«Παππού, τι είναι αυτό το ξύλο; Γιατί δεν το καίμε στο τζάκι»; Ρωτάγανε, σαν ήτανε μικρότερα, τα εγγόνια μου, ο Βαγγέλης και ο Γιάννης, δείχνοντάς μου ένα ξύλο πελεκημένο, φαρδύ πάνω και λεπτό κάτω όσο να μπορεί να το πιάνει το χέρι, που στέκεται ανάμεσα σε κάτι γλάστρες και γλαστράκια που στολίζουνε την πυλωτή του σπιτιού μας.
«Αυτό το ξύλο, παιδιά μου, είναι ο κόπανος της προγιαγιάς σας, της Παναγιώτας, και της τον έφτιαξε με τα χέρια του ο προπάππος σας, ο Παναγιώτης».
«Και τι έκανε με τον κόπανο αυτό η γιαγιά η Παναγιώτα»;
Κι άρχιζα, τότε, να λέω την ιστορία του γερο-κόπανου. Γιατί κάθε πράγμα που αφήσανε πίσω τους κληρονομιά οι παλαιοί, κουβαλάει μαζί του ένα κομμάτι της ζωής τους κι όταν το ρωτήσεις αρχίζει να σου λέει τις ιστορίες που έζησε, άκουσε και είδε:
-Σαν παντρεύτηκε η γιαγιά σας η Παναγιώτα, παιδιά μου, με τον παππού σας τον Παναγιώτη, εκεί στο χωριό της, στο Κουρουνιού της Καρύταινας Αρκαδίας, στα 1953, κατεβήκανε ύστερα στη Σπάρτη, κυνηγώντας το άπιαστο όνειρο μιας καλύτερης ζωής, και απαγκιάσανε σ’ ένα φτωχόσπιτο που αγοράσανε με την προίκα της στο Νέο Κόσμο, εδώ που μένουμε εμείς σήμερα. Ο παππούς σας ο Παναγιώτης, παιδιά μου, έτρεχε απ’ το πρωί ως το βράδυ στο μεροδούλι (όπου έβρισκε) και η γιαγιά σας η Παναγιώτα όλη μέρα στις δουλειές του σπιτιού και στη φροντίδα των παιδιών. Μια από τις πιο βαριές δουλειές που είχε να κάνει η γιαγιά σας, όπως και όλες οι γυναίκες εκείνης της εποχής, ήτανε το πλύσιμο των ρούχων και ιδιαίτερα των χοντρόρουχων που δε χωράγανε ούτε στη σκάφη, ούτε στο καζάνι, ούτε και υπήρχε μέρος να απλωθούνε.
Έτσι, λοιπόν, η γιαγιά σας η Παναγιώτα, έκανε αυτό που ήξερε καλά να κάνει από το χωριό της κι αυτό που κάνανε όλες οι νεοκοσμίτισσες νοικοκυρές, μιας και είχανε κοντά στη γειτονιά τους το ποτάμι της Μαγουλίτσας:
Ζαλωνούντανε σε μπόγους τα χοντρόρουχα (στρώσες, σκεπάσματα, σαγιάσματα κ.α.), κατηφορίζανε στο ποτάμι, από κάτω ακριβώς από το Γυμνάσιο Αρρένων, κι αρχίζανε το πλύσιμο: Βουτάγανε τα ρούχα στην ακροποταμιά, τα γυρίζανε από δω, τα γυρίζανε από κει, για να μουσκέψουνε καλά, τα τραβάγανε έξω, τα βάζανε πάνω στις άσπρες-κάτασπρες βοτσαλόπετρες στην όχθη της Μαγουλίτσας και αρχίζανε με τους κόπανους να τα κοπανάνε δυνατά, ενώ τα διπλώνανε λίγο-λίγο, για να κοπανιστεί όλο το ρούχο και να βγάλει, μαζί με το νερό, και τα λερώματά του.
