Με ευρύτατη πολιτική συναίνεση υπερψηφίστηκε στην Ολομέλεια του Ελληνικού Κοινοβουλίου το σχέδιο νόμου «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και υιοθεσίας και άλλες διατάξεις». Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΔΗΣΥ και Ποτάμι, το ΚΚΕ δήλωσε «παρών», ενώ κατά ψήφισαν η Ένωση Κεντρώων και η Χρυσή Αυγή. Σε ότι αφορά το άρθρο 8, με το οποίο δίνεται η δυνατότητα και σε ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης να γίνουν ανάδοχοι διενεργήθηκε ονομαστική ψηφοφορία. Από τους συνολικά 264 βουλευτές που ψήφισαν, υπέρ του άρθρου τάχθηκαν 161 βουλευτές και κατά 103.
Ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή, κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και υιοθεσίας και άλλες διατάξεις»
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η νομοθετική πρωτοβουλία, για την οποία θα κληθούμε να ψηφίσουμε σε λίγο και συζητάμε στην Ολομέλεια χθες και σήμερα, πιστεύω ότι έχει μια ξεχωριστή σημασία. Και αυτός είναι ο λόγος που ζήτησα να πάρω τον λόγο σήμερα.
Έχω την αίσθηση ότι η δημόσια συζήτηση για το νομοσχέδιο αυτό εστιάστηκε -κακώς κατά την άποψή μου- σε ένα μόνο άρθρο του νομοσχεδίου. Δεν το θεωρώ ασήμαντο, ωστόσο νομίζω ότι το μεγάλο θέμα σήμερα είναι η στάση της πολιτείας απέναντι στα παιδιά που στερούνται της δυνατότητας να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή και μεγαλώνουν στα ιδρύματα, παιδιά τα οποία, δυστυχώς, στα μάτια της πολιτείας μέχρι σήμερα ήταν σχεδόν αόρατα, θα έλεγε κανείς παιδιά ενός κατώτερου θεού που στερούνται της δυνατότητας να ζουν και να ωριμάζουν σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια.
Αυτά τα παιδιά, λοιπόν, είναι που πρέπει να έχουμε σήμερα στο μυαλό μας. Και ο λόγος που κατατέθηκε αυτό το νομοσχέδιο -και βεβαίως έγινε και πολύ ουσιαστική μελέτη και δουλειά μέχρι να καταρτιστεί αυτό το νομοσχέδιο- ήταν για να σταματήσει επιτέλους αυτό το όργιο της γραφειοκρατίας και των δεκάδων θεσμικών εμποδίων, για να μπορέσει να δοθεί μια ευκαιρία, μια δυνατότητα να βιώσουν αυτά τα παιδιά ένα καλύτερο μέλλον και να μην στερηθούν για πάντα αυτό που άδικα έχασαν, ένα σπίτι, μια οικογένεια, ιδίως όταν ξέρουμε πολύ καλά ότι για κάθε παιδί που τα στερείται, υπάρχουν, την ίδια στιγμή, πολλοί άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να τα προσφέρουν, άνθρωποι που έχουν πάρει την απόφαση να αλλάξουν τη ζωή τους και να προσφέρουν την αγάπη τους είτε ως ανάδοχοι είτε ως θετοί γονείς.
Σας καλώ να αναρωτηθείτε το εξής: Γιατί είναι τόσο δύσκολο μέχρι σήμερα όλο αυτό; Γιατί είναι τόσο δύσκολο για τις δύο αυτές πλευρές να βρεθούν μαζί; Γιατί η γραφειοκρατία και τα θεσμικά κενά να γίνονται εμπόδιο, πολλές φορές απροσπέλαστο, ανάμεσά τους;
Πιστεύω ότι σε αυτά ακριβώς τα ερωτήματα έρχεται σήμερα να απαντήσει αυτό το νομοσχέδιο. Και υπ’ αυτήν την έννοια θεωρώ ότι είναι μια θεσμική τομή, υπ’ αυτήν την έννοια πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό αυτό το νομοσχέδιο να το αντιμετωπίσουμε χωρίς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Δεν χωράνε -πιστεύω- σε τέτοιου είδους ζητήματα μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Ποια σκοπιμότητα μπορεί να ωθήσει ορισμένους να πουν «Όχι» σε μια προσπάθεια τομής προς όφελος των παιδιών που στερούνται της αγάπης και της φροντίδας; Και ποια σκοπιμότητα είναι αυτή που θα μπορούσε να ωθήσει ορισμένους να πουν «Ναι» στη διαιώνιση ενός καθεστώτος που εμποδίζει χιλιάδες νέα ή μεγαλύτερα ζευγάρια να προσφέρουν σε ένα παιδί αγάπη;
Τι έρχεται, λοιπόν, να επιλύσει αυτό το νομοσχέδιο;
Το πρώτο πράγμα που επιλύει είναι το ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε ιδρύματα, παύουν, επιτέλους, να είναι αόρατα από την πολιτεία. Κανένα κράτος και καμιά συντεταγμένη πολιτεία δεν μπορεί να επιτρέπει να αντιμετωπίζονται αυτές οι ψυχές ως οι εν δυνάμει απόκληροι της κοινωνίας. Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτή η αδιαφορία που υποθηκεύει το μέλλον τους, γιατί είναι θλιβερό σήμερα το γεγονός ότι αδυνατούμε ως πολιτεία να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό αυτών των παιδιών που φιλοξενούνται στα ιδρύματα. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και πρέπει κάποια στιγμή να την αντιμετωπίσουμε.
Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, είναι ότι δημιουργούμε έναν ηλεκτρονικό φάκελο με τα στοιχεία του κάθε παιδιού ξεχωριστά, για να γνωρίζουμε πόσα είναι και ποια είναι αυτά τα παιδιά που αναζητούν οικογένεια, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε εν συνόλω το ζήτημα, έχοντας έναν αυτονόητο, νομίζω, στόχο μακροπρόθεσμα: Κανένα παιδί στο περιθώριο, κανένα παιδί σε ίδρυμα.
Μέσα από αυτήν τη διαδικασία της καταγραφής, η οποία θα ξεκινήσει τους επόμενους μήνες, θα διευκολυνθεί η διαδικασία αναδοχής ή υιοθεσίας, η οποία θα έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη του ηλεκτρονικού φακέλου για το κάθε παιδί.
Και επιπροσθέτως αυτός ο ηλεκτρονικός φάκελος διασφαλίζει επιπλέον και κάτι πολύ σημαντικό. Ότι όταν το παιδί ενηλικιωθεί, θα μπορεί, αν το θελήσει, να ανατρέξει σε αυτά τα στοιχεία και να αναζητήσει τις ρίζες του, ώστε να αποφεύγονται πλέον τα ανθρώπινα δράματα που γνωρίζουμε ότι έχουν παρουσιαστεί σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν με ανθρώπους που αναζητούν μάταια να βρουν τις ρίζες και τους φυσικούς τους γονείς.
Το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που επιλύουμε -αν το πρώτο αφορά τα παιδιά- αφορά τους υποψήφιους γονείς. Τους ανθρώπους, δηλαδή, που μέχρι σήμερα υποχρεώνονται σε μία πολυετή αναμονή, που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει μέχρι και τα έξι χρόνια, μέχρι να προχωρήσουν οι διαδικασίες. Ανθρώπους, δηλαδή, που θέλουν να προσφέρουν αγάπη και που βρίσκουν ένα παιδί που μπορεί να μην έχει πάει ακόμη στο σχολείο και μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία, το παιδί αυτό είναι στο γυμνάσιο. Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζουν σήμερα εκατοντάδες ζευγάρια γύρω μας.
Προχωράμε, λοιπόν, σε μία σειρά από ρυθμίσεις, ώστε αυτή η επίπονη και ψυχοφθόρα αναμονή, να περιοριστεί. Να επισπευσθούν οι διαδικασίες. Η αναδοχή θα έχει πλέον μέγιστο διάστημα ολοκλήρωσης τους οκτώ έως δώδεκα μήνες, αντί για χρόνια, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα. Αντιστοίχως και η υιοθεσία οκτώ έως δώδεκα μήνες και μετά θα εκκρεμεί μόνο η δικάσιμος για την οποία θα υπάρξει, επίσης, η σχετική μέριμνα και ο συντονισμός με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ώστε να ορίζεται κατά προτεραιότητα και έτσι να επισπεύδεται η όλη διαδικασία.
Άρα, λοιπόν, μετατρέπουμε μία υπόθεση που σήμερα είναι φθορά ψυχής αρκετών χρόνων για εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες ζευγάρια, σε μία υπόθεση η οποία θα μπορεί να διεκπεραιώνεται επιτυχώς μέσα σε ένα μόνο έτος. Θα σταματήσει, λοιπόν, αυτό το βασανιστήριο και για τους υποψήφιους γονείς, αλλά και για τα παιδιά. Και αυτό νομίζω ότι σε τελική ανάλυση είναι μία πολύ σημαντική συνεισφορά απέναντι στους συνανθρώπους μας. Είναι θα έλεγα ανθρώπινο χρέος από την πλευρά μας, από την πλευρά της πολιτείας, απέναντι σε συνανθρώπους μας που θέλουν να κάνουν ό,τι πιο ανθρώπινο έχει η φύση μας, να προσφέρουν και να λάβουν αγάπη.
Σ’ αυτό το σημείο, θέλω να αναφερθώ στο θέμα που προκάλεσε αρκετή σύγχυση στη δημόσια συζήτηση, είτε λόγω άγνοιας είτε όμως και λόγω σκοπιμοτήτων.
