Θυμάμαι παιδί, 10ετία του ’50 και του ’60, παίρναμε 2-3 φορές το χρόνο (τα Χριστούγεννα οπωσδήποτε) καλάθια από το χωριό της μάνας μου (Κουρουνιού , Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας) με διάφορα καλούδια. Ήτανε φιλέματα της γιαγιάς μου της Σταμάτας, που είχε επιλέξει σαν απόφαση ζωής να μείνει για πάντα στη ρίζα της. Δεν θέλησε να ακολουθήσει τον παππού μου τον Γιάννη στη Σπάρτη… αγαπημένοι ήτανε… πέντε παιδιά κάνανε… αλλά η γιαγιά μου η Σταμάτα Κοντοέ, το γένος Ευθυμίου Κωσταρίδη, δεν την άντεχε την πόλη, δεν μπορούσε να ανασάνει άλλον αέρα από κείνον του χωριού της.
Όταν, λοιπόν, παίρναμε το καλάθι (με τα λεωφορεία το ’στελνε , «ασυνόδευτο») ανοίγαμε με λαχτάρα το πανί που όμορφα και φροντισμένα κάλυπτε το καλάθι, ραμμένο στα χείλη του με κόκκινη κλωστή του αργαλειού, και αργά και τελετουργικά ανακαλύπταμε το περιεχόμενό του (τραχανά, χυλοπίτες, τσάι, παστό χοιρινό στη λίγδα μέσα σε στρογγυλό τενεκεδάκι, κανένα μπουκαλάκι μισοκαδιάρικο κρασί, άλλο με πετιμέζι, ρίγανη και … τσαπέλα με σύκα!!!
Τούτο δω, η τσαπέλα με τα σύκα, ήτανε το αγαπημένο μας των παιδιών. Εδώ στη Σπάρτη, τρώγαμε μόνο ώριμα σύκα από τις πολλές συκιές που ήτανε στο Νέο Κόσμο και στο Ψυχικό, αλλά τέτοια ξερά και γλυκά σύκα όπως της τσαπέλας δεν τα ξέραμε. Από τα καλάθια της γιαγιάς μας τα μάθαμε. Αφού τα δοκιμάζαμε για να ξελιγουρευτούμε, η μάνα μας έλεγε: «Μην τα φάτε όλα. Θα κρατήσουμε και για το χειμώνα στο τζάκι». Κι ύστερα έτσι όπως ήτανε η τσαπέλα (τα ξεραμένα-μελωμένα σύκα περασμένα σαν χαντρολαίμι στον κόκκινο σπάγκο) την έβαζε στη σανίδα του χειμωνιάτικου ψηλά, για να μην τη φτάνουμε. Το χειμώνα, όταν μαζευόμαστε τα βράδια γύρω από το αναμμένο τζάκι με τα χοντρά κούτσουρα της ελιάς, ανάμεσα στα παραμύθια, στις παλιές ιστορίες, τα αινίγματα, τις παροιμίες, τα τραγούδια κ.α. που λέγαμε, έφερνε η μάνα μου την φυλαγμένη τσαπέλα, τράβαγε από το σπάγκο ένα σύκο, το άνοιγε με τα δάχτυλά της εκεί που είχε σκιστεί βγαίνοντας από τον σπάγκο, του ’βαζε μέσα σπασμένο καρύδι, το έκλεινε ξανά και μας το έδινε σαν, μπουκίτσα (ένα στον καθένα κι όχι παραπάνω) για να το φάμε.
Πώς να περιγράψεις τη γλυκιά γεύση του ξεραμένου σύκου που έσμιγε με εκείνη του καρυδιού; Κι εκείνα τα «μπιλάκια» του σύκου που μένανε στο στόμα και τα αναδεύαμε με τη γλώσσα … πώς να τα περιγράψεις;
«Χαρά-χαρά ζεστή κι αγαπημένη
τραγούδι αστείρευτο…»
(Μαν. Αναγνωστάκης)
Κάποια χρονιά σταμάτησαν να έρχονται τα καλάθια από του Κουρουνιού, η γιαγιά μου είχε μεγαλώσει πολύ πια, μεγαλώσαμε κι εμείς, πέθανε η γιαγιά, χάθηκαν μαζί της τα φιλέματα της καρδιάς και οι τσαπέλες με τα γλυκά τα σύκα.
