Οι πρόσφατες απειλές που εκτοξεύει η Τουρκία έχουν δώσει έναυσμα για την έναρξη ενός διαλόγου στο εσωτερικό της χώρας σχετικά με τον ρόλο και την αξία των συμμαχιών και την πιθανή βοήθεια εκ μέρους άλλων κρατών. Εντύπωση είχε προκαλέσει σε πολλούς η φράση του τέως Υπουργού Εθνικής Άμυνας, Ευάγγελου Αποστολάκη ότι σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία θα είμαστε μόνοι μας. Κι όμως ο τέως Υπουργός είπε κάτι το οποίο είναι αυτονόητο και η έκπληξη δεν είναι η εν λόγω άποψη αυτή καθεαυτή αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετοί στην Ελλάδα που πιστεύουν ότι μπορούμε να ρισκάρουμε με την Τουρκία, μειώνοντας επικίνδυνα τις αμυντικές δαπάνες καθώς τίποτα δεν πρόκειται να γίνει αλλά κι αν γίνει, όλο και κάποιος τρίτος θα έρθει να πολεμήσει για λογαριασμό μας. Αυτή η αφελής σκέψη όταν κάποιος συνορεύει με ένα αναθεωρητικό κράτος όπως η Τουρκία, με μηδενικό σεβασμό στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και αρπακτική συμπεριφορά, είναι η καλύτερη συνταγή για εθνική αυτοχειρία. Αποδεικνύει μια παντελή έλλειψη του πώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα, νόμισμα του οποίου αποτελεί η ισχύς και βασικός του κανόνας είναι ότι το κάθε κράτος οφείλει να φροντίζει από μόνο του για την επιβίωσή του (αυτοβοήθεια). Ίσως σε ένα μακρινό μέλλον να έχουν καταργηθεί τα σύνορα, να έχει επέλθει αφοπλισμός και οι λαοί να συνεργάζονται και να ζούνε αγαπημένοι ως μέλη μιας κοινής πανανθρώπινης οικογένειας. Στην παρούσα φάση όμως αυτό είναι ένα ουτοπικό σενάριο και οφείλουμε να λειτουργούμε με τους κανόνες του ισχύοντος διεθνούς συστήματος αν εκτιμούμε την ελευθερία μας και έχουμε ως γνώμονα την κρατική μας επιβίωση.
Οι Λατίνοι έλεγαν πολύ σωστά, «Si vis pacem para bellum» δηλαδή αν θες ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο. Αντίστοιχα ο Λέων Τρότσκι έλεγε «Μπορεί εσύ να μην ενδιαφέρεσαι για τον πόλεμο, αλλά ενδιαφέρεται ο πόλεμος για σένα». Εν ολίγοις, ο κίνδυνος ενός πολέμου είναι πάντα παρών και αν δεν φροντίσεις να έχεις αρκετή ισχύ ώστε να φοβάται ο εν δυνάμει αντίπαλος ότι το κόστος που θα έχει από μια πιθανή επίθεση θα είναι μεγαλύτερο από το όφελος, τότε απλά αυξάνεις τις πιθανότητες μιας ένοπλης σύρραξης. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της αποτροπής, η οποία δεν έχει επιθετικό αλλά καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Μπορεί σε πολλούς να φανεί κυνική και ακατανόητη η λογική της ισορροπίας δυνάμεων, έτσι όμως διεξάγεται το παιχνίδι στη διεθνή κονίστρα. Επί παραδείγματι, κατά τον John Mearsheimer, η μακροχρόνια ειρήνη που βίωσε η Ευρώπη κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, οφείλετο στην μεγάλη συγκέντρωση πυρηνικών όπλων τόσο από πλευράς ΗΠΑ (ΝΑΤΟ) όσο και από πλευράς ΕΣΣΔ. Αυτή η ισορροπία του τρόμου κατά ειρωνικό τρόπο λειτουργούσε ω εγγύηση ότι καμία πλευρά δεν θα προχωρούσε σε επιθετικές ενέργειες καθώς οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες (δόγμα της αμοιβαίας και εξασφαλισμένης καταστροφής).
Σε μια περιοχή λοιπόν όπως η Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου τα θρησκευτικά και εθνικά πάθη δεν έχουν εξαφανισθεί και χώρες όπως η Τουρκία λειτουργούν ως άρπαγες, δεν έχεις την πολυτέλεια να σκέφτεσαι και να λειτουργείς σαν να ζεις στην Ελβετία. Η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου είναι καλή αλλά αν δεν έχεις τη δύναμη να το επιβάλλεις τότε δυστυχώς καταντάει απλό ευχολόγιο, όπως πολλές φορές έχουν αποδείξει οι αποφάσεις του ΟΗΕ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο αποτελεί και ένα μνημειώδες κείμενο πολιτικού ρεαλισμού μας το παραδίδει ο Θουκυδίδης μέσα από το διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους, όπου όταν οι δεύτεροι επικαλέστηκαν το δίκαιο για να αρνηθούν τα αιτήματα των πρώτων έλαβαν ως απάντηση πως «επιβάλλεται να επιδιώξουμε και εμείς και εσείς ό,τι θεωρούμε αληθώς κατορθωτό, αφού εξίσου γνωρίζουμε και οι δύο, ότι κατά τη συζήτηση των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξία έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμη προς επιβολή αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του.»
