Στα 1948, κι ενώ οι σφαίρες του Εμφυλίου σφύριζαν πάνω από τις σκεπές των σπιτιών του χωριού του (Κουρουνιού Γορτυνίας, αντίκρυ στην Καρύταινα) ένα παιδί δωδεκάχρονο, ο Θύμιος Κοντοές του Ιωάννη και της Σταμάτας, άφησε φτωχά μικροχώραφα και τα γιδοπρόβατα, «πήρε τα μάτια του» και κατέβηκε στη Σπάρτη.
Θα ’λεγε κανείς πως ΚΑΙ γι’ αυτόν έγραψε ο Μεν. Λουντέμης το: «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»:
«Να, σαν κι αυτό το ξυπόλητο αγόρι που τρέχει απόψε πάνω στο δρόμο που φέρνει στην πόλη. Τρέχει γιατί κρυώνει και γιατί το σπρώχνει ο αέρας σαν κουρελάκι. Τ’ όνομά του Μέλιος («Θύμιος»), μα δεν χρειάζεται, γιατί κανείς δεν το ρωτάει.»
Με μόνο όπλο τα δυο του χέρια, «τα τόσο λυπημένα μέσα στη θηλιά τους», ο Θύμιος των 12 χρόνων, μπήκε στην παλαίστρα της ζωής της πόλης κι άρχισε το πάλεμα, πρώτα σαν λουστράκος, ύστερα σαν βοηθός μπαλωματή και τέλος σαν τσαγκάρης στο «ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΕΙΟΝ ΑΦΩΝ ΑΛΑΤΣΑ» , γωνία Ευαγγελιστρίας και Παλαιολόγου, κοντά στην πλατεία.
Δούλεψε χρόνια και χρόνια εκεί, πρώτα απάνω στο εργαστήρι με άλλους τσαγάρηδες και ύστερα μόνος του κάτω, στο υπόγειο του ΑΛΑΤΣΑ. Κι όταν ο ΑΛΑΤΣΑΣ έκλεισε, άνοιξε ο μαστρο-Θύμιος δικό του τσαγκάρικο, μέσα στο μαγαζί του κυρ-Βασίλη του Μπαγιώκου (Ευαγγελιστρίας 50) και, τέλος, όταν «έφυγε» ο μπαρμπα-Βασίλης, κούρνιαξε σ’ ένα υπόγειο, ένα βήμα παρακάτω:
Όπως έλεγε γελώντας ο μπαρμπα-Θύμιος, ο τσαγκάρης, σε ένα αυτοσχέδιο ποίημά του :
«Χώμα υγρό…
Κατώι σκοτεινό…
Περνάμε καιρό».
Με τα δυο του χέρια σαν κουπιά, ο Θύμιος Κοντοές του Ιωάννη και της Σταμάτας, από το χωριό Κουρουνιού Γορτυνίας, Καρύταινας Αρκαδίας, κωπηλάτησε σκληρά στη θάλασσα της ζωής και κατάφερε να κρατήσει το καράβι του αβύθιστο:
Έκανε μια θαυμάσια οικογένεια με τη γυναίκα του τη Μαρία Νικολάου από τη Σπάρτη, απόκτησε δυο παιδιά, τον Γιάννη και τον Σπύρο, τα σπούδασε, τα αποκατέστησε, τα πάντρεψε, απέκτησε πέντε εγγόνια, έκανε «τόσους φίλους όσα φύλλα έχουν τα κλαριά», αγάπησε τον κόσμο και τον αγάπησε κι αυτός, έκανε το ταπεινό επάγγελμα του τσαγκάρη μάθημα ζωής, κράτησε με καμάρι και περηφάνια την παράδοση της τέχνης του ως τα γεράματά του κι έκανε το υπόγειο τσαγκάρικό του Μουσείο Τέχνης και Σχολείο Ζωής, έως ότου ήρθε η ώρα να κρεμάσει για τελευταία φορά την ποδιά του στο καρφί και το σφυρί του στο πόδι της καρέκλας του, περνώντας στην Ιστορία ως «ο τελευταίος παραδοσιακός τσαγκάρης της Σπάρτης», ο «μάστορας» ο ανεπανάληπτος, ο ένας και μοναδικός.
Ένα απλό χαρτί που κολλήθηκε στο τζάμι της πόρτας του τσαγκάρικου ήταν ο πρόλογος, το κυρίως θέμα και ο επίλογος της πιο όμορφης Έκθεσης που έγραψε ο Θύμιος Κοντοές, ο τελευταίος παραδοσιακός τσαγκάρης της Σπάρτης, στο σχολείο της ζωής του, στο οποίο φοίτησε επί 73 συναπτά έτη:
«Το κατάστημα έκλεισε.
Για την παραλαβή των υποδημάτων καλέστε…»
-Αγαπημένε μου θείε… Να είσαι πάντα καλά… Ο Θεός να σου δίνει χρόνια πολλά και καλά… Όσοι σε γνώρισαν, σε αγάπησαν και σ’ έκαναν κομμάτι της ζωής τους. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή που μπορεί να λάβει, ποτέ, ένας άνθρωπος.
«Οι καλοί άνθρωποι φέρνουν φως στον κόσμο…»
Όσο θα υπάρχει αυτό το υπόγειο τσαγκάρικο στην οδό Ευαγγελιστρίας, για μας, που θα περνάμε από πάνω του, θα είναι πάντα ανοιχτό και ποτέ κλειστό. Θ’ ακούμε πάντα το σφυρί σου να χτυπάει πάνω στο αμόνι και τη φωνή σου της καρδιάς να μας καλημερίζει και να μας φωνάζει: «έλα κάτω να τα πούμε».
Να είσαι καλά, θείε μου καλέ, αδερφέ αγαπημένε της μακαρίτισσας της μάνας μου της Παναγιώτας. Ο μαστρο-Θύμιος ο τσαγκάρης, ο Άνθρωπος «Θύμιος», ΔΕΝ θα ξεχαστεί ποτέ.
Σπάρτη 15-11-2021
Βαγγέλης Μητράκος