Χαίρομαι κύριε Πρόεδρε που εξακολουθούμε εδώ στη Βουλή των Ελλήνων να δίνουμε το καλό παράδειγμα ως προς την προσοχή την οποία όλοι πρέπει να δείχνουμε, καθώς ο κορονοϊός -όπως σωστά είπατε- δεν μας έχει εγκαταλείψει ακόμα. Και καθώς ανοίγουμε σταδιακά την κοινωνία μας, σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες, οφείλουμε όλοι να είμαστε διπλά προσεκτικοί.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, μία θετική εξέλιξη εθνικών διαστάσεων επιβάλλει να αρχίσω σήμερα στη Βουλή την ομιλία μου με αυτή. Χθες η Ελλάδα υπέγραψε την πρώτη στην ιστορία της συμφωνία για καθορισμό Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Σε συνεργασία με την Ιταλία ορίστηκαν οι θαλάσσιες περιοχές που θα μπορεί να αξιοποιεί η κάθε χώρα. Και με οδηγό τόσο το Διεθνές Δίκαιο όσο και το Δίκαιο της Θάλασσας, αναγνωρίστηκε με τον πιο επίσημο τρόπο ότι τα νησιωτικά εδάφη έχουν κυριαρχικά δικαιώματα όπως και τα χερσαία.
Είναι κάτι πολύ σημαντικό, όπως αντιλαμβάνεστε, για τη συνολική εθνική στρατηγική της πατρίδας μας. Η συμφωνία αυτή αποτελεί ένα υπόδειγμα συνεννόησης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας, που αντιμετωπίζει μία εκκρεμότητα 40 ετών. Αποτελεί όμως, ταυτόχρονα, και ένα διεθνές γεγονός, που αποκαθιστά σαφείς κανόνες στη θάλασσα της Μεσογείου και εγγράφεται πλέον ως ιστορικό, πολιτικό και νομικό δεδομένο για ολόκληρη την περιοχή.
Όπως ήδη τόνισα, με τη γειτονική Ιταλία πετύχαμε τα νερά που μας ενώνουν να τα κάνουμε ήρεμα νερά. Μία εστία ειρήνης και συνεργασίας για το κοινό συμφέρον. Και από την άποψη αυτή, τέτοιες διμερείς συνθήκες εύχομαι να βρουν γόνιμη συνέχεια και μεταξύ άλλων κρατών της περιοχής μας.
Η χθεσινή εξέλιξη βέβαια δεν ήρθε ούτε ξαφνικά, ούτε τυχαία. Είναι αποτέλεσμα συστηματικής και αθόρυβης δουλειάς, που αποδεικνύει ότι η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να έχει εθνική αυτοπεποίθηση, γιατί έχει πάντα μαζί της το Διεθνές Δίκαιο. Έχει βέβαια δίπλα της, και πολλούς και ισχυρούς συμμάχους. Έχει και μέσα της τη γνώση, την υπερηφάνεια και τη δύναμη να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της, όποτε πρέπει, όπου πρέπει και όπως πρέπει.
Και χαίρομαι που αυτή την εθνική επιτυχία τη χαιρέτησε, ουσιαστικά, το σύνολο του πολιτικού κόσμου της χώρας. Σε αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να υπάρχουν ανούσιες διαφορές και κομματικές εντάσεις. Εύχομαι το κλίμα αυτό της εθνικής συναίνεσης, το οποίο πάντα αναζητώ, να διατηρηθεί και -γιατί όχι- να επεκταθεί και σε άλλα αντικείμενα, όπως το ζήτημα της Παιδείας, το οποίο συζητούμε σήμερα.
Μιλώντας σήμερα για την Παιδεία, δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω λέγοντας ένα μεγάλο προσωπικό ευχαριστώ στους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές, τους φοιτητές, τους γονείς των μαθητών που κράτησαν ζωντανή τη μάθηση μέσα στην υγειονομική καταιγίδα. Ό,τι δεν μπορεί να αλλάζει, παραλύει. Και στη διάρκεια αυτής της πρωτοφανούς κρίσης ο κόσμος της γνώσης στην Ελλάδα έδειξε μία πρωτοφανή προσαρμοστικότητα στις έκτακτες συνθήκες.
Παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες, διδασκόμενοι αλλά κυρίως διδάσκοντες έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους για να κάνουν πράξη την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Το έκαναν και στα σχολεία, το έκαναν και στα πανεπιστήμια. Και στα σχολεία, στη δύσκολη επιστροφή στις αίθουσες, λειτούργησαν όλοι με ζήλο και με ωριμότητα.
Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, κυρία Υπουργέ, είναι μια μεγάλη κατάκτηση για τη χώρα μας. Κανείς δεν θα ισχυριστεί ότι μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει την τάξη ή το πανεπιστημιακό αμφιθέατρο. Αποτελεί όμως ένα εξαιρετικά χρήσιμο συμπληρωματικό εργαλείο. Και η πανδημία δημιούργησε μία παρακαταθήκη γνώσης αλλά και γνωστικού αντικειμένου πάνω στην οποία πρέπει να χτίσουμε, για να μπορέσουμε να ενδυναμώσουμε κι άλλο την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, είτε μιλάμε για τη συμπληρωματική επιμόρφωση μαθητών και φοιτητών, είτε μιλάμε για την ουσιαστική επιμόρφωση των δασκάλων και των καθηγητών μας, κάτι το οποίο αποτελεί, εξάλλου, πρώτη πολιτική προτεραιότητα αυτής της κυβέρνησης.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, το έχω πει πολλές φορές σε αυτό το βήμα -το είχα πει και κατά τη διαδικασία ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων- η επένδυση στην Παιδεία αποτελεί όρο εθνικής επιβίωσης. Η δεκάχρονη οικονομική κρίση το ανέδειξε, η πολύμηνη υγειονομική περιπέτεια το απέδειξε: Δεν υπάρχει αποτελεσματικό κράτος χωρίς οι αποφάσεις του να εδράζονται στην επιστημονική γνώση, αλλά δεν υπάρχουν και υπεύθυνοι πολίτες δίχως γνώση και δίχως ανοιχτό μυαλό.