Πολλές φορές στα μαγαζιά, μεγάλος πια, έβρισκα συσκευασμένα ξερά σύκα, συχνά αγόραζα, αναζητούσα τη γεύση και της χαρά των σύκων της τσαπέλας της γιαγιάς μου της Σταμάτας, αλλά δεν την έβρισκα πουθενά. Μόνο εικόνες και αναμνήσεις συναντούσα:
Έβλεπα τη γιαγιά μου (μέσα στην όλη φροντίδα που άρχιζε για τον δύσκολο χειμώνα που ερχόταν) να μαζεύει το αποκαλόκαιρο τα ώριμα ασπρόσυκα από τις λιγοστές συκιές της στον κήπο, στην αυλή, στο χωράφι…να τα πηγαίνει με το κοφίνι στο σπίτι της και να τα απλώνει πάνω στην καλαμωτή που είχε τακτοποιήσει από τα πριν, εκεί στην αυλή. Τα σκόρπιζε παντού να μην πλακώνει το ένα το άλλο και τα άφηνε στη φροντίδα του ήλιου. Μόνο, μέρα με τη μέρα, πήγαινε και τα «γύριζε» για να λιαστούν απ’ όλες τις μεριές. Κι ο ήλιος έμπαινε μες στα σύκα, γλυκαινόταν κι αυτός, τους έπαιρνε όλους τους χυμούς κι άφηνε μόνο το «μέλι» με τα σποράκια. Και γύρω-γύρω, τη φλούδα του σύκου την έκανε χρυσαφιά σαν το φως του και τη σκλήραινε όσο χρειαζόταν, για να μη χυθεί το μέλι από μέσα της.
Κι όταν τα ξεραμένα σύκα ήταν έτοιμα, καθότανε η γιαγιά μου η Σταμάτα στο πεζούλι απόξω απ’ την πόρτα του σπιτιού της, γιόμιζε την ποδιά της με σύκα ξεραμένα «πεντέγλυκα», έβαζε κι ένα στο στόμα της και το ξεζούμιζε αργά-αργά, κι ύστερα μπούρλιαζε κόκκινη κλωστή απ’ το στημόνι του αργαλειού της σε μια μεγάλη βελόνα «σακοράφα» κι άρχιζε με σοφία και υπομονή να περνά τα ξερά σύκα στην κλωστή. Όταν γινότανε μια καλή αρμάθα (ήξερε η γιαγιά μου πόση), έκοβε την κλωστή, την έδενε για να γίνει η στρογγυλή τσαπέλα κι άρχιζε μετά άλλη . Όταν τέλειωνε, κράταγε μερικές τσαπέλες για τα φιλέματα που είχε στο νου της και τις άλλες τις κρέμαγε με τάξη και ομορφιά ψηλά στο κατώι, εκεί που αποθηκεύανε όλα τα χρειαζούμενα για τον κρύο χειμώνα που θα ’ρχότανε.
Έτσι έφτιαχνε τις τσαπέλες της η γιαγιά μου η Σταμάτα, εκεί στου Κουρουνιού, στο αγαπημένο χωριό της, εκεί που γεννήθηκε, έζησε τη ζωή της όλη, κι έπιασε στο τέλος μια θέση στο κοιμητήρι του Αγιο-Νικόλα, κάτω από ένα τεράστιο κυπαρίσσι, για ν’ αγναντεύει αιώνια το χωριό της, την Ψηλοπαναγιά και τον κάμπο της Μεγαλόπολης.
Κι εγώ, δεν υπάρχει στιγμή να σκεφτώ τη γιαγιά μου και τη μάνα μου, και να μη γίνει η θύμησή τους ένα μελωμένο σύκο απ’ την τσαπέλα, που μέσα του γλυκαίνει το καρυδάκι της ζωής μου.
ΥΓ1: Αφιερωμένο στο καλό φίλο, που περνώντας με το ποδήλατό του, σ’ ένα δρόμο της Σπάρτης, μου φώναξε απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο:
«Για την τσαπέλα να γράψεις!»
(Περί τσαπέλας, σύκων και συκεών …)
-Η λέξη τσαπέλα, που σημαίνει αρμάθα αποξηραμένων σύκων προέρχεται από το βενετσιάνικο zambela (κουλούρα σφιχτά δεμένη για τα άχυρα) και ciambella (κουλούρι, κουλούρα).
