Αυτές τις μέρες,ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος – Συνταγματολόγος βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη, ως νομικός συνεργάτης του οικουμενικού Πατριαρχείου, για νομικά Θέματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Συναντήθηκε με τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, με τον διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Αέτιο (ο οποίος προσφωνείται Μέγας Εκκλησιαρχης) και με στελέχη του Πατριαρχείου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαίωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σχετικά με το ακίνητο της Μεγάλης του Γένους Σχολής, η οποία λειτουργεί σήμερα ως Πατριαρχικό γυμνάσιο και λύκειο, με ελάχιστους Έλληνες μαθητές. Μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κάλεσε την Τουρκία να επιστρέψει το ακίνητο της Μεγάλης του Γένους Σχολής εντός τριών μηνών, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παρόλο που το Τουρκικό κράτος, συμμορφώθηκε ως προς την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, συνεχίζει να δημιουργεί προβλήματα. Αυτή την φορά, για ελάχιστα δέντρα που βρίσκονται στην πάνω πλευρά της Μεγάλης του Γένους Σχολής, τα οποία “διεκδικεί” το Τουρκικό δασαρχείο. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή απέκτησε, δια δωρεάς, τμήμα ακινήτου (1952) και ένα άλλο τμήμα του με αγορά (1958).
Το 1992, το Δημόσιο Ταμείο (Hazine) ζήτησε την ακύρωση του τίτλου ιδιοκτησίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής και την εγγραφή του ακινήτου επ’ ονόματι των πρώην ιδιοκτητών του. Ο, εντός Τουρκίας, δικαστικός αγώνας έληξε, σε ανώτατο βαθμό, το 1996 και δικαίωσε το τουρκικό Δημόσιο Ταμείο. Κύριο επιχείρημα της τουρκικής πλευράς ήταν ότι, βάσει αποφάσεως του Τουρκικού Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου (1974), τα μειονοτικά ιδρύματα δεν μπορούσαν να αποκτούν ακίνητα ή να δέχονται δωρεές, μόνον εάν τούτο ρητώς προβλεπόταν στο «δηλωτικό έγγραφο» του 1936, το οποίο αυτά υποχρεώθηκαν να υποβάλουν, βάσει του Ν. 2762/1935. Το έγγραφο αυτό θεωρήθηκε από τις τουρκικές αρχές ως καταστατικό.
Το Νοέμβριο του 1996, η Μεγάλη του Γένους Σχολή προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Ε.Δ.Α.Δ.). Το Δικαστήριο αποφάσισε επί του παραδεκτού στις 8 Ιουλίου 2004. Στις 20 Σεπτεμβρίου 2005, πραγματοποιήθηκε ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στις 9 Ιανουαρίου 2007, το ΕΔΑΔ εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας (δελτίο τύπου), με την οποία καταδίκασε την Τουρκία για παραβίαση του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα απολαύσεως ιδιοκτησίας) την καλούσε δε, εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης, είτε να επιστρέψει το ακίνητο στους νόμιμους ιδιοκτήτες του, είτε να καταβάλει αποζημίωση 890.000 ευρώ και 20.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
Με την ιστορική, ως πρώτη του είδους, απόφαση αυτή, η οποία ελήφθη πριν από την υιοθέτηση του νέου τουρκικού βακουφικού νόμου, καταδικάστηκε η επί δεκαετίες τουρκική πρακτική, και η συναφής δικαστική απόφαση του 1974, βάσει των οποίων δεν επέτρεπαν στα ομογενειακά ιδρύματα να είναι κύριοι ακινήτων αποκτηθέντων μετά το 1936. Επακολούθησαν οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για το Αρμένικο βακούφι (εκκλησία) των Υψωμαθείων στην Κωνσταντινούπολη , για το Αρμένικο βακούφι (νοσοκομείο) του Γεντίκουλε στην Κωνσταντινούπολη και το Ελληνορθόδοξο βακούφι (εκκλησία