Θα αναρωτηθεί ευλόγως κάποιος, ποιά είναι η αξία των συμμαχιών αν οφείλουμε από μόνοι μας να έχουμε την απαραίτητη ισχύ για αντιμετωπίσουμε τον εκάστοτε κίνδυνο. Πολύ απλά, η εξασφάλιση της απαραίτητης ισχύος είναι ο πρωταρχικός στόχος του κάθε κράτους, οι συμμαχίες δρουν σε δεύτερο επίπεδο επικουρικά του πρωταρχικού στόχου. Η αξία μιας συμμαχίας για ένα κράτος είναι όση και η σημασία αυτού του κράτους για τη συμμαχία. Αν είσαι ισχυρός από μόνος σου, θα έρθουν και άλλοι να σε βοηθήσουν γιατί γνωρίζουν ότι όταν και αν βρεθούν σε ανάγκη, θα μπορούν και αυτοί με τη σειρά τους να υπολογίζουν στη δύναμή σου. Με άλλα λόγια, για να μπορεί να επωφεληθεί ένα κράτος από μια συμμαχία θα πρέπει να δρα ως πάροχος και όχι μόνο ως καταναλωτής ασφάλειας. Προκειμένου όμως να μπορείς να παρέχεις ασφάλεια, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαθέτεις ισχύ.
Είναι πολύ σημαντικό να διδαχθούμε από επιτυχημένα παραδείγματα συμπεριφοράς και στρατηγικής άλλων κρατών στη διεθνή κοινότητα. Μια χώρα από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα είναι το Ισραήλ, το οποίο από πολλές πλευρές έχει αρκετά κοινά με τη χώρα μας. Το Ισραήλ αν και μικρό τόσο σε μέγεθος όσο και σε πληθυσμό έχει καταφέρει διαχρονικά να ανταπεξέλθει με επιτυχία στις πολύ σοβαρές απειλές κατά της ύπαρξής του, οι οποίες προέρχονται από κατά πολύ μεγαλύτερες χώρες του αραβικού και μη, κόσμου. Αξίζει να εξετάσουμε πώς το Ισραήλ, αντιλαμβανόμενο τις σημαντικές προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετώπιζε έθεσε ως αδήριτη ανάγκη την στήριξη πρωτίστως στις δικές του δυνάμεις και δευτερευόντως σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.
Ο Ben Gurion, ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, είχε διατυπώσει αρχικά το δόγμα ότι καθώς η χώρα του δεν έχει φίλους στην περιοχή, όφειλε να δημιουργήσει ένα μεγάλο περιφερειακό δακτύλιο που θα περιλάμβανε χώρες που δεν είναι αραβικές και έχουν λόγους να είναι σύμμαχοί του. Η πρώτη χώρα ήταν το Ιράν υπό το φιλοδυτικό καθεστώς του Σάχη, η δεύτερη χώρα ήταν η Τουρκία που θεωρείτο φιλοδυτική και κοσμική και η τρίτη χώρα ήταν η Αιθιοπία που ήταν χριστιανική, φιλοδυτική υπό τον αυτοκράτορα Haile Selassie και η οποία διαθέτοντας την πλειονότητα των πηγών του Νείλου μπορούσε να ασκήσει πίεση στην Αίγυπτο. Τελικά το Ισραήλ αν και ανέπτυξε αυτή την περιφερειακή στρατηγική, δεν χρειάστηκε να την χρησιμοποιήσει γιατί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και κυρίως κατά τη διάρκεια της προεδρίας Kennedy, ανέπτυξε και άρχισε να βασίζεται στην στρατηγική σχέση συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Παράλληλα όμως και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο, ανέπτυξε μια στρατηγική αποτροπής που θα λειτουργούσε ως έσχατη λύση (last resort), την επιλογή Σαμψών (Samson Option). Η δημιουργία δηλαδή, ενός στρατιωτικού προγράμματος πυρηνικών, τα οποία θα χρησιμοποιούντο ως μαζική ανταπόδοση σε περίπτωση επίθεσης από άλλο κράτος. Οι ΗΠΑ υποστήριζαν ότι το Ισραήλ δεν χρειαζόταν ένα πυρηνικό πρόγραμμα γιατί θα του παρείχαν όσο συμβατικό οπλισμό χρειαζόταν. Στη συζήτηση όμως του θέματος στο υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ, ο Moshe Dayan υποστήριξε ότι έπρεπε να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός πυρηνικού οπλοστασίου γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα ήταν εξαρτημένοι πάντα από τις διαθέσεις των ΗΠΑ. Αν όμως προχωρούσαν, οι ΗΠΑ θα ήταν αναγκασμένες να τους παρέχουν όσο συμβατικό οπλισμό χρειάζονταν για να μην χρησιμοποιήσουν τα πυρηνικά. Η λογική λοιπόν της ενίσχυσης της χώρας με πυρηνικό οπλοστάσιο εδραζόταν στην πεποίθηση ότι χωρίς πυρηνικά, η ασφάλεια του Ισραήλ εξαρτάται από τις διαθέσεις τρίτων (εξάρτηση από ΗΠΑ) ενώ στην αντίθετη περίπτωση από το ίδιο το κράτος καθώς η αμερικανική υποστήριξη εξασφαλίζεται από τη δυνατότητα του Ισραήλ να κάνει χρήση των πυρηνικών του.
