και δη το Ελληνικό.
Η δε ανταγωνιστικότητα του Ελληνικού ελαιολάδου και ελιάς λόγω ανωτέρας ποιότητας δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη, με πλήθος αθέμιτων πρακτικών
που λαμβάνουν χώρα για τα προϊόντα αυτά με μόνον στόχο την άκρατη κερδοφορία.
Ο κατάλογος των προβλημάτων του τομέα δεν εξαντλείται προφανώς στα παραπάνω, και σε αυτό έγκειται και η αναγκαιότητα της αντιμετώπισής του με πολιτικές στρατηγικού χαρακτήρα.
Τα πράγματα είναι λοιπόν πολυσύνθετα και απαιτείται ο συντονισμός και η ανάληψη δράσεων προς όλες τις κατευθύνσεις, τόσο σε Εθνικό όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Ταυτόχρονα απαιτείται η ανάληψη δράσεων σε δυο επίπεδα πολιτικών, την δομική ανασύνταξη του ελαιοκομικού τομέα μέσω θεσμικών παρεμβάσεων, αλλά και τη διαρκή διαθεσιμότητα πόρων για την στήριξή του.
Σαν πρώτες πρωτοβουλίες θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι, τόσο η σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου για τον Ελαιοκομικό τομέα όσο και η συνέχιση και εντατικοποίηση των πρωτοβουλιών που αναλάβαμε σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (τόσο προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και προς το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας αλλά και τον Επίτροπο) για την ειδική στήριξη της ελαιοπαραγωγής της χώρας μας.
Όσο ζωτικής σημασίας είναι η ανάπτυξη άμεσων μέτρων στήριξης των ελαιοπαραγωγών και της ελαιοπαραγωγής σε Ευρωπαϊκό επίπεδο πριν η κατάσταση αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά κρίσης, άλλο τόσο είναι ζωτικής σημασίας πλέον και η χάραξη στρατηγικής για τον αναπροσανατολισμό των αγορών στόχων. Υπάρχουν αναδυόμενες οικονομίες που μπορούν να υποδεχθούν στην διατροφή τους λάδι, με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τους Ισχυρισμούς Υγείας του Ελληνικού ελαιολάδου. Υπάρχουν ευκαιρίες ανάδειξης, διάθεσης και προώθησης μέσω της διασύνδεσης με τον τουρισμό. Και φυσικά, ν’ ανταποκριθούν στην τιμή που του αξίζει.
Είναι γεγονός ότι η χώρα έχασε πολύτιμο χρόνο τις προηγούμενες δεκαετίες. Χρόνος αλλά και πόροι σπαταλήθηκαν, χωρίς τη δημιουργία ουσιαστικών μηχανισμών για την ανάδειξη του Ελληνικού Ελαιολάδου και της Βρώσιμης Ελιάς στη θέση που τούς αρμόζει στην παγκόσμια αγορά. Η αδράνεια αυτή, πολύ δε περισσότερο η επίκληση στην αυτόνομη λειτουργία της αγοράς για την επίλυση των προβλημάτων, σήμερα ισοδυναμεί με συνενοχή.