Όταν σπουδάζαμε Δάσκαλοι, εμείς, οι σπουδαστές της ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΡΙΠΟΛΕΩΣ, της σειράς 1972-1974, τρώγαμε δωρεάν, με κουπόνια (των 30 δρχ την ημέρα, την πρώτη χρονιά, και των 20 δρχ τη δεύτερη), τα οποία εξαργυρώναμε στα εστιατόρια που είχαν συμβάσεις με την Ακαδημία. Ξεκινήσαμε να τρώμε (καθ’ υπόδειξιν των παλαιότερων σπουδαστών) στο υπόγειο εστιατόριο «Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ» (πρώην ταβέρνα Γιαννίτσα), του Απόστολου Λυρώνη από τις Καλτεζές, στην πλατεία Αγίου Βασιλείου, κάτω από το πρακτορείο εφημερίδων ΛΙΑΒΑΡΗ –ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ (Κτήριο ΒΛΑΧΟΥ). Λαϊκό μαγέρικο, με ωραία «κουτουκιάρικη» ατμόσφαιρα και νόστιμα φαγητά από τον εξαίρετο μάγειρα Θεόδωρο Γεωργακόπουλο ή «Κολοκοτρώνη». Όλη η Ακαδημία εκεί έτρωγε!
Μετά από κάμποσο καιρό (με τον φίλο μου τον Τάσο από τον Βόλο , τον Σταμάτη από τη Μεγαλόπολη και τον Νίκο από το Καστρί Κυνουρίας), αναζητώντας μιαν αλλαγή, βρεθήκαμε, για ένα διάστημα, να τρώμε στο εστιατόριο «Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ», στον αριθμό 8 της οδού Δαρειώτου, κάτω από το «Μέγαρο Μάμαλη» (πρώην «ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ». Ισόγειο, λαϊκό εστιατόριο με τζαμαρία, διαμπερές, χωρίς κάτι ιδιαίτερο στον χώρο, βρίσκαμε νόστιμα, μαγειρευτά φαγητά (έκανε ωραίες φακές) και αλλάξαμε, λίγο, κουζίνα .
Τη μικρή ιστορία του εστιατορίου τη βρήκα (με συγκίνηση είναι αλήθεια) ύστερα από 50 χρόνια, στα υπέροχα δημοσιεύματα για τα μαγαζιά της παλιάς Τρίπολης του ρέκτη Χρήστου Η. Μήτσια, στο https://www.arcadiaportal.gr, τα οποία δημοσιεύματα αποτελούν υπόδειγμα για όποιον επιθυμεί να συγγράψει την ιστορία των καταστημάτων της πόλης του :
Περιήγηση στη δεξιά πλευρά της οδού Μαντινείας έως την οδό Νεομάρτυρος Παύλου
«Στη γωνία ακριβώς δεσπόζει το ανάκτορο του Μάμαλη (με επιχειρήσεις Μακαρονοποιείο-Παγοποιεία-Σαπουνοποιεία). Στον άνω όροφο ήταν η οικία του. Για πολλά χρόνια αργότερα ήταν τα γραφεία του ΙΚΑ Αρκαδίας, η Στρατολογία και έπειτα τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ.
Στο ισόγειο από την οδό Δαρειώτου αρχικά ήταν το ποδηλατάδικο του Μεγαλείου και έπειτα το διαδέχτηκε το εστιατόριο «Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ» του Γεωργίου Γαλίφα. Το κτίριο του εστιατορίου στο πίσω μέρος του έκανε «Γ» και υπήρχε μεγάλος κήπος που έβγαινε στην οδό Μαντινείας (Κένεντι). Το όνμα «ΦΟΙΝΙΚΑΣ» το πήρε από έναν τεράστιο φοίνικα που υπήρχε στο πίσω μέρος του κήπου. Το εστιατόριο έπειτα από τη συνταξιοδότηση του Γεωργίου Γαλίφα. Το δούλεψε ο Ιωάννης Κανελλόπουλος. Επόμενο μαγαζί γωνία με την οδό Δαρειώτου ήταν το επιπλάδικο του Λαγού. Κολλητά ήταν η είσοδος του ημιώροφου της οικίας. Έπειτα ήταν το επιπλοποιείο-ξυλουργείο του Χρήστου Στάικου. Αμέσως μετά ήταν ο κήπος του εστιατορίου του Γεωργίου Γαλίφα που έκανε «Γ» στο πίσω μέρος του Μεγάρου και έβγαινε στην οδό Δαρειώτου.»