Κι εκεί να δείτε, παιδιά μου, τι γινότανε: Αναμπρατσωμένες, στιβαρές γυναίκες, με σηκωμένες μισογόνατα τις φούστες, ξυπόλητες, να ανεβοκατεβάζουνε με δύναμη τους κόπανους πάνω στα ρούχα σαν να βαράγανε κατακέφαλα τη δύσκολη και μίζερη ζωή τους και ν’ αντηχάει όλος ο τόπος από τα «γκάπα-γκούπα» λες και γινότανε πόλεμος. Μετά το κοπάνημα, ξαναρίχνανε τα ρούχα στο νερό, τα ξεπλένανε, τα ξαναβγάζανε, τα κοπανάγανε ξανά, και πάλι … και πάλι… μέχρι τα ρούχα να καθαρίσουνε καλά. Στο τέλος, απλώνανε τα ρούχα πάνω στις λυγιές, στα δέντρα, στις πέτρες ή όπου αλλού βρίσκανε, για να στραγγίξουνε και να στεγνώσουνε από τον ήλιο και τον αέρα. Τότε ήτανε που καθούντανε κι αυτές πάνω στις ποταμόπετρες και συζητάγανε και λέγανε τα νέα, ξομολογιότανε η μία στην άλλη τα μυστικά της, λέγανε και αστεία και γελάγανε δυνατά και ξάστερα και πιάνανε και τα τραγούδια και ρίχνανε και πέτρες πλακουτσερές στο νερό και νόμιζε κανένας πως είχανε βγει οι νεράιδες του ποταμιού, οι Ξωθιές, για να μαγέψουνε τους ανθρώπους, αφού λουστήκανε πρώτα για να ’ναι πανέμορφες και αιθέριες έτσι όπως κάνανε από τους
αιώνες της παράδοσης. Όσες γυναίκες είχανε μικρόπαιδα τα παίρνανε μαζί τους στο πλύσιμο στη Μαγουλίτσα και ήτανε τόση κι άλλη τόση η χαρά τους των παιδιώνε, να πλατσουρίζουνε στα νερά, να πετάνε πέτρες στο ποτάμι και να χαίρουνται το «καραμπαμπλουμ» που κάνανε, να μαθαίνουνε (με δασκάλα τη Μάνα-Φύση) τα πουλάκια, τα ζούδια, τα ψαράκια του νερού, τα βατράχια και τις «καλογρίτσες», τα δέντρα μαζί και κάθε χορτάρι και λούλουδο που φύτρωνε στις όχθες της Μαγουλίτσας και να μαζεύουνε ολοστρόγγυλες, κατάλευκες, πλακουδές ποταμόπετρες, για να παίξουνε στη γειτονιά τον «κουτσονήλιο», τις «αμάδες» και το «κρυφοκούτι». Μερικές νοικοκυράδες, αφού τελειώνανε το πλύσιμο και το κοπάνημα κι απλώνανε τα ρούχα να στεγνώσουν, φεύγανε για το σπίτι, γιατί είχανε κι εκεί πολλές δουλειές να κάνουνε ή γιατί αυτή ήτανε η εντολή του άντρα-αφέντη. Όλες όμως, σαν απόγερνε ο ήλιος, ξεσηκώνανε από τα κλαριά τα στεγνά ρούχα και πάλι ζαλιά τραβάγανε για το σπιτικό τους.
Από κει και πέρα, για μέρες πολλές, λέγανε οι κακομοίρες οι γυναίκες: «Τα χέρια μου δεν τα ορίζω από το πολύ κοπάνημα», αλλά… ποιος τις άκουγε και ποιος τις καταλάβαινε;
Η σκάφη και ο κόπανος δε λείπανε, τότε, από κανένα σπιτικό, παιδιά μου, μέχρι που ήρθανε τα πλυντήρια και τα καθαριστήρια, για να βάλουνε τον ταπεινό κόπανο, τον ακούραστο εργάτη της νοικοκυράς, στο ντουλάπι της λησμοσύνης ή (το πολύ) να τον κάνουνε διακοσμητικό σε πυλωτές πολυκατοικιών (καλή ώρα όπως στη δική μας) ή έκθεμα σε Λαογραφικά Μουσεία. Κι έτσι τέλειωσε η ζωή του κόπανου που οι ρίζες του φτάνουνε μέχρι τα χρόνια του Ομήρου, ο οποίος μας διηγείται πώς η Ναυσικά, η βασιλοπούλα των Φαιάκων, κίνησε με τις παρακόρες της να πάει να πλύνει στην ακροποταμιά, λίγο πριν συναντηθεί με τον ναυαγό Οδυσσέα:
«Φέρνει από μέσα η Ναυσικά τ’ αστραφτερά της ρούχα
κι απάνω στο καλόξυστο τ’ αμάξι τα φορτώνει…
Στα κρουσταλλότρεχα νερά του ποταμού σαν πήγαν,
που γούρνες είχε στη σειρά κι ανάβρυζε απ’ το ρέμα
καθάριο αστέρευτο νερό, πόβγαζε κάθε λέρα,
εκεί τ’ αμάξι ξέζεψαν κι απόλυσαν τα ζώα
να βόσκουν στ’ αφροκύλιστου του ποταμού τις άκρες
γλυκιά αγριάδα. Πήρανε κι οι κόρες απ’ τ’ αμάξι
τα ρούχα και μες στο νερό τα βούτηξαν και τότε
ποια να περάσει βιαστικά στις γούβες τα πατούσαν.