Όλα αυτά τα προσφέρει μόνο ένα σύστημα εκπαίδευσης σύγχρονο, ανοιχτό σε όλους. Ένα σύστημα εκπαίδευσης το οποίο θα δίνει εξίσου μεγάλο βάρος στις θετικές επιστήμες αλλά και στις ανθρωπιστικές σπουδές. Ένα σύστημα εκπαίδευσης, με άλλα λόγια, υψηλών προσδοκιών αλλά και υψηλών απαιτήσεων. Ίσως μάλιστα πρόκειται για μία από τις λίγες περιπτώσεις που
ένας λιτός τίτλος σε ένα νομοσχέδιο δικαιώνει την ουσία του: «Αναβάθμιση του Σχολείου», υλική, δομική και θεσμική. Αλλά κυρίως αναβάθμιση ποιοτική, αναμόρφωση των προγραμμάτων, εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού έργου σε νηπιαγωγεία, γυμνάσια και λύκεια και μία σειρά από σημαντικές βελτιωτικές ρυθμίσεις που αφορούν στα δημόσια πανεπιστήμιά μας.
Είναι αλήθεια πως η επίθεση του κορονοϊού καθυστέρησε την εισαγωγή του νομοσχεδίου στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Θυμίζω ότι το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Υπουργικό Συμβούλιο στα τέλη Φεβρουαρίου. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε ούτε το διάλογο με του φορείς, ούτε τη δημόσια διαβούλευση. Και επειδή άκουσα και από το Κομμουνιστικό Κόμμα ορισμένες ενστάσεις για τον χρονισμό κατάθεσης του νομοσχεδίου, θέλω να επισημάνω στην Εθνική Αντιπροσωπεία ότι στην διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης κατατέθηκαν σχεδόν 15.000 -για την ακρίβεια 14.716 σχόλια- προς το Υπουργείο Παιδείας.
Πολλές από τις παρατηρήσεις της δημόσιας διαβούλευσης αλλά και πολλές από τις παρατηρήσεις συναδέλφων κατά τη διαδικασία συζήτησης του νομοσχεδίου στην αρμόδια Επιτροπή, βρήκαν τη θέση τους στο νομοσχέδιο. Απόδειξη ότι, παρά τις ρητορικές εξάρσεις περί δημοκρατίας σε καραντίνα, η δημοκρατία μας και ο κοινοβουλευτισμός λειτούργησε και λειτουργεί και μπόρεσε στην περίπτωση αυτού του νομοσχεδίου να είναι και αληθινά παραγωγικός.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω να σταθώ σε έξι σημαντικές καινοτομίες τις οποίες εισάγει αυτό το νομοσχέδιο. Επιχείρησα να παρακολουθήσω, όσο μου επιτρεπόταν, τη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή αλλά και στην Ολομέλεια. Και προσπαθώ ακόμα να καταλάβω, και για τους έξι αυτούς πυλώνες, πού ακριβώς στηρίζονται, πού ακριβώς εδράζονται οι ουσιαστικές ενστάσεις της αντιπολίτευσης. Γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο να αποδομήσει κανείς ένα τέτοιο νομοσχέδιο, χρησιμοποιώντας πολυφορεμένα κλισέ και τσιτάτα του παρελθόντος.
Αναρωτιέμαι όμως εάν υπάρχει κάποια ουσιαστική, διαφορετική άποψη για το πώς πρέπει να αναμορφώσουμε ουσιαστικά το πρόγραμμα σπουδών, ξεκινώντας από κάτω προς τα πάνω, από το νηπιαγωγείο πηγαίνοντας μετά στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, στο λύκειο, για παιδιά τα οποία θα μπουν στην 1η δημοτικού το 2020 και θα ολοκληρώσουν τον δωδεκαετή κύκλο σπουδών τους, στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση τουλάχιστον, το 2032. Τα παιδιά που θα μπουν στο δημοτικό τον Σεπτέμβριο θα ολοκληρώσουν το σχολείο το 2032 και θα πρέπει όλοι μαζί να σχεδιάσουμε γι’ αυτό το μέλλον, το οποίο αλλάζει με τόσο μεγάλη ταχύτητα. Και θα πρέπει ναι, να εμπλουτίσουμε το γνωστικό αντικείμενο του τι διδάσκουμε σήμερα στα παιδιά μας. Όχι μόνο πώς το διδάσκουμε, αλλά τι τους διδάσκουμε.
