Ένα σπίτι ορφανεύει, μαραζώνει και πεθαίνει όταν ερημώσει απ’ τους ανθρώπους του, όταν του λείψει το στρίψιμο του κλειδιού στην πόρτα, το ανθρώπινο χτυποκάρδι, το γέλιο και το κλάμα του παιδιού, η κουβέντα των μεγάλων.
Τότε, το σπίτι γερνάει πριν από την ώρα του. Σαπίζουν τα πορτοπαράθυρά του, μπάζουν νερό τα κεραμίδια του, πέφτουν οι σοβάδες και βγαίνουν στο φως οι πλίθρες που ήταν χτισμένο, ξεραίνονται οι κληματαριές και τα λουλούδια του, σκουριάζουνε οι πάσσαλοι και τα σύρματα ολόγυρα, ραγίζουν τα τσιμέντα της αυλής…
Κοιτάς απ’ το ανοιχτό του παράθυρο και σε πνίγει η ερημιά και η σιωπή του. Απ’ τις καλές του εποχές σε χαιρετάει βουβό και θλιμμένο ένα όμορφο καρυδένιο έπιπλο, ενώ απ’ τις τελευταίες εποχές της μοναξιάς και της δυστυχίας χαρτιά κολλημένα στα τζάμια αφού δεν υπήρχαν κουρτίνες και δυο αφίσες κινηματογράφου στη μέσα μεριά της πόρτας, μια απελπισμένη, τελευταία προσπάθεια να προσκληθεί μέσα στο παλιό το σπίτι η χαρά, η ομορφιά και η αισιοδοξία, μια κρεμάστρα στον τοίχο που κάποτε έκανε παρέα με τα ρούχα τα καθημερινά κι ένα μπουρί απ’ την ξυλόσομπα που ζέσταινε τα όνειρα του χειμώνα.
Βάζεις μια δειλή φωνή από το παράθυρο, που κάποιος αέρας δυνατός το άνοιξε ένα χειμωνιάτικο βράδυ, και το αδειανό το σπίτι τη δυναμώνει τη φωνή απελπισμένα, μήπως κάποιος…κάπου…κάτι ακούσει! Μάταια όμως! Δεν ακούει κανείς!
Ένα σπίτι ορφανεύει, μαραζώνει και πεθαίνει όταν ερημώσει από τους ανθρώπους του.
Σπάρτη 12-9-2024
Βαγγέλης Μητράκος