της Θεοτόκου) της Τενέδου. Και βεβαίως, εν τω μεταξύ, δημοσιεύτηκε η απόφαση για το Οικουμενικό Πατριαρχείο , που το δικαίωσε για το ακίνητό του (Ορφανοτροφείο) στην Πρίγκηπο. Αντικείμενο όλων των ανωτέρω αποφάσεων είναι η αφαίρεση ακίνητης περιουσίας των βακουφίων με πρόσχημα το λεγόμενο Δηλωτικό του 1936. Η ιστορία έχει ως εξής: με την εισαγωγή του νέου Τουρκικού Αστικού Κώδικα (1926) τα υφιστάμενα βακούφια δεν απέκτησαν αυτομάτως νομική προσωπικότητα. Εκλήθησαν, λοιπόν, το 1936 να καταθέσουν στην αρμόδια κρατική Διεύθυνση Βακουφίων ένα Δηλωτικό υπό τη μορφή φορολογικής δήλωσης, στο οποίο όφειλαν να συμπεριλάβουν και την ακίνητη περιουσία τους. Το Δηλωτικό δε αυτό θεωρήθηκε «καταστατικό» του νέου νομικού προσώπου. Αμέσως όμως μετά τα γεγονότα της Κύπρου το 1974, η ολομέλεια του Τουρκικού Αρείου Πάγου έκρινε ότι τα μειονοτικά βακούφια συνιστούν εν δυνάμει κίνδυνο για την ασφάλεια της Τουρκίας και, εξ’ αυτού του λόγου, ήταν νόμιμη η αφαίρεση της ακίνητης περιουσίας. Κατά τούτο, σύμφωνα πάντοτε με το σκεπτικό, η αποκτηθείσα μετά το Δηλωτικό του 1936 ακίνητη περιουσία των βακουφίων, ακόμη και από νόμιμη αιτία (δωρεά, αγορά), δεν τους ανήκει νομίμως και περιέρχεται στο Τουρκικό Δημόσιο. Το ΕυρΔΔΑ έκρινε ότι η εν λόγω νομολογία αντιβαίνει την αρχή της νομιμότητας («νόμιμου σκοπού»), διότι, κατά τον χρόνο απόκτησης των ακινήτων, τα βακούφια δεν ήταν δυνατόν να προβλέψουν ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα εμφανιζόταν από το εθνικά δικαστήρια, σε βάρος τους, μία εντελώς νέα ανάγνωση της ίδιας -αμετάβλητης- νομοθεσίας. Κατά τούτο, η αφαίρεση των ακινήτων δεν πληρούσε μία εκ των προϋποθέσεων που θέτει η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου και γι’ αυτό το ΕυρΔΔΑ κατέληξε ότι παραβιάστηκε η Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Η πρωτοπορία, όμως, της απόφασης για τη Μεγάλη του Γένους Σχολής δεν σταματά εδώ αλλά συνεχίζεται και στο στάδιο της εκτέλεσης. Σύμφωνα με την απόφαση, η ηττηθείσα Τουρκική Κυβέρνηση είχε να επιλέξει μεταξύ της αυτούσιας επιστροφής του ακινήτου και της ιδιαίτερα υψηλής αποζημίωσης. Επέλεξε την αποζημίωση. Περαιτέρω, όμως, η Τουρκία, πιεζόμενη κυρίως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, προχώρησε στη ψήφιση ειδικής διάταξης για την επιστροφή των αφαιρεθέντων μετά το 1936 ακινήτων των βακουφίων. ΕΠΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΧΑΛΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΕΝΤΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ: Η επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και η επαναλειτουργία της Αγιάς Σοφιάς ως παγκόσμια κέντρα Χριστιανών, δεν θα έπρεπε να αποτελούν μονάχα πάγιο αίτημα των ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά, αλλά και όλων των Ορθόδοξων χριστιανών παγκοσμίως. Για παράδειγμα, η ισχυρή Ρωσία που ο πληθυσμός της αποτελείται από Ορθόδοξους χριστιανούς, δεν αντέδρασε ποτέ αποφασιστικά στο κλείσιμο της Αγιάς Σοφιάς και στο κλείσιμο της θεολογικής σχολής της Χάλκης, διεκδικοντας ουσιαστικά την επαναλειτουργία τους και την επαναφορά στην πρότερα κατάσταση. Παρά τις σχετικές διαμαρτυρίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις αρχές Ιουλίου 1971 ανακοινώθηκε και επισήμως η παύση λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή με διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις να αρνούνται πεισματικά στην ελληνορθόδοξη μειονότητα το δικαίωμα της εκπαίδευσης των κληρικών της.