Σαν τα ’πλυναν κι όλες καλά καθάρισαν τις λέρες
αράδα αράδα τ’ άπλωσαν στης αμμουδιάς την άκρη,
όπου το κύμα ξεπλύνει τα χαλίκια.
Κι αφού λουστήκανε έπειτα και τρίφτηκαν με λάδι,
κοντά στην ακροποταμιά στρώνουν να φάνε λίγο
και τα σκουτιά περίμεναν να τα στεγνώσει ο ήλιος.
ΟΔΥΣΣΕΙΑ ζ΄ – Μετάφραση Ζήσιμου Σιδέρη
Κι εκεί που οι Ευρωπαίοι λέγανε πως «πέθανε» ο Όμηρος μέσα στην τουρκοκρατία, ήρθε ο σκλάβος Ελληνικός Λαός και βροντοφώναξε με τα δημοτικά του τραγούδια πως ο Όμηρος ζει και θα ζει εις τους αιώνας των αιώνων:
«Μάνα μια κόρη που ’δα ’γω,
στο ποταμό να πλένει,
μα είχε ασημένιο κόπανο
και πλάκα μαρμαρένια.
Πώς να’ταν να τη φίληγα
και δίνω τ’ άλογό μου,
κι αν δεν της φτάσει τ’ άλογο
δίνω και τ’ άρματά μου,
κι αν δεν της φτάσουν τ’ άρματα,
και πεντακόσια γρόσια,
μονάχα να τη φίληγα».
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Μια πούλια ειν’ στον ουρανό,
μια λυγερή στον κάμπο, υφαίνει τα μεταξωτά,
τα νερατζιά μαντίλια. Στον ουρανό τα ύφαινε,
στον κάμπο τα λευκαίνει και στο νερό της ποταμιάς
βαρεί και τα κρουσταίνει. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Κι ύστερα, χίλια εφτακόσια, περίπου, χρόνια μετά από τον Όμηρο, ο Ηπειρώτης Κώστας Κρυστάλλης, ο περίφημος ποιητής και πεζογράφος της Νέας Αθηναϊκής σχολής, έπιασε το νήμα του Ομήρου κι έγραψε ένα ποίημα για το πλύσιμο στο ποτάμι, που θαρρείς και βγήκε μέσα από τα Έπη τα Ομηρικά:
Κάτω στην άκρη του γιαλού χωριατοπούλες πλέναν, πλέναν τα ρούχα κι άπλωναν και με τον ήλιο παίζαν. Φύσηξε ένας κακός Θρακιάς, φύσηξε τραμουντάνα και κάποιας ανασήκωσε το γυροφούστανό της κι εφάνη τ’ άσπρο πόδι της, κατάζωρκο ως το γόνα κι έλαμψε ολόγυρα ο γιαλός κι έλαμψε ο κόσμος όλος. Ο νιος ψαράς που διάβαινε στην άκρη από τη λίμνη, βλέποντας γόνατο λαμπρό, ζωγραφισμένο πόδι, μεθάει, χωρίς να πιει κρασί κι από το νου του βγαίνει.