-Η τσαπέλα ήταν άλλη μια ευρεσιτεχνία των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που, μη έχοντας τις σημερινές δυνατότητες και ευκολίες στον τρόπο ζωής τους, αναζητούσαν στη φύση τα προς το ζην και πάλευαν σκληρά, χωρίς σπουδαία εργαλεία και μέσα, να μαζέψουν τους καρπούς της γης τους και να διατηρήσουν μερικούς απ’ αυτούς για όλη τη χρονιά (ιδιαίτερα για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα), ώστε η οικογένεια να έχει τα απαραίτητα για να επιβιώσει και να τα βγάλει πέρα. Έτσι, σ’ όλη την Ελλάδα, αποξήραιναν τα σύκα, αφού τούτος ήταν ένας εύκολος και ανέξοδος τρόπος για να διατηρηθεί το λαχταριστό αυτό καλοκαιρινό φρούτο για όλο τον χειμώνα. Τα ξεραμένα σύκα ήταν το προσφάι των σχολιαρόπαιδων σε παλιότερες εποχές, τότε που οι φτωχές μανάδες δεν είχανε τίποτε άλλο να δώσουνε στα παιδιά τους για να ξελημερίσουνε στο σχολείο, πέρα από μια κουμούτσα ψωμί με τυρί ή ελιές και λίγα σύκα από την τσαπέλα, για να γλυκάνει το στοματάκι τους. «Οι τσέπες μας κολλάγανε από τα σύκα και τις σταφίδες όλο τον χειμώνα» λένε ακόμα οι γεροντότεροι.
Σήμερα, που «μύρισαν οι άνθρωποι χορτασίλα», όπως έλεγε η μάνα μου, βλέπει κανείς με λύπη χωράφια και κτήματα εγκαταλειμμένα και αφρόντιστα, δέντρα φορτωμένα με καρπούς που κανείς «δεν καταδέχεται να μαζέψει», πορτοκαλιές, λεμονιές, συκιές, αχλαδιές, ελιές, κορομηλιές, δαμασκηνιές, κυδωνιές, λωτιές, ροδιές… με τους καρπούς να τους χαίρονται σφήκες και πουλιά, είτε πάνω στα κλαδιά, είτε κάτω στο χώμα, όπου τελικά σαπίζουν! Και δε θα πω για βατομουριές και κρανιές που παλιά (χάρη στη σοφία των παλαιών) έδιναν γλυκές λιχουδιές στην οικογένεια και που σήμερα ταΐζουν μόνο τα πουλιά και όσα ζούδια της γης φτάνουν να τα γευτούν. Κι αν ρωτήσεις ένα νέο σήμερα, που έχει κοπεί με το ψαλίδι το νήμα της παράδοσης, «Τί είναι τσαπέλα;» μάλλον θα σε κοιτάξει αμήχανα. «Τι είν’ αυτό; Τρώγεται;» , θα ρωτήσει αφελώς.
-Από τόπο σε τόπο είχαν αναπτύξει διαφορετικές τεχνικές για να φτιάχνουν τσαπέλες. Έτσι, σε μερικά μέρη, αφού αποξήραιναν τα σύκα, τα έριχναν μετά σε ζεματιστό νερό, τα έβγαζαν αμέσως και τα στράγγιζαν, την άλλη μέρα τα έβαζαν για λίγο στο φούρνο και μετά τα περνούσαν στην κλωστή, φτιάχνοντας τις τσαπέλες.
-Σπουδαία ήταν η σημασία της συκιάς για τους αρχαίους Έλληνες. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η συκιά αναφέρεται από την εποχή που ο Δίας προσπαθούσε να γίνει κυρίαρχος των Θεών (Τιτανομαχία). Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ένας από τους Τιτάνες εχθρούς του Δία ήταν ο Συκεύς, τον οποίο για να τον γλιτώσει από το θυμό του Δία, η μάνα του η Γη, τον έχωσε κάτω από το χώμα. Στο σημείο που χώθηκε ο Συκεύς βλάστησε η πρώτη συκιά! Έτσι λέγανε οι Αρχαίοι!