Φυσικά δεν υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει πυρηνικό πρόγραμμα, το σημείο εστίασης είναι η λογική της επιλογής που έκανε το Ισραήλ. Δεν εφησυχάστηκε επειδή ανέπτυξε μια στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ, ούτε ρίσκαρε την επιβίωσή του στηριζόμενο σε μια υπόσχεση παροχής υποστήριξης από ένα τρίτο κράτος. Αντιθέτως αύξησε την δική του ισχύ σε τέτοιο επίπεδο ώστε να αναγκάσει τις ΗΠΑ να του παρέχουν την υποστήριξη που χρειαζόταν. Έγινε τόσο ισχυρό ώστε ταυτόχρονα να διαθέτει ικανή και αξιόπιστη αποτροπή προς τους εχθρικά διακείμενους αλλά και να αποτελεί σεβαστό και πολύτιμο μέλος κάθε συμμαχίας.
Δεν αναιρείται σαφώς η αξία διεθνών οργανισμών και του Διεθνούς Δικαίου, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία. Αυτό που επισημαίνεται είναι ότι όλα αυτά είναι ανθρώπινες συμβάσεις και απαιτούν αμοιβαίο σεβασμό για να λειτουργήσουν. Όταν όμως όλες αυτές οι τεχνητές κατασκευές καταρρέουν, όπως έχει γίνει πολλάκις κατά το παρελθόν, το μόνο εργαλείο που απομένει είναι η ισχύς. Όπως εύστοχα υποστήριζε ο Παναγιώτης Κονδύλης, «Όταν καθιερωμένοι θεσμοί και παμπάλαια έθιμα παραμερίζονται στο άψε-σβήσε, όταν τα ιερά δεσμά της θρησκείας και της ηθικής καταρρακώνονται αιφνίδια, όταν ακόμα και οι λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους – τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι όλα αυτά είναι τεχνητές κατασκευές και θεσμίσεις, όχι γεννήματα της Φύσης. Πίσω από το σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της Φύσης: είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από τους Μηλίους να υποταγούν. Δεν το ζητούν με τη συνείδησή τους βεβαρημένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυροτέρου».
Ενδεχομένως κάποιος να υποστηρίξει ότι αν εξοπλιστεί το κράτος Α τότε ωθεί και το κράτος Β να εξοπλιστεί καθώς η αύξηση ισχύος του Α δημιουργεί παραστάσεις απειλής στο Β. Όντως αυτό συμβαίνει και είναι το γνωστό δίλημμα ασφαλείας. Ποιός όμως μπορεί αξιόπιστα να διαβεβαιώσει ένα κράτος ότι αν αφοπλιστεί, θα πράξουν το ίδιο και όλα τα άλλα; Εν προκειμένω, το δεδομένο είναι ότι η Τουρκία παρά την εύθραυστη οικονομία της εξοπλίζεται με φρενήρεις ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει κάποιος νουνεχής που πιστεύει ότι όλη αυτή η στρατιωτική ισχύς δεν θα χρησιμοποιηθεί είτε έμμεσα (απειλή χρήσης βίας) είτε άμεσα (χρήση βίας) για την αλλαγή των γεωπολιτικών δεδομένων υπέρ της Τουρκίας; Επομένως, καθώς δυστυχώς ο κόσμος μας δεν είναι αγγελικά πλασμένος, οφείλουμε να μεριμνούμε πρωτίστως μόνοι μας για την εξασφάλιση της επιβίωσής μας και την υποστήριξη των εθνικών μας συμφερόντων και αυτές οι ενέργειες βασίζονται στην διαθέσιμη ισχύ. Κάθε βοήθεια από συμμάχους οφείλει να είναι επικουρική και να μην αποτελεί αιτία εφησυχασμού. Εν κατακλείδι, υπάρχουν δύο επιλογές, είτε αντιλαμβανόμαστε ρεαλιστικά πώς λειτουργεί το διεθνές σύστημα και ενεργούμε αναλόγως για να επιβιώσουμε στον πραγματικό κόσμο είτε υιοθετούμε έναν ουτοπικό ιδεαλισμό και προχωράμε σε εθνική αυτοχειρία μέσα σε ένα όνειρο.