Αρχικά θέλω να αναφερθώ στη σύγχυση που αφορά τη διάκριση ανάμεσα στην αναδοχή και την υιοθεσία. Κάποιοι λανθασμένα ταυτίζουν την υιοθεσία που αποτελεί μία διαδικασία η οποία εγκρίνεται σε τελικό στάδιο από δικαστήριο με την αναδοχή. Η αναδοχή προβλέπει ότι το παιδί έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στους φυσικούς του γονείς, οι οποίοι, επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια της αναδοχής, θα πρέπει να έχουν επαφή μαζί του.
Θα έλεγα -νομίζω χωρίς υπερβολή- ότι η αναδοχή ως πράξη αποτελεί υπόδειγμα αλτρουισμού, αλληλεγγύης και προσφοράς για όσους το επιλέγουν. Γιατί επιλέγουν μόνο να δώσουν σε ένα παιδί, χωρίς να αποκτήσουν δικαιώματα επάνω σε αυτό. Και συνάπτεται, μέσα από μία συμβολαιογραφική πράξη, αφού έχουν προχωρήσει οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
Τι κάνει, λοιπόν, το νομοσχέδιο αυτό, πέραν της χρονικής επίσπευσης για την οποία σας μίλησα πριν από λίγο. Καθιστά ενιαίο το πλαίσιο καταλληλόλητας των αναδόχων ή θετών γονέων για κάθε περίπτωση, μέσα από μία συγκεκριμένη, αδιάβλητη και με επιστημονικά κριτήρια διαδικασία, στην οποία οι υποψήφιοι γονείς, μεταξύ άλλων, ελέγχονται και περνούν και από μαθήματα γονεϊκότητας. Και όλη αυτή η διαδικασία θα εποπτεύεται και θα συντονίζεται από το Εθνικό Συμβούλιο για την Αναδοχή και την Υιοθεσία, το οποίο θα υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας.
Αυτή είναι η ουσία αυτού του νομοσχεδίου, να διευκολύνουμε τους συνανθρώπους μας που θέλουν να δώσουν αγάπη στα παιδιά που τη στερούνται. Και να δώσουμε βεβαίως προτεραιότητα στην ανάγκη αυτών των παιδιών να βρουν οικογένεια και να μεγαλώσουν υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες γι’ αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον αγάπης και φροντίδας.
Τώρα, το γιατί όλες αυτές τις μέρες, όλες αυτές τις βδομάδες δεν συζητάμε στη δημόσια σφαίρα για την ουσία του νομοσχεδίου, που πιστεύω ότι αποτελεί μια μεγάλη κοινωνική τομή και συζητάμε για μια λεπτομέρειά του, που αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό των υποψήφιων προς αναδοχή γονέων, είναι ένα ερώτημα το οποίο εγώ θα προσπαθήσω να το απαντήσω.
Μια μερίδα συναδέλφων μας ή και πολιτικών δυνάμεων σε αυτήν εδώ την Αίθουσα το κάνει αυτό επειδή αρέσκεται στο να αναπαράγει στερεότυπα και φοβικά σύνδρομα, αναχρονιστικά εν πολλοίς.
Μια άλλη μερίδα το κάνει γιατί αυτό που την τρέφει δεν είναι η αγάπη, αλλά το μίσος για τον συνάνθρωπο, το μίσος γι’ αυτόν που είναι ξένος, το μίσος για τον αλλόθρησκο, το μίσος γι’ αυτόν που είναι διαφορετικός και έχει άλλες ιδέες από τις δικές μας. Ακόμα και η υποτιθέμενη αγάπη για την πατρίδα είναι ψεύτικη επιτηδευμένη και φαλκιδεμένη, γιατί την αγάπη για την πατρίδα σου δεν μπορείς να τη στηρίζεις στο μίσος για την πατρίδα του αλλουνού.
Συνεπώς, μια μερίδα των αντιδράσεων προέρχεται από αυτούς που το μίσος τούς τρέφει και τρέφονται από αυτό και άρα είτε είναι αλλεργικοί είτε δεν μπορούν να κατανοήσουν έναν νόμο που ασχολείται με το να διευκολύνει τους συνανθρώπους μας που θέλουν να προσφέρουν αγάπη.
Υπάρχει, όμως, κι άλλη μια κατηγορία, όπως είπα πριν, που αναπαράγει την υποκρισία, θα έλεγα, φοβικά σύνδρομα και στερεότυπα, στο όνομα μάλιστα μιας θρησκείας που είναι δομημένη πάνω στον άξονα της αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Εξ’ ου και η υποκρισία.