Αναρωτιέμαι λοιπόν, κατά πόσο η καθιέρωση εργαστηρίων δεξιοτήτων με τέσσερις σημαντικούς θεματικούς κύκλους: ευ ζην, περιβάλλον, κοινωνική ευθύνη και δημιουργική σκέψη και πρωτοβουλία, υπηρετεί ή δεν υπηρετεί αυτό τον σκοπό. Κατά την άποψή μας τον υπηρετεί. Και δυσκολεύομαι να βρω διαφορετική επιχειρηματολογία, γιατί αυτές οι θεματικές, οι οποίες προφανώς και θα προσαρμόζονται ανά ηλικία, ανά τάξη, για ζητήματα που τα παιδιά θα συναντήσουν στη ζωή τους, όπως ο εθελοντισμός, η οικολογική ευαισθησία, η οδική ασφάλεια, η προστασία από φυσικές καταστροφές, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, -θέμα το οποίο ήταν και σε ένα βαθμό παραμένει ταμπού για τα σχολεία μας, αδικαιολόγητα τελείως- ο αλληλοσεβασμός, η ανοχή στη διαφορετικότητα, η πρόληψη από εξαρτήσεις, οι βασικές αρχές δημόσιας υγείας ήρθαν στην επιφάνεια με πολύ μεγάλη ένταση λόγω του κορονοϊού αλλά και γνωστικά αντικείμενα, όπως η επιχειρηματικότητα, η ρομποτική, οι νέες τεχνολογίες, γιατί όχι η τεχνητή νοημοσύνη γιατί αυτά δεν πρέπει να τα διδάσκονται σήμερα τα παιδιά μας, συμπληρώνοντας το ωρολόγιο πρόγραμμα το οποίο καλύπτει τα βασικά γνωστικά αντικείμενα, με τα οποία πρέπει να εξοικειωθούν.
Σκοπός μας δεν είναι μόνο να διαμορφώσουμε παιδιά τα οποία θα έχουν πρόσβαση και γνώση και κατοχή της γνώσης, αλλά να διαμορφώσουμε και σωστούς και υπεύθυνους ανθρώπους της εποχής τους. Μια εποχή που αλλάζει με τόσο γρήγορους ρυθμούς. Και δεύτερο παράθυρο, κατά την άποψή μας, στην πρόοδο είναι, ναι, και η γνωριμία με ξένες γλώσσες από μικρή ηλικία. Άκουσα διάφορα επιχειρήματα τα οποία μπορώ στην καλύτερη περίπτωση να τα χαρακτηρίσω ως παντελώς ανυπόστατα, ότι η ικανότητα που μπορούν να έχουν τα ελληνόπουλα να επικοινωνούν ή να μαθαίνουν αγγλικά είναι κάποιο σχέδιο διεθνούς συνωμοσίας, του ιμπεριαλισμού. Δεν ξέρω ποιων συμφερόντων. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε. Πιο πολλές ευρωπαϊκές χώρες διδάσκουν δεύτερη ξένη γλώσσα στα παιδιά του νηπιαγωγείου από την ηλικία των 4ων ετών. Αυτή είναι και η δική μας πρόθεση.
Και πρέπει να σας πω ότι, επειδή μελέτησα το θέμα επισταμένα, κατά τεκμήριο η επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζει ότι ο εγκέφαλος στην παιδική ηλικία έχει πολύ μεγάλη πλαστικότητα και πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα απορρόφησης διαφορετικών γλωσσών από ό,τι τα παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία. Αυτό μας λέει η επιστήμη. Δεν αμφισβητείται αυτό. Οι απόψεις που ισχυρίζονται το αντίθετο -κύριε Φίλη σας είδα να κουνάτε το κεφάλι σας- είναι μειοψηφικές απόψεις.
Και να σας πω και κάτι; Όποιος έχει παιδιά, το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Γνωρίζει με πόσο μεγάλη ταχύτητα τα παιδιά μπορούν να έχουν πρόσβαση και σε δεύτερη και σε τρίτη γλώσσα και να μην μπλέκεται καθόλου αυτή η εκμάθηση με τη μητρική τους γλώσσα. Και πώς τα παιδιά μαθαίνουν και αποτυπώνουν τη γλώσσα, την προφορά σε πολύ νέα ηλικία και μπορούν
άκοπα, με λιγότερη προσπάθεια, να αφομοιώσουν δεύτερη ή ενδεχομένως και τρίτη γλώσσα. Και ερχόμαστε εμείς σήμερα να ισχυριζόμαστε το αντίθετο; Πάνω σε τι επιστημονικά δεδομένα στηρίζεται αυτή η άποψη;
Και εν πάση περιπτώσει αν δεν θέλουμε, κύριε Φίλη, να μαθαίνουν αγγλικά και θέλουμε να μαθαίνουν ρώσικα ή κινέζικα ή άλλες γλώσσες, εδώ πέρα είμαστε και αυτό να το συζητήσουμε. Αλλά μην έχουμε καμία αυταπάτη ότι τα αγγλικά σήμερα είναι η lingua franca αυτού του πλανήτη και αυτή είναι η γλώσσα με την οποία τα παιδιά πρέπει να έχουν την πρώτη τους εξοικείωση από νεαρή ηλικία. Να σας πω και κάτι ακόμα, κύριε Φίλη, δεν καταλαβαίνω η πολιτική της μη εκμάθησης ξένης γλώσσας σε μικρή ηλικία μήπως τελικά έχει ταξικά χαρακτηριστικά; Μήπως τελικά οι οικογένειες που έχουν μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα φροντίζουν και μπορούν να προνοούν να μαθαίνουν τα παιδιά ξένη γλώσσα από μικρότερη ηλικία και να βρίσκονται τελικά τα παιδιά που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα σε μειονεκτική θέση όταν θα φτάσουν στα 6, στα 7 ή στα 8;
Δεν γνωρίζουμε σε αυτήν την αίθουσα τι μας λένε οι επιστήμονες, ότι ο εγκέφαλος των παιδιών και η δυνατότητα απορρόφησης γνώσης διαμορφώνεται σε πολύ μικρή ηλικία; Κατά συνέπεια έχουμε υποχρέωση στα παιδιά να τους δώσουμε όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα νωρίτερα και όχι αργότερα. Ότι οι ταξικές ανισότητες, που μπορεί να συνοδεύουν τα παιδιά ως αποτέλεσμα γνωστικών ανεπαρκειών, μπορεί να είναι αποτέλεσμα του τι κάνουμε σε αυτά τα πρώτα 6, 7, 8 χρόνια της ζωής των παιδιών; Γι’ αυτό αποδίδουμε τόσο μεγάλη σημασία και στο νηπιαγωγείο και στο τι γίνεται στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Έχει πάρα, πάρα πολύ μεγάλη σημασία αυτό.
