Τα τελευταία 53 χρόνια η Ελένη Τζίμα και ο σύζυγός της Νάσος Τζίμας εκτρέφουν τα ζώα τους σε μία περιοχή που εκτείνεται σε περίπου 150 χιλιόμετρα – ανάμεσα στα «καλοκαιρινά» βοσκοτόπια και τις απομονωμένες ορεινές περιοχές της βορειοδυτικής Ελλάδας και το σπίτι που περνούν τον χειμώνα, στoν κάμπο. Η οικογένεια Τζίμα είναι μία από τις τελευταίες εκπροσώπους μίας παράδοσης χιλιάδων χρόνων που τείνει πλέον να εξαφανιστεί, μία από τις τελευταίες οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων στην Ελλάδα.
Τους καλοκαιρινούς μήνες το ζευγάρι, το οποίο διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του, ζει σε μία πρόχειρη καλύβα, που τροφοδοτείται με ρεύμα μέσω ηλιακής ενέργειας. Ανήκουν στους παλαιότερους κτηνοτρόφους που συμμετέχουν στο ετήσιο ταξίδι, το «διάβα», στο ορεινό Εθνικό Πάρκο της Πίνδου κοντά στα σύνορα με την Αλβανία.
«Είναι ένας αγώνας, κάθε μέρα, από την αυγή μέχρι το σούρουπο. Δεν είχα ποτέ μια μέρα διακοπών γιατί και αυτά τα ζώα δεν κάνουν διακοπές», λέει η κ. Ελένη. «Είμαι συνηθισμένη στο κρύο κλίμα και την ησυχία του βουνού το καλοκαίρι. Δεν διάλεξα αυτήν τη ζωή, αλλά και αν μπορούσα να διαλέξω, και πάλι αυτή θα διάλεγα».
Όταν αναφέρεται κανείς στους νομάδες της Ελλάδας, αναφέρεται συνήθως στους Βλάχους και τους Σαρακατσάνους, καθώς επίσης και στους μετανάστες από την Αλβανία και τη Ρουμανία. Η παράδοση άρχισε να χάνει τη δημοτικότητά της κατά τις δεκαετίες 1960 και ’70, όταν σταδιακά οι νέες τεχνολογίες εισέβαλαν και στον τομέα της γεωργίας. Μία τάση που συνεχίστηκε εν μέσω της αστικοποίησης και της οικονομικής ανάπτυξης τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Η μετακινούμενη κτηνοτροφία χαρακτηρίστηκε από την UNESCO «άυλη πολιτιστική κληρονομιά» το 2019, ενώ μάλιστα την περιγράφει ως έναν από τους πιο βιώσιμους και αποτελεσματικούς τρόπους εκτροφής ζώων. Η μετακίνηση συνεπάγεται ότι τα λιβάδια έχουν χρόνο στο μεταξύ να ανακάμψουν, ενώ οι βοσκοί μπορούν να αποφύγουν τις καλοκαιρινές ξηρασίες κατευθυνόμενοι στα βουνά, όπου λιώνει το χιόνι και αυξάνεται το γρασίδι.
Η μετακίνηση αυτή μέσα από καλά καλυμμένα μονοπάτια έχει επίσης αφήσει τα ίχνη της στο τοπίο, δημιουργώντας μοναδικούς οικότοπους, οι οποίοι φιλοξενούν μια τεράστια ποικιλία χλωρίδας και πανίδας. Επιπλέον, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, η νομαδική κτηνοτροφία ενδεχομένως να μπορεί να συμβάλει ακόμη και στην πρόληψη πυρκαγιών. Σήμερα, καθώς όλο και λιγότεροι βοσκοί χρησιμοποιούν τα μονοπάτια εκείνα, το δάσος καταλαμβάνει ξανά το δίκτυο των διαδρομών, εξαφανίζοντας όσες δημιουργήθηκαν με την πάροδο του χρόνου.
Ο Θωμάς Ζιάγκας βάφει τα πρόβατά του χρησιμοποιώντας κόκκινο χώμα κι έτσι δεν μπερδεύει τα ζώα του με εκείνα από άλλα κοπάδια. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι πλέον συναντά σπάνια άλλους βοσκούς στο διάβα του. Ωστόσο, ο 72χρονος διατηρεί την οικογενειακή παράδοση, επειδή θέλει τα πρόβατά του να έχουν ταξιδέψει – σε αντίθεση με όλα εκείνα τα κοπάδια που βόσκουν απλά στις πεδιάδες. «Είναι τιμή για το κοπάδι μου να έχει περάσει από αυτά εδώ τα βουνά», λέει.
Ο Γιώργος Ανθούλης έκανε για πρώτη φορά το μεγάλο αυτό ταξίδι, όταν ήταν μόλις μερικών μηνών, όταν οι βοσκοί μετέφεραν με τη βοήθεια ενός ελόγου ολόκληρες τις οικογένειες και τα υπάρχοντά τους. Τώρα μόνο ο 35χρονος γιος του, Γιάννης, τον συνοδεύει – μαζί με τα 3.000 πρόβατά τους.
Στις αρχές Οκτωβρίου τα αδέρφια Νίκος και Γιάννης Σαΐτης ξεκουράζονται γύρω από τη φωτιά. Θεωρούν πως το ταξίδι κάνει καλό στα ζώα. «Το βουνό κάνει τα ζώα δυνατά και υγιή, όπως κι εμένα», λέει ο Νίκος Σαΐτης. «Όταν μεταφέρονται με φορτηγά παθαίνουν σοκ λόγω της απότομης αλλαγής περιβάλλοντος και υψομέτρου, κάτι σαν το jetlag που παθαίνει ο άνθρωπος».
Το φρέσκο γρασίδι στα βουνά συνεισφέρει στο να παραχθεί υψηλής ποιότητας τυρί, γάλα και γιαούρτι, κάτι που τα αγροκτήματα δεν μπορούν να φτιάξουν, συμπληρώνει ο Νίκος. Παρόλα αυτά, οι βοσκοί αναγκάζονται συχνά να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερες τιμές, οι οποίες βέβαια δεν αντικατοπτρίζουν την ποιότητα και την εργασία που κρύβεται από πίσω, προκειμένου να ανταγωνιστούν τα γαλακτοκομικά είδη που παράγονται βιομηχανικά.
Πίσω στο καλοκαιρινό σπίτι του Τζίμα, η Ελένη Τζίμα αναπολεί το παρελθόν και τις αλλαγές που έφερε ο χρόνος στη ζωή τους. Όπως αναφέρει, μια φορά, βλέποντας έναν περίεργο πεζοπόρο να περνάει από τα μέρη εκεί, του προσέφερε ελληνικό καφέ.
Και θυμάται την πρώτη φορά που είδε ένα τουριστικό λεωφορείο να καταφθάνει στα μέρη: «Η πόρτα άνοιξε και πολλοί άνθρωποι βγήκαν να χαιρετήσουν. Ο οδηγός ήταν τρομοκρατημένος, δεν ήξερε ότι ο δρόμος ήταν τόσο τόσο δύσκολος» εξήγησε. «Όλη μου τη ζωή περπατάω σε αυτά τα βουνά πάνω-κάτω και τώρα ξαφνικά εμφανίζεται ένα τουριστικό λεωφορείο!».