Εγώ, όμως, δεν θα σταθώ σε όλα αυτά. Θα πω μονάχα ότι η πολιτεία μας και ως εκ τούτου εμείς οι Βουλευτές που νομοθετούμε είμαστε υποχρεωμένοι εκ του Συντάγματος να αντιμετωπίζουμε τους συνανθρώπους μας ισότιμα. Ταυτόχρονα, η πολιτεία είναι υποχρεωμένη να διασφαλίζει τις συνθήκες ώστε τα παιδιά να βρεθούν στο καλύτερο δυνατό περιβάλλον αγάπης και φροντίδας και οι συνθήκες αυτές σχετίζονται με μια σειρά από πράγματα, μεταξύ των οποίων όμως σίγουρα δεν μπορεί να βρίσκεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός των υποψήφιων γονέων.
Στην Ελλάδα του 2018, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οι αξίες του ορθού λόγου, της ισότητας και της προόδου, πιστεύω ότι είναι και θα είναι, πρέπει να είναι και να συμβάλλουμε όλοι μας ώστε να είναι, πάνω από στερεότυπα και φοβικά σύνδρομα. Και σε ό,τι μας αφορά ως Κυβέρνηση αυτού του τόπου, θα είμαστε απόλυτα συνεπείς με αυτό.
Παρακολούθησα το δημόσιο διάλογο, αλλά και τις επίσημες τοποθετήσεις των κομμάτων. Με στεναχώρια θα το πω, αλλά η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη μπορεί, αν θέλει, να μας παραδώσει εδώ άλλο ένα μάθημα, είναι δικαίωμά της –γιατί αυτό κάνει- για το ποιος είναι πραγματικά λαϊκιστής και λογαριάζει μόνο το πολιτικό κόστος και ποιος είναι αληθινά, στην πράξη και όχι στα λόγια, φιλελεύθερος, όχι με την οικονομική διάσταση του όρου, αλλά με την κοινωνική. Μπορεί να μας δώσει ένα μάθημα για το ποιος είναι πραγματικά προοδευτικός και ποιος συντηρητικός, λέγοντας για κάτι αυτονόητο: «Μα, δεν έχει ωριμάσει η κοινωνία, για να το ψηφίσουμε».
Είναι δικαίωμα του κυρίου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας να το κάνει αυτό. Εγώ μόνο ένα πράγμα θέλω να πω. Δεν είναι στην Αίθουσα. Θα του το μεταφέρουν οι συνάδελφοι της παράταξής του. Εμείς τον ευχαριστούμε γι’ αυτό, γιατί κάνει τα πράγματα πιο καθαρά σε ορισμένους που πίστεψαν ότι είναι δήθεν πολιτικός του φιλελεύθερου κέντρου. Στην πραγματικότητα, είναι βαθιά συντηρητικός και πολλές φορές φλερτάρει με αναχρονιστικές ιδέες, αλλά φλερτάρει επικίνδυνα και με τον ακροδεξιό λαϊκισμό σε κάθε ουσιαστικό βήμα που κάνει αυτή η Κυβέρνηση σε ζητήματα που αφορούν τα ατομικά δικαιώματα.
Εμείς από την πλευρά μας θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε με βάση τις αρχές μας, αγνοώντας πολλές φορές το πολιτικό κόστος που δημιουργούν και αναπαράγουν μαζικά μέσα ενημέρωσης και μέσα αναπαραγωγής στερεοτύπων, όπως κάναμε, άλλωστε, σε μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες, από τον νόμο για την ιθαγένεια, πάλι με το βλέμμα στραμμένο στα χιλιάδες παιδιά που γεννήθηκαν εδώ και στερούνταν μέχρι την ψήφισή του στοιχειωδών δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος να απολαμβάνουν ισότιμα την ελληνική παιδεία, μέχρι την επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια και τη νομική κατοχύρωση ταυτότητας φύλου.
Εμείς θα συνεχίσουμε να είμαστε συνεπείς στην προσπάθειά μας να υπηρετήσουμε τις αρχές της προόδου, της ισότητας και της δικαιοσύνης σ’ αυτόν τον τόπο σε όλα τα επίπεδα, διότι αυτές οι αρχές συγκροτούν τα θεμέλια της Ελλάδας που οραματιζόμαστε, της Ελλάδας της νέας εποχής που χτίζεται ξανά μέρα με τη μέρα μέσα από τα ερείπια που άφησε πίσω της μια πρωτοφανής οικονομική κρίση, μια Ελλάδα, όμως, που εμείς την οραματιζόμαστε Ελλάδα της προόδου και της δικαιοσύνης σε μια κοινωνία αλληλεγγύης και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αυτό κάνουμε. Αυτό προσπαθούμε. Γι’ αυτό αγωνιζόμαστε και δεν θα μας σταματήσει κανείς σ’ αυτήν μας την προσπάθεια.
Ευχαριστώ πολύ.