Θα αλλάξει άρδην η εικόνα του νηπιαγωγείου ή του Δημοτικού με αυτές τις παρεμβάσεις; Όχι. Θα το ξαναπώ, δεν ισχυρίζομαι -και δεν νομίζω ότι ισχυρίζεται κανείς- ότι ένα νομοσχέδιο όσο καλό και άρτιο είναι, μπορεί να αλλάξει όλη την εικόνα μιας δημόσιας παιδείας η οποία κουβαλάει πολλά προβλήματα. Ομως πιστεύω ότι είναι ένα σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση. Όπως σημαντικό βήμα, κατά την άποψή μας, είναι και η αξιολόγηση των επιδόσεων στο γυμνάσιο και η διεύρυνση των εξεταζόμενων μαθημάτων. Δεν πάμε στα 13 πόσα ήταν – πριν είχατε αλλάξει το νόμο και τα πήγατε στα τέσσερα- αλλά ναι, προσθέτουμε στα εξεταζόμενα,βασικά μαθήματα όπως τα αρχαία, βιολογία, αγγλικά και πληροφορική. Και η γενική παιδεία ενισχύεται με τις βάσεις της κλασικής.
Θέλω, με την ευκαιρία αυτή, να κάνω μία αναφορά σε ένα θέμα το οποίο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, νομίζω άνισες και νομίζω ότι κάπου ενδεχομένως διαστρεβλώθηκε και η πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης: Την αναγραφή της διαγωγής στους τίτλους σπουδών. Ακούω πρόθυμα τον κάθε αντίθετο προβληματισμό. Δεν αντιλαμβάνομαι όμως γιατί το
σχολείο να αυτοπεριορίζεται στη μετάδοση μόνο γνώσεων και όχι ήθους. Να διδάσκει δηλαδή απλώς μαθηματικά, γλώσσα, βιολογία ή χημεία και να μη διδάσκει δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Και γιατί -ένα παράδειγμα να φέρω μόνο- οι μαθητές και οι εκπαιδευτικοί να αδρανούν απέναντι σε φαινόμενα, όπως η ενδοσχολική βία; Άραγε οι πρώτοι δεν έχουν ανάγκη από πρότυπα συμπεριφοράς; Και οι δεύτεροι, οι εκπαιδευτικοί, είναι ανίκανοι να αξιολογούν και να νουθετούν τα παιδιά; Και πρέπει τελικά να υπάρχει ένας μηχανισμός αξιολόγησης και της συμπεριφοράς των παιδιών στο σχολείο;
Το επιχείρημα το οποίο άκουσα σήμερα είναι ότι η διαγωγή θα συνοδεύσει το παιδί για ολόκληρη τη ζωή του ως ένα στίγμα κάποιας κακής συμπεριφοράς. Δεν μου λέτε, το ίδιο δεν ισχύει και για τον ίδιο το βαθμό του απολυτηρίου; Όταν ένα παιδί ας πούμε, έχει υψηλό βαθμό, ένα παιδί έχει χαμηλό βαθμό. Αυτό, κάποιος που θα δει το απολυτήριο, δεν θα το λάβει υπόψη του;
Και πρέπει ή δεν πρέπει εν πάση περιπτώσει, να γνωρίζει το παιδί, όχι με τιμωρητική διάθεση, ότι υπάρχει ένα φίλτρο το οποίο, ναι, αξιολογεί και τη συμπεριφορά του στο σχολείο; Όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τόσο μεγάλα ζητήματα, όπως το bullying, όπως συμπεριφορές ανατριχιαστικές για όποιον είναι γονέας, με νέα παιδιά τα οποία επιδίδονται σε πράξεις που δεν μπορεί κανείς εύκολα να τις δικαιολογήσει και ούτε θέλω να επιρρίψω την ευθύνη κατά ανάγκη στο παιδί για τέτοιες πράξεις, αλλά θέλουμε ή δεν θέλουμε ένα φίλτρο αξιολόγησης συμπεριφοράς;
Το λέμε διαγωγή. Θα προσδιοριστεί με υπουργική απόφαση ο χαρακτήρας της. Μπορεί να έχει περιγραφικό χαρακτήρα. Μπορεί να πρέπει να ξεφύγουμε από τη λέξη «κοσμιοτάτη» και «κοσμία», που ενδεχομένως να παραπέμπει σε μία άλλη εποχή, αλλά δεν είναι αυτό το βασικό ζητούμενο της σημερινής συζήτησης. Το ζητούμενο είναι αν πρέπει ή όχι να υπάρχει μία αξιολόγηση και της συμπεριφοράς των παιδιών. Κατά την άποψή μας, πρέπει να υπάρχει και αυτό υπηρετεί το συγκεκριμένο άρθρο του νομοσχεδίου.