Θα μπορούσαμε, βέβαια, για αλλαγή, να είχαμε πάει σε κάποιο άλλο εστιατόριο της Τρίπολης, ίσως «πολυτελείας», όπως, ας πούμε, «Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΣΟΣΟΛΗ» ή το «ΕΘΝΙΚΟΝ», αλλά το φτωχικό βαλάντιό μας δεν έβγαινε για τέτοια. Φροντίζαμε, λοιπόν, να τρώμε φτηνά και καλά («μια σκέτη από γιουβέτσι» και τέτοια) και από κρέας μόνο πλατάρια τρώγαμε που ήτανε φτηνά. Καταφέρναμε, μάλιστα, να μας μένει από το κουπόνι κι ένα χαρτζιλίκι, για να βλέπουμε καμιά καλή ταινία στα όμορφα και αξέχαστα σινεμά της Τρίπολης: ΑΕΛΛΩ, ΑΡΚΑΔΙΑ, ΑΡΙΩΝ (χειμερινά) και ΑΛΕΑ (θερινό).
Τη σχέση μας με το φαγητό, τα εστιατόρια και το φτωχικό διαθέσιμο φοιτητικό εισόδημά μας, την περέγραψε πρόσφατα, σε μια επικοινωνία μας, ο φίλος μου ο Τάσος, αδρά, λιτά και περιεκτικά:
«Θυμάμαι τις φακές τις πνίγαμε στο λάδι, ήταν η πρότασή σου για να μας στυλώσει λίγο, με 5 ψωμιά ο καθένας την κάναμε «ταράτσα».
Άσε το άλλο, που άκουγα συνεχώς «πατάτες ραγού» και νόμιζα ότι έλεγε «πατάτες λαγού» και σου λέω «να πάρουμε 2 σκέτες, χωρίς λαγό, που θα είναι νόστιμες»!!! Έβαλες τα γέλια και η καζούρα πήγε σύννεφο!!! Στο Βόλο τις λέμε «πατάτες γιαχνί» και δεν τις ήξερα».
(-Φίλε Τάσο, κι εγώ είχα το ίδιο θέμα και την ίδια σύγχυση με τις «πατάτες ραγού», μόνο που δεν έλεγα τίποτε μην εκτεθώ. Απλώς, εσύ ήσουν πιο αυθόρμητος από μένα.)
Μάγειρας, λοιπόν, μαζί και ιδιοκτήτης, στον «ΦΟΙΝΙΚΑ», ήταν ο Γεώργιος Γαλίφας, ένας μεσήλικας, συμπαθητικός, ψηλός, ξερακιανός, με μύτη «ελληνική», και σερβιτόρος ο Γιάννης (Κανελλόπουλος), αυτός που συνέχισε (σύμφωνα με τον Χρ. Μήτσια) τη λειτουργία του εστιατορίου, μετά τον Γ. Γαλίφα. Ο κυρ-Γιώργης πρέπει να υπήρξε από τους παλαιότερους, τους πιο γνωστούς και πιο αγαπητούς εστιάτορες της Τρίπολης, καλός μάγειρας, είναι αλήθεια, αλλά πάνω απ’ όλα καλός άνθρωπος. Μάλλον, ήξερε από φτώχεια και γι’ αυτό οι μερίδες του για μας, τα φτωχαδάκια φοιτητές, ήτανε πάντα πλούσιες και περιποιημένες. Όπως θυμάται ο φίλος μου ο Τάσος:
« Ο Γαλίφας ήταν ένας αθώος και φιλεύσπλαχνος ταβερνιάρης και μας φίλευε τακτικά».
Το ίδιο καλός και περιποιητικός ήταν και ο Γιάννης, ο σερβιτόρος, ο οποίος σε τίποτε δεν μας ξεχώριζε από τους άλλους πελάτες. Το αντίθετο, θα έλεγα!