Το κλείσιμο της Χάλκης υπήρξε πολιτική απόφαση του κεμαλικού κατεστημένου. Συγκαταλέγεται μεταξύ των αντιποίνων της Αγκυρας για την αποφασιστικότητα του Πατριάρχη Αθηναγόρα να αναδείξει διεθνώς τον οικουμενικό ρόλο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε διπλωματικό χαρτί στην ελληνοτουρκική διελκυστίνδα στο Κυπριακό. Τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία:. Η Συνθήκη της Λωζάνης που φέρει την υπογραφή πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας, προβλέπει ξεκάθαρα Εθνική μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη (δηλαδή Ελληνική) και θρησκευτική μειονότητα στην Θράκη (δηλαδή Μουσουλμανική και όχι Τουρκική), με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την εγγύηση προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Η Τουρκία, παρόλο που δεσμεύεται από την Συνθήκη της Λωζάνης, διέπραξε το αντίθετο και προέβει στο παρελθόν σε εκδιώξεις Ελλήνων που ζουν εκεί. Εκδιώξεις με την βία και μη αναγνώριση τίτλων Ελλήνων ιδιοκτητών ακινήτων από το Τουρκικό κτηματολόγιο. Το 1964 η κυβέρνηση της Τουρκίας εκδίωξε όλους τους Έλληνες από την χώρα χωρίς διακρίσεις. Σήμερα, οι Έλληνες, κυρίως μεγάλης ηλικίας , αγωνίζονται να μην εξαφανιστούν και ταυτόχρονα να διατηρήσουν τα ήθη, τα έθιμα, την γλώσσα και τον πολιτισμό.
Το 1920 απαγορεύτηκε στα μέλη των μειονοτήτων να γίνουν δικηγόροι, δημόσιοι υπάλληλοι, ράφτες ή μαραγκοί. Μετά από λίγα χρόνια ήρθαν και οι φόροι (εξοντωτικοί για τους μη Τούρκους) στην ακίνητη περιουσία για να πάρουν τις περιουσίες τους.
Αν και κατέχουν τουρκική ταυτότητα , δεν μπορούν ποτέ να γίνουν αστυνομικοί, στρατιωτικοί, πυροσβέστες, δημόσιοι υπάλληλοι.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1955 οι Τούρκοι εισέβαλαν στα σπίτια τους και τα έσπασαν όλα. Εκείνες τις ημέρες, δολοφονήθηκαν γύρω στους πολλοί Έλληνες και βιάστηκαν πολλές γυναίκες. Καταστράφηκαν 4340 καταστήματα, 2.000 σπίτια, 110 εστιατόρια, 27 φαρμακεία, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 5 αθλητικές ενώσεις και δύο νεκροταφεία. Οι εναπομείναντες Έλληνες τώρα προσπαθούν να διαφυλάξουν ότι απέμεινε.
Τη σύγχρονη Κωνσταντινούπολη δεν μπορεί να την φανταστεί κανείς χωρίς την ελληνική παρουσία, όπως αναφέρει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και τονίζει: «Βρισκόμαστε εδώ από την άφιξη του Αποστόλου Ανδρέα και μετά από την ανέγερση της Αγίας Σοφίας από τον Ιουστινιανό. Υπήρξαμε μάρτυρες ιστορικών γεγονότων όπως η τέταρτη σταυροφορία, η λατινική κατοχή της πόλης, η πτώση την Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και μετά της οθωμανικής αυτοκρατορίας που την διαδέχθηκε. Επίσης στην ίδρυση της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Πάντοτε ήμασταν εδώ, μερικές φορές περισσότεροι άλλες λιγότεροι αλλά πάντα εδώ. Εδώ γεννήθηκαν οι πρόγονοι μας, έζησαν και πέθαναν. Αυτή η πόλη είναι σαν το σπίτι μας. Είμαστε πολίτες αυτής της χώρας, Κι εμείς γεννηθήκαμε εδώ και θέλουμε να πεθάνουμε εδώ”.