Έρχομαι τώρα σε μία επόμενη μεγάλη τομή του νομοσχεδίου για την οποία πιστεύω ότι αρκούν μόνο κάποια λόγια, τα οποία γράφτηκαν σε μία άλλη εποχή. Διαβάζω: «Η οργάνωση των σχολείων πρέπει να βασίζεται στην ψυχική εξέλιξη των παιδιών και στα ενδιαφέροντά των, καθώς και στις ανάγκες των επαγγελμάτων. Η επιλογή των ικανών και των ειδικά προικισμένων παιδιών πρέπει να γίνει το μόνο κριτήριο για την κατάταξή τους στα διάφορα είδη σχολείων». Το απόσπασμα αυτό αφορά ένα δημόσιο και δημοκρατικό θεσμό που συκοφαντήθηκε και συκοφαντείται και σήμερα ακόμα, και πολεμήθηκε και πολεμάται και σήμερα ακόμα όσο λίγοι: Τα πρότυπα και πειραματικά σχολεία. Αυτά τα οποία
χαρακτηρίστηκαν από εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ ως «καρκίνωμα», επαναλαμβάνω, «καρκίνωμα στα σπλάχνα της δημόσιας εκπαίδευσης».
Το απόσπασμα το οποίο διάβασα, κύριε Φίλη και κυρίες και κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, είναι γραμμένο το 1927 από τον Δημήτρη Γληνό, έναν οραματιστή, αριστερό μεταρρυθμιστή της παιδείας. Σε μία εποχή όπου όλοι αντιλαμβανόντουσαν στην ελληνική κοινωνία, και πρώτα απ’ όλα το αντιλαμβανόταν αυτό η αριστερά, ότι το πρότυπο σχολείο, ένα σχολείο το οποίο δίνει, δηλαδή, με άλλα λόγια τη δυνατότητα σε μαθητές με ιδιαίτερες δεξιότητες να μπορούν να ανταγωνιστούν -με την καλή έννοια- άλλα παιδιά με ιδιαίτερες δεξιότητες, δεν ήταν ένας μηχανισμός παραγωγής ελίτ ή αναπαραγωγής διακρίσεων στην κοινωνία. Ήταν ένας ιμάντας κοινωνικής κινητικότητας που έδινε τη δυνατότητα πρωτίστως σε παιδιά από φτωχές οικογένειες, τα οποία δεν είχαν τη δυνατότητα τότε και δεν έχουν τη δυνατότητα και σήμερα να αναζητήσουν «καταφύγιο» στην ιδιωτική εκπαίδευση, να μπορούν να διακρίνονται και να πηγαίνουν σε σχολεία τα οποία θα στηρίζουν αυτές τις ξεχωριστές τους δεξιότητες.
Θέλω να ακούσετε -και νομίζω ότι άξιζε τον κόπο- είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η αγόρευση του Υπουργού Επικρατείας για το ζήτημα αυτό. Νομίζω ότι μίλησε ο κύριος Γεραπετρίτης για λογαριασμό χιλιάδων, δεκάδων χιλιάδων ίσως, αποφοίτων των εμβληματικών πρότυπων και πειραματικών σχολείων αυτής της χώρας. Άνθρωποι οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό διακρίθηκαν στην ελληνική κοινωνία, άνθρωποι οι οποίοι αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν μία καλύτερη μόρφωση, που δεν φοβήθηκαν τη σκληρή δουλειά, αλλά που είδαν την ποιοτική εκπαίδευση ως αφορμή για να χτίσουν μία καλύτερη ζωή. Και ρωτώ, σήμερα σε αυτήν εδώ την αίθουσα τους εκπροσώπους της αριστεράς: Γιατί τα παιδιά αυτά να μην έχουν το δικαίωμα να πάνε σε ένα πρότυπο σχολείο; Και γιατί δεν πρέπει να έχουν εξετάσεις για να μπορούν να μπουν σε αυτό το πρότυπο σχολείο, για να μπορούν πραγματικά να είναι σε ένα σχολικό περιβάλλον με αντίστοιχα παιδιά που έχουν αυτές τις δυνατότητες;
Ναι, υπάρχουν χαρισματικά παιδιά στα μαθηματικά, στις γλώσσες, όπως υπάρχουν χαρισματικά παιδιά στη γυμναστική, στη μουσική και το χάρισμα αυτό με κάποιο τρόπο πρέπει να υποστηρίζεται και πρέπει να καλλιεργείται. Δεν κάνει κάτι διαφορετικό το πρότυπο σχολείο απ’ αυτό.
Το πειραματικό κάνει κάτι διαφορετικό, εξίσου σημαντικό. Με μία τυχαία διαστρωμάτωση παιδιών μας δίνει τη δυνατότητα να μπορούμε να δοκιμάσουμε νέα μοντέλα εκπαίδευσης, νέα γνωστικά αντικείμενα. Και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, για να μπορούμε τα μηνύματα αυτά και τα βιώματα και τις εμπειρίες αυτές να τις μεταφέρουμε, συνολικά, στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. Εξακολουθώ λοιπόν, πραγματικά, να μην αντιλαμβάνομαι αυτήν την επίμονη
άρνηση για οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης των πρότυπων και των πειραματικών σχολείων.