-Συκιές υπάρχουν, κιόλας, στην εποχή του Ομήρου και μάλιστα θεωρούνταν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο: Στην τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, όταν ο Λαέρτης ζητάει σημάδι από τον Οδυσσέα ότι είναι γιος του, αυτός του θυμίζει πως του είχε χαρίσει, σαν ήταν παιδί, δεκατρείς αχλαδιές, δέκα μηλιές και σαράντα συκιές.
-Οι Αθηναίοι θεωρούσαν τη συκιά, δέντρο αποκλειστικά δικό τους και αποκαλούσαν τον τόπο όπου πρώτα φύτρωσε η συκιά στην Αττική (κατ’ αυτούς) «Ιεράν Συκήν». Την οδό, δε, που οδηγούσε από την Αθήνα προς την Ελευσίνα, όπου πήγαιναν για να τελέσουν τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, την ονόμαζαν «Ιερά Οδό» αλλά και «Ιερά Συκή»!
Σ’ ένα απόσπασμα από το β΄ βιβλίο του Αθήναιου διαβάζουμε:
«Τι πράγματα, Ιππόνικε, θαυμάσια η χώρα αυτή παράγει, που εξέχουνε σ’ όλη γενικώς την οικουμένη, το μέλι, το ψωμί, τα σύκα της. Σύκα μα το θεό, πολλά παράγει».
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η απόφαση του Ξέρξη για την κατάκτηση της Αττικής πάρθηκε όταν δοκίμασε για πρώτη φορά ξερά σύκα από την Αθήνα.
Οι Αθηναίοι υπεραγαπούσαν τα σύκα, τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι τους στην περίοδο της ωρίμανσης και συγκομιδής τους. Για το λόγο αυτό και η εξαγωγή των σύκων από την Αθήνα ήταν απαγορευμένη με νόμο. Όποιοι Αθηναίοι έκαναν καταγγελίες για κλοπές ή παράνομες εξαγωγές σύκων έπαιρναν ειδική αμοιβή. Αυτοί ονομάζονταν συκοφάντες (σύκον + φαίνω=φανερώνω). Επειδή, όμως, πολλοί έκαναν ψευδείς καταγγελίες μόνο και μόνο για να εισπράξουν την αμοιβή, ο όρος «συκοφάντης» άλλαξε και πήρε τη σημερινή του σημασία, που χαρακτηρίζει αυτόν ο οποίος εν γνώσει του εξαπολύει ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου άλλου.
-Η αποξήρανση των σύκων ήταν γνωστή από τις πρώτες, τουλάχιστον, εποχές της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας: Στις Στέρνες του Ακρωτηρίου Χανίων της Κρήτης, στη θέση Αμυγαλοκεφάλι, ανακαλύφθηκε μια μεγάλη ποσότητα σύκων σε Μινωική έπαυλη. Τα σύκα βρέθηκαν πάνω σε λίθινες πλάκες που ανήκαν στη στέγη ή στο δάπεδο του δευτέρου ορόφου. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα σύκα αυτά είχαν αποξηρανθεί πριν καούν, επομένως μας παρέχουν την παλαιότερη μέχρι σήμερα ένδειξη για την αποξήρανση σύκων στην Αρχαία Ελλάδα και δη στη Μινωική Κρήτη.
-Για ένα τόσο διαλεχτό και αγαπημένο φρούτο των Αρχαίων Ελλήνων, δικαιολογείται η πληθώρα των στίχων, που αφιέρωσε σ’ αυτό ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του:
«Το σύκο να τ’ αδράχνω
που φούσκωσε πάνω στο δέντρο,
να το τρώγω χωρίς να το δαγκώνω.
Και τα σύκα τα νωπά,
μύρτα, μενεξέδες πλάι,
τις τσαπέλες με τα σύκα,
στο πηγάδι το κρασί,
το γλυκό που δεν χτυπά
και τις θρούμπες τις ελιές.»