Ο κυρ-Γιώργης, λοιπόν, ο Γαλίφας, όταν αποτρώγαμε, έβγαινε από την κουζίνα με την άσπρη μπροστοποδιά του και τον σκούφο του, έλεγχε (σαν μάνα) τα πιάτα, να δει αν είχαμε φάει όλο το φαγητό μας, μας ρωτούσε ύστερα αν μας άρεσε ή αν θέλουμε λίγο ακόμα και, κάθε φορά, σαν να ήταν η πρώτη, μας έλεγε, στο τέλος, το ίδιο πράγμα :
-Σας αρέσει η κρεμούλα καραμελέ; Εγώ τη φτιάχνω. Έχετε δοκιμάσει; Θα σας φέρω να δοκιμάσετε.
Και «όχι» να του λέγαμε εκείνος έμπαινε στην κουζίνα και γύριζε με μια λαχταριστή κρέμα καραμελέ για τον καθένα, που κουνιότανε πέρα δώθε μέσα στα πιατάκια, από ανυπομονησία να φαγωθεί. Την έβαζε μπροστά μας, ο φιλότιμος και φιλόξενος αυτός μάγειρας, και κοίταζε, κάθε τόσο, με αγωνία, από την κουζίνα του, να δει αν θα τη φάμε κι αν θα μας αρέσει . Φυσικά, όλοι μας την τρώγαμε, πάντα, με ευχαρίστηση περισσή , αφού ποτέ δεν είχαμε ξαναδοκιμάσει κρέμα καραμελέ. Εμείς, στα σπίτια μας, κάνα κουραμπιέ ή το πολύ κάνα ραβανί τρώγαμε, από γλυκίσματα. Αν κάποιος της παρέας δεν την έτρωγε όλη την καραμελέ του, ο κυρ-Γιώργης έβγαινε φουριόζος από την κουζίνα και, μ’ έναν τρόπο τελείως δικό του, τον «εγκαλούσε στην τάξη» :
-Γιατί δεν την έφαγες, βρε, την κρεμούλα; Δε σ’ αρέσει ; Φά’ την ! Εγώ την έφτιαξα! Είναι πολύ ωραία! Φά’ την! Θέλεις να σου ρίξω λίγη καραμέλα ακόμα;
Τελικά, έστω και με το ζόρι, και μέσα σε ασυγκράτητα γέλια, δεν σηκωνότανε κανένας απ’ το τραπέζι, χωρίς να έχει φάει την «καραμελέ» του .
Κάποια στιγμή, αν και περνούσαμε ωραία, αλλάξαμε, και πάλι, εστιατόριο (αυτή τη φορά πήγαμε στο «ΣΕΜΙΡΑΜΙΣ» , κάτω από το ομώνυμο ξενοδοχείο της πλατείας Κολοκοτρώνη. Μάγειρας εκεί ήταν ο κυρ Στάθης, ενώ πολλά βράδια τρώγαμε και στο υπόγειο, λαϊκό μαγέρικο του Δ. Γαλιώτου, στην οδό Κων/νου ΙΒ΄ κάτω από τα «Υποδήματα Γλίνου».
Τελειώσαμε την Ακαδημία, πήραμε τα πτυχία μας, χώρισαν οι δρόμοι της ζωής μας αλλά της καρδιάς όχι, πήγαμε φαντάροι, διοριστήκαμε, φτιάξαμε οικογένειες, φτάσαμε και στη σύνταξη, πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, αλλά, κάθε φορά που βλέπω «κρέμα καραμελέ» θυμάμαι το εστιατόριο «Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ», τον καλόκαρδο κυρ-Γιώργη Γαλίφα, τον καλό μάγειρα και φανατικό της κρέμας καραμελέ, το γκαρσόνι τον Γιάννη Κανελλόπουλο, αλλά και τις ωραίες στιγμές με τα φιλαράκια της ζωής μου, (ιδιαίτερα με τον «αδερφό» μου τον Τάσο), εκεί στην Τρίπολη των ωραιότερων χρόνων μας.
Σπάρτη 25-5-2023
Βαγγέλης Μητράκος