Εκτός αν η πραγματική ανησυχία είναι άλλη. Εκτός αν η πραγματική ανησυχία είναι η αξιολόγηση. Διότι, ναι, είμαστε απολύτως σαφείς ότι στα πρότυπα και στα πειραματικά σχολεία θα υπάρχει ένα αυξημένο πλαίσιο αξιολόγησης και των σχολικών μονάδων των σχολείων των ιδίων, αλλά και του ιδίου του διδακτικού έργου. Για τα υπόλοιπα σχολεία ξεκινάμε από την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων. Αλλά τι συμβαίνει τελικά; Πόσο μεγάλος πρέπει να είναι ο φόβος της αξιολόγησης για να μπορέσει να σας οδηγήσει σε αυτήν την πολιτική;
Όταν εμπιστευόμαστε στους εκπαιδευτικούς μας ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε, την εκπαίδευση των παιδιών μας, νομίζω ότι είναι τουλάχιστον ανυπόστατο, ξεπερασμένο, κοντόφθαλμο να μην αναγνωρίζουμε επί της αρχής ότι, ναι, αυτό το έργο πρέπει με κάποιο τρόπο να αξιολογείται. Αυτή η κυβέρνηση στα ζητήματα της αξιολόγησης δεν θα κάνει πίσω. Όπως δεν θα κάνει πίσω και από την ανάγκη να στηρίζει με σταθερό και συστηματικό τρόπο τα παιδιά τα οποία έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες.
Για πρώτη φορά γίνονται μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών στην ειδική αγωγή. Αναρτήθηκαν οι οριστικοί πίνακες, 4.500 εκπαιδευτικοί και ειδικό εκπαιδευτικό και βοηθητικό προσωπικό προσλαμβάνονται. Μόνιμα στελέχη. Στην ειδική αγωγή, θα ξεκινήσουν να υποστηρίζουν αυτά τα παιδιά μας με τις τόσες ειδικές ανάγκες αλλά και ειδικές δεξιότητες από τον Σεπτέμβριο.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, έρχομαι τώρα σύντομα στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου έχουν ήδη προηγηθεί δύο σημαντικά βήματα προς τα μπρος: Η αποκατάσταση του πραγματικού ασύλου, ώστε τα πανεπιστήμια από εστίες ανομίας να γίνουν ξανά κυψέλες δημιουργίας. Σχεδόν ένα χρόνο μετά τη ψήφιση αυτής της ρύθμισης -το πρώτο νομοσχέδιο το οποίο είχε εισάγει η νέα κυβέρνηση προς ψήφιση στην Εθνική Αντιπροσωπεία- παρά τα επιμέρους προβλήματα, τα οποία εξακολουθούν και υπάρχουν, ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται. Ακολούθησε ο νόμος για την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, τη σύνδεση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με την πρόοδό τους, την απελευθέρωση της έρευνας. Μέτρα τα οποία απελευθερώνουν τα πανεπιστήμια από το σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους και τους επιτρέπουν να αξιοποιούν ανθρώπινους και υλικούς πόρους.
Σήμερα οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις πλαισιώνονται από μία ακόμα σημαντική παρέμβαση που αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τρεις κατευθύνσεις: Τον εκσυγχρονισμό της εκλογής των διοικήσεων των πανεπιστημίων, τον εξορθολογισμό του πλαισίου μετεγγραφών των φοιτητών και την τόνωση της εξωστρέφειας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Και αναθεωρείται η διαδικασία ανάδειξης των Πρυτανικών Αρχών. Πρυτάνεις εκλέγονται πλέον για μία θητεία, τετραετή, ώστε να έχουν το χρονικό περιθώριο να μπορούν να επιτελέσουν καλύτερα το έργο τους. Υποψήφιοι για Πρυτάνεις και Αντιπρυτάνεις θα περιλαμβάνονται σε ενιαίο ψηφοδέλτιο, μένοντας μακριά από ομαδοποιήσεις, παραταξιακές σκοπιμότητες. Και η ηλεκτρονική ψηφοφορία θα κάνει απλούστερη τη συμμετοχή, θα διασφαλίζει το αδιάβλητο της εκλογής.
Βελτιώνεται, επίσης, το πλαίσιο των μετεγγραφών. Καθιερώνεται για πρώτη φορά ένα πρόσθετο ακαδημαϊκό κριτήριο. Για να μεταφερθεί ένα φοιτητής από ένα τμήμα σε ένα άλλο, πρέπει η βαθμολογία του να μην υστερεί πολύ έναντι εκείνης που είχε το τμήμα αυτό. Μας έχει προβληματίσει πολύ αυτή η διάταξη και πρέπει να σας πω ότι έχω μιλήσει με πάρα πολλούς καθηγητές. Η εικόνα η οποία μεταφέρεται συστηματικά από τα πανεπιστήμιά μας είναι ότι πολλές φορές παιδιά τα οποία έρχονται με μεταγραφή από πανεπιστήμια τα οποία είχαν πολύ χαμηλότερο βαθμό εισαγωγής σε σχέση με το πανεπιστήμιο ή το τμήμα στο οποίο μετεγγράφονται, έχουν δυσκολία να παρακολουθήσουν και να είναι ανταγωνιστικά ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης των υπόλοιπων φοιτητών.