O Αριστοφάνης, επίσης, στο έργο του «Ειρήνη» μας δίνει ένα πολύ όμορφο κείμενο που περιγράφει ένα ζεστό, σπιτικό γεύμα, απ’ όπου (φυσικά) δεν λείπουν τα σύκα:
«Τι όμορφα που είναι σαν βρέχει κι έχει τελειώσει πια η σπορά… Έρχεται ένας γείτονας και λέει:
-… για πες, τι να κάνουμε με τέτοιον καιρό;
-Να σου πω, θέλω να το τσούξω λιγάκι, μια κι ο θεός τα φέρνει βολικά… Ε, γυναίκα, ζέστανε μας τρία πιάτα φασολάκια, και βάλε μέσα και λίγο σιτάρι… βγάλε μας και κάμποσα σύκα. Και κάποιος ας πάει να φωνάξει απ’ το χωράφι το Μανή, το δούλο. Με τέτοιο καιρό είναι αδύνατο σήμερα να γίνει βλαστολόγημα και σκάλισμα. Το χωράφι είναι γεμάτο λάσπες.»
-Εκτός από τα σύκα οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική τα φύλλα της συκιάς, που τα έλεγαν θρία, όπως περίπου εμείς τα αμπελόφυλλα στους ντολμάδες, αφού πρώτα τα έκαναν τουρσί για να μετριάσουν την πικράδα τους.
-Όχι μόνο οι Έλληνες αλλά ΚΑΙ οι άλλοι Μεσογειακοί Λαοί, καθώς κι εκείνοι της Ανατολής, είχαν το σύκο για σπουδαία και βασική τροφή τους. Διαβάζουμε στη Βίβλο:
«Τότε έτρεξε η Αβιγαία και πήρε διακόσια καρβέλια ψωμί, δυο ασκιά κρασί, πέντε πρόβατα έτοιμα σφαγμένα, πέντε γαβάθες ψημένο σιτάρι, εκατό τσαμπιά ξερή σταφίδα και διακόσιες αρμαθιές ξηρά σύκα και τα φόρτωσε στα γαϊδούρια.»
ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄25:18
«Του έδωσαν, ακόμη, μια τσαπέλα ξερά σύκα και δυο τσαμπιά ξερές σταφίδες. Έφαγε και συνήλθε, γιατί είχε να φάει και να πιει τρία μερόνυχτα.»
ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α΄ 30:12
-Τα σύκα έχουν σπουδαίες ιατρικές ιδιότητες, οι οποίες είναι γνωστές από την εποχή του Ιπποκράτη μέχρι ΚΑΙ σήμερα. Γνωρίζουμε ότι οι θρεπτικότατοι αυτοί καρποί είναι ωφέλιμοι για το συκώτι, ανακουφίζουν τον βήχα, το άσθμα και την φαρυγγίτιδα, ενώ παράλληλα είναι άριστο καθαρτικό και διουρητικό.
-Η αγάπη του Έλληνα για τα σύκα τους έδωσε μια σημαντική θέση στην Ελληνική Παράδοση, ιδιαίτερα στην Ονειροκριτική:
Ονειροκρίτης :
Συκιά. Αν δείτε στον ύπνο σας συκιά χωρίς καρπούς, το όνειρο σημαίνει ότι θα λάβετε δυσάρεστες ειδήσεις .Αν όμως στο όνειρό σας το δέντρο έχει και καρπούς ώριμους και ωραίους, θα λάβετε ειδήσεις καλές.
Ξερά σύκα αν δείτε σε όνειρο, σημαίνει ότι θα έχετε στενοχώριες και προπάντων οικογενειακή γκρίνια ατελείωτη·
Σύκα περασμένα σε τσαπέλα σημαίνουν ότι θα ανακαλύψετε κάτι που νομίζατε χαμένο·
Αν δείτε σε όνειρο ότι σας «πετροβολούν» με σύκα, να γνωρίζετε ότι προσπαθούν πολλοί να σας βλάψουν, δεν το κατορθώνουν όμως και αυξάνει η λύσσα τους.
– Υπάρχει μια πολύ γνωστή παροιμιακή φράση που χρησιμοποιείται πολύ συχνά: «Λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Η παροιμιακή αυτή φράση λέγεται για όποιον μιλάει ακριβολογώντας και λέγοντας την αλήθεια χωρίς περιστροφές, με παρρησία και χωρίς να μασάει τα λόγια του. Τη φράση αυτή τη χρησιμοποίησε και ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος:
«Και να αδελφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
Έτσι, να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη»
Γιάννης Ρίτσος: «Το καπνισμένο τσουκάλι»
Σχετικός με την παραπάνω παροιμιακή φράση αλλά… «από την ανάποδη» είναι κι ένας στίχος του Σουρή. Αφού στην εποχή του δεν συνηθιζόταν από τους πολιτικούς η θαρρετή και απερίφραστη ομιλία, ο Σουρής τους παρότρυνε σκωπτικά:
«Τη σκάφη τέντζερε να λες και τζάνερα τα σύκα.»