Στο πλύσιμο, παιδιά μου, φαινότανε και η αξιοσύνη της κάθε νοικοκυράς, γι’ αυτό και είχανε βγάλει ένα παραδοσιακό σκωπτικό τραγούδι για τις «ανεπρόκοπες», που έλεγε:
Τη Δευτέρα βάζει πλύση και την Τρίτη τα απλώνει την Τετάρτη τα στεγνώνει και την Πέμπτη τα μαζώνει την Παρασκευή μπαλώνει το Σαββάτο σιδερώνει και την Κυριακή αλλάζει Πωπωπώ τι ψόφο πώχει …Παναΐτσα μου!
Για τον ίδιο λόγο λέγανε και το παρακάτω:
«Η καλή νοικοκυρά εις τον ήλιο κοπανίζει και εις τον άνεμο χτενίζει».
Δηλαδή, μια γυναίκα που πάει να πλύνει και να κοπανίσει με συννεφιά δεν είναι καλή νοικοκυρά αφού τα ρούχα δεν θα στεγνώσουν, όπως επίσης δεν είναι καλή και
προκομένη νοικυρά όταν χτενίζει τα μαλλιά της ή οτιδήποτε άλλο χωρίς να φυσάει ώστε να παίρνει ο αέρας τα αποχτενίδια.
Ο κόπανος, λοιπόν, μπορεί να ήτανε ταπεινός, αλλά δεν ήταν τιποτένιος. Αυτό το χοντροκομμένο και ακατέργαστο ξύλο, με το που ζυμώθηκε με τη ζωή των ανθρώπων κι ένιωσε τον ιδρώτα, τον μόχθο, την αγωνία και το χτυποκάρδι τους, έγινε χρυσός και μαλαματένιος και απόχτησε αξία αμάραντη.
Βέβαια δεν έλειψαν και οι συκοφάντες του, που, μάλλον από άγνοια, έφτασαν να λένε μειωτικά «κόπανο» κάθε άνθρωπο, που κατά τη γνώμη τους είναι χοντροκέφαλος, δεν καταλαβαίνει ούτε παίρνει από λόγια, όπως, δηλαδή, το άψυχο και ακατέργαστο ξύλο.
Από κοντά έχει μείνει και μια άλλη, παρόμοιου χαρακτήρα, παραδοσιακή έκφραση:
«Το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος».
Λέγεται, όταν κάποιος επιμένει σε μια ανοησία που «ξεφούρνισε», παρ’ ό,τι του εξηγούμε υπομονετικά ότι τα πράγματα μπορεί και να μην είναι, ακριβώς, έτσι που τα λέει. Αυτός πεισματικά επανέρχεται υπερασπίζοντας την άποψή του, σπάζοντάς μας τα νεύρα.
Ο Τάκης Ναστούλης έχει διασώσει γι’ αυτήν την παροιμιακή έκφραση την παρακάτω εξήγηση:
«Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο (το χαράτσι). Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν περίπου δύο μέτρα ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο.
Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι «έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση» κι ότι «τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους».
Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μία χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος, κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι, πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν.
Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.»
Αν όμως οι προηγούμενες παροιμιακές φράσεις ξεπήδησαν από την «φτήνια» του κόπανου, οι επόμενη δείχνει τη μεγάλη αξία που είχε για τη νοικοκυρά. Λένε σε κάποια μέρη:
«Πάρε κυρὰ τον άντρα μου κι εγὼ κρατώ τον κόπανο».
Δηλαδή, προτιμώ να σου δώσω τον άντρα μου παρά τον κόπανό μου!
Στη Λευκάδα, πάλι, οι γυναίκες λέγανε για τους άντρες τους την παρακάτω φράση:
«Ο άντρας μου κι ο κόπανος κι ένα θρουμπί λινάρι.».
Που πάει να πει πως: «άμα έχω τον άντρα μου, τον κόπανό μου δε θέλω τίποτε άλλο. Ακόμα και μια τούφα (θρουμπί) λινάρι να είναι όλη η περιουσία μου, με φτάνει».
Άλλη παροιμιακή φράση λέει:
«Το γουδί το γουδοχέρι και τον κόπανο στο χέρι».
Λέγεται γι’ αυτούς που επιμένουν στα ίδια παράλογα πράγματα, μιας και όταν χτυπάς στο γουδί με το γουδοχέρι ή κοπανίζεις ρούχα με τον κόπανο κάνεις συνεχώς τις ίδιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις.