Αφήνω στην άκρη το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια δυσκολεύονται να κάνουν οποιοδήποτε σοβαρό προγραμματισμό εάν ξαφνικά βρίσκονται με σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών από αυτόν τον οποίο είχαν σχεδιάσει.
Αλλά το ζήτημα έχει να κάνει με το επίπεδο και το όριο το οποίο θέτουμε για να μπει κάποιος σε ένα πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό, εξάλλου, έχουμε τις πανελλήνιες εξετάσεις. Δεν μπαίνουν τα παιδιά με κλήρωση. Υπάρχει μια αντικειμενική, αξιοκρατική διαδικασία. Μπορεί κάποιος να ασκήσει κριτική σε πολλά σημεία αλλά δεν αμφισβητείται η αντικειμενικότητά της και η αξιοκρατία της, η οποία στην ουσία διαστρεβλώνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από το σύστημα των μεταγραφών.
Ναι, θέλουμε να στηρίξουμε οικογένειες και να τις ελαφρύνουμε εισοδηματικά δίνοντας τη δυνατότητα να γίνονται μετεγγραφές. Όπως, ναι, θέλουμε να στηρίξουμε και τα πανεπιστήμια, και ειδικά τα πανεπιστήμια της περιφέρειας, να μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες στους φοιτητές, οι οποίες να είναι τέτοιες που να μειώνουν στο ελάχιστο την οικονομική επιβάρυνση του να πηγαίνει κάποιος να σπουδάζει μακριά από το μόνιμο τόπο διαμονής του.
Άκουσα με ενδιαφέρον μία παρατήρηση του κύριου Κουτσούμπα ότι προχωράμε δήθεν σε έργα ΣΔΙΤ για φοιτητικές εστίες, γιατί με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να πριμοδοτήσουμε ή να μην πριμοδοτήσουμε τις μετεγγραφές. Δεν κατάλαβα ακριβώς τον συλλογισμό του.
Αλλά ρωτώ εγώ: Γιατί είναι κακό σήμερα να έχουμε περισσότερες φοιτητικές εστίες στα περιφερειακά μας πανεπιστήμια;
Πολλά περιφερειακά πανεπιστήμια έχουν προχωρήσει σε τέτοια έργα με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, για να γίνουν αυτό το οποίο είναι τα περισσότερα σύγχρονα πανεπιστήμια του εξωτερικού -δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια- τα οποία να μπορούν να παρέχουν στους φοιτητές τους τη δυνατότητα δωρεάν διαμονής, τουλάχιστον για τα παιδιά εκείνα τα οποία δεν έχουν οικονομική δυνατότητα. Για να μην αναγκάζονται να καταφεύγουν μετά σε μετεγγραφές για να μπορούν να αντέξουν το οικονομικό βάρος των σπουδών μακριά από το μόνιμο τόπο διαμονής. Αυτό, λοιπόν, θέλουμε να κάνουμε. Αλλά ταυτόχρονα βάζουμε και ένα όριο, ένα πλαίσιο στον τρόπο με τον οποίο μπορούν να γίνονται οι μετεγγραφές.
Και βέβαια, ενισχύουμε την εξωστρέφεια των ελληνικών πανεπιστημίων τα οποία θα μπορούν πλέον να ιδρύουν ξενόγλωσσα προπτυχιακά προγράμματα χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Υπουργού. Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για το πώς θέλουμε να απεμπλέξουμε τα πανεπιστήμια από την ασφυκτική γραφειοκρατία και τον έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας και να ενισχύσουμε με αυτόν τον τρόπο το αυτοδιοίκητό τους και αυτό κάνουμε, ουσιαστικά. Όπως θεσμοθετούμε τα κοινά, τα joint, τα διπλά, τoυς dual κύκλους σπουδών μεταξύ ελληνικών και ξένων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, αλλά και των θερινών προγραμμάτων.
Θα έχουμε την ευκαιρία διαδικτυακά -είχαμε την πρόθεση να τα καλέσουμε στην Ελλάδα αλλά, δυστυχώς, μας πρόφτασε ο κοροναϊός- να συνομιλήσουμε τη Δευτέρα με σχεδόν όλα τα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια, τα οποία έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για σύναψη τέτοιων στρατηγικών συμφωνιών με δημόσια ελληνικά πανεπιστήμια. Είναι μία πάρα πολύ σημαντική πρωτοβουλία, ένα παράθυρο στο μέλλον για τα ελληνικά πανεπιστήμια τα οποία έχουν τεράστιες δυνατότητες αλλά μέχρι πρόσφατα ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν. Τώρα αυτά που θέλουν, και ελπίζω ότι είναι πολλά, πιστεύω ότι είναι τα περισσότερα, γιατί όχι όλα να μην θέλουν να μπουν σε τέτοια προγράμματα, να έχουν τη δυνατότητα χωρίς να απαιτείται έλεγχος από το Υπουργείο Παιδείας να συνάπτουν τέτοιου είδους συμφωνίες.
Και βέβαια, ναι, το έχουμε πει πολλές φορές, θέλουμε να προσελκύσουμε στην Ελλάδα στα δημόσια πανεπιστήμιά μας αλλοδαπούς φοιτητές, οι οποίοι θα πληρώνουν δίδακτρα, να κάνουμε την Ελλάδα εκπαιδευτικό κέντρο στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αν διαφωνείτε να μας το πείτε, να μας πείτε: «Ναι, ξεκάθαρα, διαφωνούμε με αυτήν την πολιτική».