(Δυστυχώς, τόσο επίκαιρος ο στίχος ΚΑΙ για την πολιτική γλώσσα του «σήμερα».)
-Ο λαός μας λέει, επίσης, και την έκφραση: «βαστάει από τα σύκα ως τα σταφύλια» που λέγεται για κάτι που έχει μικρή διάρκεια και ιδίως για ρούχο που δεν αντέχει πολύ και φθείρεται γρήγορα. Η έκφραση βγήκε από το γεγονός ότι τα σύκα και τα σταφύλια ωριμάζουν περίπου ταυτόχρονα.
-Υπάρχει, ακόμα, η λαϊκή φράση «έπεσε σαν ώριμο σύκο» ή «έπεσε σαν γινωμένο σύκο» που τη λέμε για μια ευνοϊκή εξέλιξη, η οποία έρχεται μόνη της, χωρίς εμείς να κοπιάσουμε. Και η φράση αυτή οφείλεται στην πραγματική παρατήρηση ότι τα σύκα είναι από τα φρούτα που κατεξοχήν πέφτουν από το δέντρο σαν ωριμάσουν.
-Παλιότερα λέγανε και τη φράση «τον κακό του τον καιρό και τα μαύρα του τα σύκα», ενώ όταν κάποιος «γλυκαθεί» με κάποιο χατίρι που του κάνουμε και το ζητάει ξανά και ξανά λέμε: «Καλόμαθε η γριά στα σύκα και θα φάει και τα συκόφυλλα».
-Μια άλλη έκφραση, που ακόμα ακούγεται, είναι:
«Από της συκιάς το γάλα».
Η έκφραση αυτή λέγεται σαν απάντηση όταν κάποιος ρωτάει αν είναι συγγενείς δυο άνθρωποι και σημαίνει ότι δεν έχουν καμιά συγγένεια, μιας και η συγγένεια έρχεται ΜΟΝΟ από «της μάνας το γάλα»
-Μια παροιμία του ελληνικού λαού λέει: «τα καλά τα σύκα τα τρώνε οι κουρούνες». Η παροιμία αυτή λέγεται όταν κάτι εκλεκτό πέσει σε κακά χέρια .
-Κι άλλη παροιμιακή ιστοριούλα των παλιών, που τη λέγανε για κάποιον που θέλει πάρα πολύ κάτι, αλλά δεν το λέει στα ίσα παρά «το φέρνει γύρω-γύρω»:
«Η αλεπού έλεγε μια φορά:
-Του χρόνου θα γένουν πολλά σύκα!
-Πού το ξέρεις;
-Γιατί τ’ αγαπάει η κοιλιά μου, είπε.»
-Τα βράδια του χειμώνα που μαζευόταν όλη η φαμελιά γύρω από το αναμμένο τζάκι ή το κλοκαίρι στη ρούγα, ανάμεσα στις όμορφες ιστορίες που λέγανε οι παλαιοί ήτανε και τούτη δω η αστεία, μικρή ιστορία:
«Μια φορά κι έναν καιρό, καλοκαίρι ήτανε, σε ένα χωριό δυο φίλοι είπανε να πάνε ένα βράδυ να «κλέψουνε» και να φάνε σύκα από τις συκιές που ήτανε έξω στα χωράφια. Πήρανε ένα κοφίνι, ξεκινήσανε και φτάσανε σε ένα χωράφι με συκιές γεμάτες από ώριμα, λαχταριστά σύκα. Ανέβηκε ο ένας πάνω σε μια συκιά κι άρχισε να κόβει σύκα και να τα ρίχνει κάτω, ενώ ο «βοηθός» του τα μάζευε μέσα στο φεγγαρόφωτο και τα έβαζε μέσα στο κοφίνι. Πού και πού, βέβαια, έβαζε κι ένα νόστιμο, μελωμένο σύκο στο στόμα του και το μασούλαγε αργά και με ευχαρίστηση. Κάποια στιγμή ακούγεται μέσα στη νύχτα ο αποκάτω να λέει στον αποπάνω :
-Ρε, συ Γιώργη, έχει ο σύκος άντερα;»
Τι είχε γίνει; Μαζί με τα σύκα που μάζευε μέσα στο σκοτάδι έπιασε κι ένα βάτραχο, νόμισε ότι είναι σύκο και τον έβαλε στο στόμα του!!!