Υπάρχει, ακόμα, και η άλλη παροιμιακή φράση:
«Θα βάλω τον κόπανό μου να κλαίει»!
Τη λέμε σ’ ολόκληρη, σχεδόν, την Ελλάδα, ως ειρωνεία, όταν πρόκειται για ένα θέμα το οποίο δεν μας αγγίζει κι επομένως δεν μας προκαλεί καμιά στενοχώρια.
Ο κόπανος ήταν τόσο σημαντικός και αναντικατάστατος για τις γυναίκες του παλιού καιρού, ώστε κέρδισε μια θέση και στα όνειρά τους. Εκείνες που ξέρανε να ξηγάνε τα όνειρα λέγανε:
«Άμα δείτε στον ύπνο σας πως κοπανίζετε τα ρούχα του σπιτιού σας, αυτό σημαίνει ότι θα πάρετε απόφαση να ξεκαθαρίσετε μια ενόχληση μέσα στην οικογένειά σας και έτσι θα σταματήσει η στεναχώρια σας».
Εδώ στον τόπο μας, παιδιά μου, στον ποταμό Ευρώτα, κοντά στον Καραβά, υπήρχε ένα όμορφο παλιό γεφύρι, από τα μέσα του 18ου αιώνα, το οποίο λεγότανε «γεφύρι του Κόπανου». Το γεφύρι αυτό γκρεμίστηκε τον Οκτώβρη του 1902, μετά από μεγάλη κατεβασιά του Ευρώτα. Κατά την παράδοση, το γεφύρι αυτό είχε πάρει το όνομά του από κάποιον αρχιμάστορα που λεγόταν Ιωάννης Κόπανος. Όμως, ο καθηγητής Πανεπιστημίου κ. Γ.Α. Πίκουλας υποστηρίζει βάσιμα την εκδοχή ότι το γεφύρι πήρε το όνομά του από τον κόπανο του πλυσίματος, μιας και οι γυναίκες της περιοχής πήγαιναν κι έπλεναν και κοπάνιζαν τα ρούχα του σπιτιού τους στη βραχώδη όχθη της βάσης του γεφυριού.
Τέλος, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, υπήρξε και μια σατιρική εφημερίδα που εκδιδόταν στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας από το 1908 έως το 1922 και είχε τον τίτλο:
«ΚΟΠΑΝΟΣ-Ο ΡΩΜΗΟΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ»
«Πωπω, παππού!!! Τόσες ιστορίες για τον κόπανο, για ένα κομμάτι ξύλο που έπλενε η γιαγιά η Παναγιώτα τα ρούχα!!!»
«Ναι, παιδιά μου! Τόσες ιστορίες για τον κόπανο και ποιος ξέρει πόσες άλλες που είναι ακόμα κρυμμένες και περιμένουν κάποιους να τις ανακαλύψουν. Επειδή ήσαστε όμως τόσο καλά παιδιά και ακούσατε με προσοχή αυτά που σας είπα, καθίστε τώρα ν’ ακούσετε κι ένα ωραίο παλαιό λαϊκό παραμύθι από τη Μήλο, όπου ένας μαγικός κόπανος αποδίδει δικαιοσύνη και δίνει ευτυχισμένο τέλος στην ιστορία»:
Φύλλο φύλλο της κουκιάς
Mια φορά κι έναν καιρό, ήτανε ένας γέρος και μια γριά. Αφού ξύπνησε ο γέρος ένα πρωί λέει στη γριούλα του:
— Γριούλα μου, θα πάω να σκάψω το αμπελάκι μου, αλλά να μου δώσεις και δυο – τρία κουκιά να τα φυτέψω.
— Ναι, γεροντάκι μου, πάρ’ τα.
Παίρνει ο γέρος την αξίνα του και ξεκινάει για το αμπέλι του να σκάψει. Στο δρόμο βρίσκει ένα πηγάδι και πάει να πιει νερό, να ξεδιψάσει. Καθώς έσκυψε, πέφτει ένα κουκί μέσα. Επειδή δεν είχε και πολλά, προσπάθησε να το βγάλει. Προσπάθησε, προσπάθησε, τίποτα όμως!
«Άσε, σκέφτηκε, θα πάω να σκάψω το αμπέλι μου, να φυτέψω τα υπόλοιπα κουκιά και στο γυρισμό θα το βγάλω».
