Ο Χρήστος Β. Μπούκας έζησε και πέθανε ανάμεσά μας σαν γνωστός-άγνωστος. Όλοι τον ξέρανε σαν «Χρη». Ήτανε από τον Βασσαρά της Λακωνίας και είχε άλλα δυο αδέρφια που ζήσανε κι αυτά στη Σπάρτη: Τον Λια και τον Γιω (Γιώργη) που πέθαναν πριν απ’ αυτόν.
Ο Χρη και τ’ αδέρφια του ήταν σε έναν κόσμο δικό τους, έξω από τον δικό μας. Τους αγαπήσαμε, τους κοροϊδέψαμε, τους φροντίσαμε, τους ξεχάσαμε… ό,τι, τέλος πάντων, κάνει πάντα μια κοινωνία «φυσιολογικών» ανθρώπων για κείνους που «στου μυαλού τους τον καθρέφτη» δεν βλέπουν την ίδια εικόνα μ’ εμάς. Κι όμως άνθρωποι σαν τον Χρη και τ’ αδέρφια του δίνουν χρώμα, ζεστασιά και συναισθήματα σε μια κοινωνία, που ολοένα γίνεται πιο γκρίζα, παγωμένη και άψυχη.
Ο Χρη, με την τραγιάσκα του πάντα στο κεφάλι, με την πατατούκα του χειμώνα – καλοκαίρι και με δυο σακούλες στα χέρια που χώραγαν όλη του τη ζωή, γύρναγε χρόνια και χρόνια στη Σπάρτη γυρεύοντας ένα σπίτι για να κοιμάται. Η Εκκλησία μας πολλές φορές προσπάθησε να τον στεγάσει στο Άσυλο και στο Γηροκομείο ή σε κάποιο δωμάτιο, όμως ο Χρη πάντα έφευγε. Δεν ήθελε ν’ αποκτήσει ποτέ σπίτι. Μόνο να το αναζητά ήθελε.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν ο Χρη ονειρευόταν, αν είχε αγωνίες και φόβους, ελπίδες και χαρές. Το βιβλίο της ψυχής και του νου του είχε γράμματα που εμείς ποτέ δεν τα μάθαμε, γι’ αυτό και έμεινε αδιάβαστο.
Ο Χρη έφτασε 83 χρόνων και στα τελευταία του τον νοιάστηκε ο συμπατριώτης του Γυμναστής Γιάννης Σταυρόπουλος, ο Βουλευτής Λακωνίας Νεοκλής Κρητικός και η Διοικητής του Νοσοκοκομείου Σπάρτης κ. Ευδοξία Παπαγεωργίου, οι οποίοι ενήργησαν αυτοβούλως και ανιδιοτελώς και τον έβαλαν στο Νοσοκομείο Σπάρτης, αφού είχε περιέλθει σε πολύ άσχημη κατάσταση.
(Όσο κι αν προσκρούουν κάποια πράγματα στη σεμνότητα και την ταπεινοφροσύνη των συμπολιτών μας, όμως πρέπει να γίνονται γνωστά, για παραδειγματισμό ΟΛΩΝ μας).
Ο Χρη κηδεύτηκε στο χωριό του, τον Βασσαρά (προφανώς με τη φροντίδα και δαπάνη κάποιων αφανών), την Τρίτη, 19 Οκτωβρίου 2021, στις 11 το πρωί.
Κάτω απ’ το χαρτί της κηδείας του, που κολλήθηκε στην κολώνα, δεν γράφτηκε κανένας στενός συγγενής, γιατί απλά…δεν υπήρχε.
«Με ρώτησες πώς έγινα τρελός.
Να πώς:
Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα
πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου -τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ’ εφτά ζωές.
΄Ετρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: «Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!»
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε: «Είναι τρελός!». Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ’ τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα:
«Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!»
Χαλίλ Γκιμπράν: Ο τρελός
Βαγγέλης Μητράκος