-Το σύκο και η συκιά μπήκαν και σε αινίγματα τα οποία είναι σημαντικό κεφάλαιο της Λαογραφίας και της Παράδοσής μας :
ΑΙΝΙΓΜΑ: «Είναι μια συκιά, τη μέρα διόλου σύκα και τη νύκτα είναι γεμάτη. Τι είναι;»
-Ο ουρανός!
ΑΙΝΙΓΜΑ: «Πετσί από δω, πετσί από κει, από μέσα μέλι και κεχρί. Τι είναι;»
– Το σύκο!
-Υπάρχει κι ένας γλωσσοδέτης με τα σύκα και τη συκιά, που έκανε τις συντροφιές να ξεκαρδίζονται στα γέλια, όταν κάποιος προσπαθούσε να πει γρήγορα τον γλωσσοδέτη και μπέρδευε τη γλώσσα του, λέγοντας άλλα αντί άλλων:
ΓΛΩΣΣΟΔΕΤΗΣ:
Είχαμε μια συκιά ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
κι έκανε σύκα ορτά,
και βερικοκυκλωτά,
και πάει ο σκύλο ο ορτός,
ο βερικοκυκλωτός,
να φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
Πάω να βρω μια βέργα ορτή,
και βερικοκυκλωτή,
να δείρω το σκύλο τον ορτό,
το βερικοκυκλωτό,
μη φάει τα σύκα τα ορτά,
τα βερικοκυκλωτά.
-Ανάμεσα στις παραδόσεις του Ελληνικού λαού είναι κι εκείνες που αφορούν στο φυτικό βασίλειο. Τα φυτά για το λαό μας έχουν την ψυχή τους, το στοιχειό τους. Αυτά τα στοιχειά είναι επικίνδυνα και μπορεί να βλάψουν όποιον κοιμάται στη σκιά του δέντρου τους. Γενικά ο λαός μας πιστεύει ότι δεν πρέπει να κοιμάσαι κάτω από δέντρο που δεν ανθεί κι έχει πλατιά φύλλα, όπως η συκιά. Γι’ αυτό ο λαός μας λέει : «Η συκιά έχει βαρύ ίσκιο»
«Από δεντρί που δεν ανθεί
μη φας απ’ τον καρπό του
μην κοιμηθείς στον ίσκιο του
και λάβεις τον καημό του».
-Κι οι παλιές μανάδες και οι γιαγιάδες, όταν ταχταρίζανε τα μωρά παιδιά και τα εγγόνια τους, τούς λέγανε τούτο το πασίγνωστο τραγουδάκι:
«Ανεβαίνω στη συκιά
και πατώ στην καρυδιά
πίνω το γλυκό κρασί
με την κούπα τη χρυσή
και φωνάζω κούι κούι
και κανένας δε μ’ ακούει.»
-Από το σύκο προέρχεται και η λέξη συκώτι. Οι αρχαίοι τάιζαν ορισμένα ζώα (ιδίως χήνες και γουρούνια) με σύκα, ώστε το συκώτι τους να γίνει μεγάλο και να νοστιμίσει. Αυτό το εκλεκτό έδεσμα το ονόμαζαν «συκωτόν ήπαρ» και σιγά-σιγά έμεινε μόνο η λέξη «συκωτόν», που έγινε « συκώτιον» και τέλος «συκώτι».
-Η σπουδαιότητα του σύκου στη διατροφή και κατ’ επέκτασιν της συκιάς καθόρισε μια θέση γι’ αυτήν στη Βίβλο και μάλιστα στο α΄ Βιβλίο, «ΓΕΝΕΣΙΣ» .Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Κήπος της Εδέμ ήταν γεμάτος με συκιές, τα φύλλα των οποίων χρησιμοποίησαν ο Αδάμ και η Εύα για να κρύψουν τη γύμνια τους, μετά το προπατορικό τους αμάρτημα:
«Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα συκής, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα.» ΓΕΝΕΣΙΣ 3:7
Από το βιβλικό αυτό περιστατικό βγήκε και η παροιμιώδης έκφραση «φύλλο συκής», όταν κάποιος προσπαθεί, μάταια, με διάφορα προσχήματα, να συγκαλύψει μια κακή κατάσταση. Κι όταν, τελικά, πέσουν όλα τα προσχήματα, λέμε ότι «έπεσε και το τελευταίο φύλλο συκής».