Πάει σκάβει το αμπέλι του, φυτεύει τα κουκιά και γυρίζοντας, τι να δει; Να δει μια κουκιά που να φτάνει μέχρι τον ουρανό! Άρχισε λοιπόν ο γέρος κι έλεγε: «Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, ανέβασέ με πιο ψηλά! Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, ανέβασέ με πιο ψηλά!», ώσπου ανέβηκε στην κορφή! Και τι να δει; Να δει τον Ήλιο και το Φεγγάρι!
— Γεροντάκι μου, λέει ο Ήλιος, ποιος είναι ο καλύτερος, εγώ ή το Φεγγάρι;
— Εσύ, Ήλιε μου, του λέει ο γέρος.
— Εντάξει, τότε πάρε έναν πετεινό και κάθε μέρα θα σου κάνει μια λίρα.
Ο γέρος ευχαριστημένος είπε: «Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, κατέβασέ με χαμηλά! Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, κατέβασέ με χαμηλά!» κι έτσι κατέβηκε στη γη.
Χαρούμενος πάει στο σπίτι και λέει στη γριά του:
— Γριούλα μου, έχω φέρει έναν πετεινό που μου τον έδωσε ο Ήλιος και κάθε μέρα αντί για κουτσουλιά θα μας κάνει μια λίρα!
— Μα λες αλήθεια, γέρο μου;
— Αλήθεια σου λέω!
Πράγματι, κάθε μέρα ο πετεινός έκανε τη λίρα!
Ήθελαν λοιπόν να ευχαριστήσουνε τον πετεινό και τον πήγανε στο χρυσοχόο να τον χρυσώσουνε!
— Θέλω να μου τονε χρυσώσεις, είπε ο γέρος στο χρυσοχόο, γιατί κάθε μέρα μου κάνει μια λίρα.
— Εντάξει, γεροντάκι μου.
Εκείνος, όμως, αντί να χρυσώσει τον πετεινό που έκανε τη λίρα, χρύσωσε έναν άλλο που έκανε την κουτσουλιά.
Πήγε ο γέρος και πήρε τον πετεινό, μα όταν έφτασε σπίτι, αντί για λίρα, ο πετεινός έκανε κουτσουλιά! Πάει πίσω στο χρυσοχόο και του λέει:
— Φέρε μου τον πετεινό!
— Μα, σου τον έδωσα!
— Φέρε μου τον πετεινό! Αυτός εδώ δεν είναι ο πετεινός μου!
Τέλος πάντων, λογοφέρανε, αλλά ο χρυσοχόος δεν του έδωσε τον πετεινό.
Πάει πάλι ο γέρος στην κουκιά και λέει: «Φύλλο φύλλο της κουκιάς, ανέβασέ με πιο ψηλά!». Ανέβηκε στην κορφή κι είδε τον Ήλιο και το Φεγγάρι.
Είπε το πάθημά του και ο Ήλιος του είπε:
— Θα σου δώσω έναν κόπανο, που είναι μαγικός. Άμα του λες «δώσ’ του» θα στυλιαρώνει κι άμα του λες «σταμάτα» θα σταματά.
Το παίρνει ο γέρος και λέει πάλι: «Φύλλο φύλλο της κουκιάς, κατέβασέ με χαμηλά!», κατέβηκε κάτω στη γη.
Πριν ξεκινήσει για το χρυσοχόο, δοκίμασε τον κόπανο. Λέει «δώσ’ του» κι αρχίζει ο κόπανος να τον στυλιαρώνει. Λέει «σταμάτα» και σταματάει.
Πάει, λοιπόν, στο χρυσοχόο και του λέει:
— Θα μου δώσεις τον πετεινό;
— Όχι.
— Όχι;
Πετάει μέσα τον κόπανο, «δώσ’ του, δώσ’ του!». Κι ο χρυσοχόος άρχισε να φωνάζει: «θα σου τον δώσω, θα σου τον δώσω!».
Κι έτσι, τελικά, πήρε τον πετεινό που κάθε μέρα έκανε τη λίρα και πήγε πάλι ευχαριστημένος στο σπίτι με τη γριούλα του και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Σπάρτη 13-12-2021
Βαγγέλης Μητράκος