Την Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022, έλαβε χώρα συνάντηση του Χρήστου Ηλ. Τσίχλη δικηγόρου- συνταγματολόγου και Προέδρου του Συνδέσμου των εν Αττική Γεωργιτσιάνων Λακεδαίμονος, με τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Πρόεδρο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου κ.κ. Ιερώνυμο, στο γραφείο του Μακαριωτάτου στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Επ’ ευκαιρία της συνάντησης, κατατέθηκε πρόσκληση στον Μακαριώτατο, να επισκεφθεί το ορεινό Γεωργίτσι Λακωνίας, όταν το επιτρέψει το πρόγραμμα του, καθώς ποτέ Αρχιεπίσκοπος δεν έχει επισκεφτεί το ιστορικό Γεωργίτσι Λακωνίας. Στο επίκεντρο, οι βελτιώσεις στους δασικούς χάρτες, σε σχέση με την ακίνητη περιουσία της εκκλησίας και η πρόσφατη νομική κατοχύρωση των οργανικών θέσεων των ιερέων, πάγιο και διαχρονικό αίτημα της εκκλησίας της Ελλάδος. Η Πολιτεία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων , με την πρόσφατη κατοχύρωση των οργανικών θέσεων των ιερέων. Η παλαιότερη ανάρτηση των Δασικών Πινάκων εκ μέρους της Πολιτείας , δημιούργησε σύγχυση στην ελληνική κοινή γνώμη λόγω του αυθαίρετου χαρακτηρισμού των εκτάσεων γης. Το θέμα αυτό «των Δασικών Πινάκων, της καταγραφής, της ιδιοκτησίας και του χαρακτηρισμού των εκτάσεων» είναι ένα αντικείμενο που ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν την Εκκλησία, αφού στο παρελθόν (1836, 1930, 1933, 1952) έχουν υπάρξει διαμάχες αλλά και συμφωνίες Εκκλησίας – Πολιτείας για το θέμα της απαλλοτρίωσης, εκποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η Ιεραρχία και ο Αρχιεπίσκοπος έχουν διαπιστώσει ότι με την παλαιότερη ανάρτηση των δασικών χαρτών, κάποια από τα μοναστηριακά κτήματα που στο παρελθόν είχαν χαρακτηριστεί ως καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τώρα θεωρούνται δασικά. Εάν δεν υπάρξουν ουσιαστικές βελτιώσεις, της προγενέστερης νομοθεσίας, δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίζει ο καλοπροαίρετος ότι πρόκειται για μία νέα επιδρομή καταλήψεως και της τελευταίας εναπομεινάσης μοναστηριακής περιουσίας.
Σε μία δυσχερή χρονική περίοδο, που απαιτεί από όλους την πλέον δυνατή συναίνεση και κοινωνική ενότητα.
Η εκκλησία της Ελλάδος, διαθέτει όλα τα ιστορικά στοιχεία και έγγραφα που θα χρησιμεύσουν στην σώφρονα και δίκαιη αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος.
Τα ιστορικά στοιχεία που παρατίθενται αναδεικνύουν τις αντιδικίες της Εκκλησίας και του Ελληνικού Δημοσίου για την προάσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας από την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα, καθώς επίσης και τα επιχειρήματα της Εκκλησίας για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της.
Η εκκλησία δημιουργήθηκε κατά την ιστορική πορεία της επί αιώνες και συνέβαλε αποφασιστικά στην διατήρηση της εθνικής συνείδησης σε περιόδους υποτέλειας, στην αμέριστη αρωγή στο κοινωνικό σύνολο σε καιρούς χαλεπούς και στην εξύψωση του φρονήματος και του πνευματικού επιπέδου του γένους.
Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της θα αποτελέσει ακόμη μία φορά καίριο πλήγμα στο σώμα της Εκκλησίας και θα καταστεί εμπόδιο στην εκπλήρωση του έργου της, καθώς θα την μετατρέψει σε απλό παρατηρητή των γεγονότων που επηρεάζουν την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου που αναζητεί βοήθεια και καταφυγή στους κόλπους της.
Επικαλούμεθα ως εκ τούτου, την σωστή και δίκαιη αντιμετώπιση του θέματος, ώστε να καταστεί δυνατόν να συνεχιστεί το πνευματικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, αλλά και της πνευματικής κληρονομιάς που επιβιώνει και αποτελεί βοήθεια σε χρόνους “δίσεκτους και μήνες οργισμένους”.
Αν χαθεί και η τελευταία εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία, αυτό θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα στην εκπλήρωση του κοινωνικού της έργου..
Η περιουσία της Εκκλησίας, αποτέλεσε το θεμέλιο για την εκπλήρωση του έργου της, τόσο του θρησκευτικού όσο και του εθνικού.
Στις αντιδικίες με τις Ιερές Μονές ,το Δημόσιο προβάλλει το επιχείρημα ότι ως γενικός διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους είναι κύριος ολόκληρης της κατακτηθείσας γης. Ως προς τούτο το επιχείρημα του Δημοσίου πρέπει να τονιστεί ότι, όπως δέχεται η Νομολογία, το Ελληνικό Κράτος δεν κατέστη γενικός διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους σε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία την οποία εγκατέλειψαν οι Οθωμανοί. Αντιθέτως, η ιδιωτική ιδιοκτησία παρέμεινε στα χέρια των ιδιωτών.Για τα δάση λέει υφίσταται τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, το οποίο εισήγαγε το Β.Δ. της 17/29 Νοεμβρίου 1836 “περί ιδιωτικών δασών”. Δεν μπόρεσε όμως να εφαρμοστεί και πρέπει το ίδιο το Δημόσιο να αποδείξει στις αντιδικίες του με τους ιδιώτες και τις Μονές, ότι η περιουσία που διεκδικεί περιήλθε σε αυτό σύμφωνα με όσα όριζαν τα Πρωτόκολλα της Συνθήκης του Λονδίνου και ότι ο ιδιώτης κάτοχος και νομέας του δάσους, δεν απώλεσε τη νομή του μέχρι τις 12/9/1915. Εν κατακλείδι, η παλαιότερη ανάρτηση δασικών χαρτών, θα πρέπει να βελτιωθεί ουσιαστικά, διότι υπάρχουν ξεκάθαρα σφάλματα, εις βάρος κυρίως ακινήτων ιερών μονών.