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, κλείνω λέγοντας ότι οι μεγάλες τομές στην παιδεία ευδοκίμησαν και ρίζωσαν μόνο όταν συναντήθηκα
και υπόρρητο ζητούμενο της κοινωνίας μας: Όταν συνδύασαν τον εκδημοκρατισμό της με την παράλληλη λειτουργία της παιδείας ως ιμάντα κοινωνικής κινητικότητας και ατομικής προκοπής. Αυτό διδάσκει η τολμηρή εκπαιδευτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου από το 1929 ως το 1932.
Ανοίγω μία παρένθεση. Είχα την ευκαιρία με την Υπουργό Παιδείας να επισκεφτώ ένα δημοτικό σχολείο στην Καλλιθέα, το οποίο κατασκευάστηκε επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου το 1931, και πρέπει να πω ότι ήταν εντυπωσιακά και ο σχεδιασμός και η ποιότητα κατασκευής αυτών των σχολείων. Αλλά αντίστοιχες φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις ήταν και η μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964-1965, η καθιέρωση της δημοτικής -μην το ξεχνάμε αυτό- από τον Γεώργιο Ράλλη το 1976. Παρά τις πολλές αδυναμίες του ο νόμος πλαίσιο του 1982 ήταν μια τομή στα πράγματα. Και βέβαια, ο νόμος 4009/2011, ένας νόμος ο οποίος συνάντησε πρωτοφανή κοινοβουλευτική συναίνεση για εκείνα τα δεδομένα.
Η Νέα Δημοκρατία ήταν αυτή η οποία πήρε το θάρρος να υπερψηφίσει το νόμο Διαμαντοπούλου, εμείς ήμασταν στην αντιπολίτευση και παρείχαμε τότε στήριξη σε αυτό το νόμο. Έπαιξα, πιστεύω, και εγώ τότε, ως απλός βουλευτής, ένα μικρό ρόλο στην προσπάθεια να πείσω το κόμμα μας να κάνει αυτήν τη μεγάλη υπέρβαση. Ένας νόμος ο οποίος έκανε πολλές τολμηρές μεταρρυθμίσεις αλλά ο οποίος, δυστυχώς, στη συνέχεια ατόνησε και αποδομήθηκε με ευθύνη όλων των παρατάξεων. Δεν εξαιρώ ούτε τη δική μας.
Θα ήταν ευχής έργον πραγματικά εάν όχι τουλάχιστον στο σύνολο του νομοσχεδίου, έστω σε κάποιες πτυχές του, ενδεχομένως σε κάποιους από τους άξονες για τους οποίους μίλησα, να μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε την ανάγκη να υπάρξει μία απαραίτητη συναίνεση.
Θα ήθελα πραγματικά να δω τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να έρχεται σ’ αυτό το βήμα και αντί να ασκεί μόνο κριτική, κριτική καλοδεχούμενη -και προφανώς έχουμε πολύ διαφορετικές ματιές στο πώς αντιλαμβανόμαστε την παιδεία- αλλά αντί να ασκεί μόνο κριτική, να πει: Ναι, υπάρχουν τρία, τέσσερα, πέντε σημεία στα οποία μπορούμε να συμφωνήσουμε για να διαμορφώσουμε τουλάχιστον ένα πλαίσιο σε ζητήματα τα οποία θεωρώ ότι είναι αυτονόητα. Δεν ξέρω εάν θα το κάνει. Θα προσπαθήσω να είμαι εδώ το απόγευμα. Για κάποιο λόγο ο κύριος Τσίπρας επιμένει να αποφεύγει τις συζητήσεις παρόντων των υπόλοιπων πολιτικών αρχηγών και να μιλάει σε άλλους χρόνους από εμάς τους υπολοίπους.
Αλλά, εν πάση περιπτώσει, θα ακούσω αυτά τα οποία έχει να πει και θα ήταν ευχής έργον εάν κάποια από τα -κατά την άποψή μας- αυτονόητα θετικά αυτού του νομοσχεδίου τα αναγνώριζε και διαμόρφωνε με αυτόν τον τρόπο μια διάθεση να κοιτάξουμε μπροστά με ενότητα, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τι είναι καλό για την επόμενη γενιά, η οποία και θα έρθει να σπουδάσει, να φοιτήσει στο δημόσιο σχολείο και στο δημόσιο πανεπιστήμιο.
Κλείνω με ακόμα μία αναφορά από το παρελθόν και διαβάζω: «Το σχολείο στέκει απάνω από κάθε πρόσκαιρη κομματική διαπάλη. Aπάνω από κάθε αντίθεση κοινωνικών τάξεων. Αντικρίζει το σχολείο την ολότητα και το εθνικό σύνολο. Τονώνοντας το αίσθημα αυτό και καλλιεργώντας την πολυμερή αυθυπαρξία του, το σχολείο έχει την πεποίθηση πως όταν ο απόφοιτός του βγει στην κοινωνία δεν θα ενεργεί εναντίον της ολότητας της κοινωνίας, σε όποια κοινωνική τάξη και εάν ανήκει».
Αυτά είναι λόγια ενός άλλου πεφωτισμένου μεταρρυθμιστή που προέρχεται από το χώρο της αριστεράς, του Αλέξανδρου Δελμούζου, στους σπουδαστές του Μαράσλειου Διδασκαλείου το 1925. Δεν θα άλλαζα ούτε ένα κόμμα, ούτε μία τελεία και γι’ αυτό και σας καλώ να υπερψηφίσετε το παρόν νομοσχέδιο.