-Αναφορά στη συκιά υπάρχει, όμως, και στα Ευαγγέλια. Πολύ γνωστό είναι το επεισόδιο με την «ξηρανθείσα συκή», που συνέβη την επομένη της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στα Ιεροσόλυμα:
«και ιδών συκήν από μακρόθεν έχουσαν φύλλα, ήλθεν ει άρα τι ευρήσει εν αυτή. Και ελθών επ’ αυτήν ουδέν εύρεν, ει μη φύλλα. Ου γαρ ην καιρός σύκων. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτή: Μηκέτι εκ σου εις τον αιώνα μηδείς καρπόν φάγοι. Και ήκουον οι μαθηταί αυτού». (Μαρκ. 11/ια΄13-14) «και εξηράνθη παραχρήμα η συκή». (Ματθ. 21/κα΄ 19).
Αυτή η άκαρπη συκιά του Ευαγγελίου συμβολίζει τον Ισραηλιτικό λαό της εποχής του. Γιατί οι Ισραηλίτες, ενώ όφειλαν να έχουν καρπούς πίστης, είχαν μόνο «φύλλα», δηλαδή, μόνο φαινόμενο καρπών, και όχι αληθινούς καρπούς. Όπως η συκιά με τα φύλλα της ξεγελούσε, ότι δήθεν είχε και καρπό, έτσι και ο λαός Ισραήλ, με τα λόγια ξεγελούσε, όμως τα έργα του ήταν μακριά από τον Θεό, και δεν είχαν καρπούς αξίους μετανοίας.
-Σαν συνέχεια, ίσως, της ευαγγελικής περικοπής ήρθε και η Εκκλησιαστική Παράδοση, να «διασώσει» ότι ο Ιούδας, μετανοημένος για την παράδοση του Κυρίου, κρεμάστηκε από μία συκιά.
-Ο Κύριος χρησιμοποίησε την ταπεινή και άσημη συκιά σε μία παραβολή, προκειμένου να μας δώσει μία ιδέα για τον καιρό της Δευτέρας Παρουσίας Του:
«Και από τη συκιά μάθετε την παραβολή· όταν το κλαδί της γίνει ήδη απαλό, και βγάζει τα φύλλα, ξέρετε ότι το θέρος είναι κοντά.
Έτσι κι εσείς, όταν δείτε να γίνονται αυτά, ξέρετε ότι είναι κοντά, στις θύρες»
(Κατά Μάρκον 13:28-29)
-Αξίζει, τούτο το αφιέρωμα στην τσαπέλα, στα σύκα και στη συκιά, να κλείσει με ένα αριστουργηματικό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό έργο του Ν. Καζαντζάκη «Αναφορά στον Γκρέκο» :
“Το καλάθι με τα σύκα”
.Μια γριούλα πέρασε…
Στάθηκε, ανασήκωσε απ’ το καλάθι που κρατούσε μερικά συκόφυλλα που το σκέπαζαν, διάλεξε και με φίλεψε δυο σύκα…
– Με γνωρίζεις κυρά μου; τη ρώτησα…
– Όχι παιδί μου, είναι ανάγκη να σε γνωρίζω για να σε φιλέψω; Άνθρωπος δεν είσαι; Άνθρωπος είμαι και εγώ, δεν φτάνει;
Γέλασε… ένα δροσερό κοριτσίστικο γέλιο…
Και τράβηξε το δρόμο της κούτσα-κούτσα κατά το κάστρο.
Έσταζαν τα δυο σύκα μέλι, ποτέ θαρρώ δεν γεύτηκα πιο νόστιμα.
Τα ’τρωγα και με δρόσιζαν τα λόγια της γριάς…
«Άνθρωπος είσαι, άνθρωπος κι εγώ, φτάνει!»
Βαγγέλης Μητράκος