Μια «Πρωτάγιαση» (Παραμονή Θεοφανείων) του 1964, καρτεράγαμε τα τρία αδέρφια, μαζί με τη μάνα μας, τον παπά με την «αγιαστούρα» ν’ αγιάσει το φτωχικό μας. Η μάνα μας , η Παναγιώτα Μητράκου-Κοντοέ, από χωρίον Κουρουνιού Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας, απλή και θρήσκα γυναίκα του λαού, προορισμένη – ψυχή και σώμα – για σπίτι και οικογένεια, «κράταγε» τις μεγάλες νηστείες και, πάνω απ’ όλες, την αυστηρή νηστεία της «Πρωτάγιασης». Μαζί της είχαμε μάθει κι εμείς, τα παιδιά, να νηστεύουμε αδιαμαρτύρητα και να σεβόμαστε τις γιορτές!
Εκείνη όμως την «Πρωτάγιαση» του 1964 η μάνα μας, υποκύπτοντας στην παιδική μας «γκρίνια», μάς είχε μαγειρέψει μακαρόνια με λίγη σάλτσα που είχε ετοιμάσει στο τηγάνι, χωρίς μυτζήθρα, όμως, για να περιορίσει, όσο γινότανε, την «αμαρτία» μας! Εκείνη, βέβαια, νήστεψε κανονικά, (νηστεία αλάδωτη) μην υποκύπτοντας στον πειρασμό, αλλά φαινότανε πως είχε στενοχωρηθεί πολύ που εμείς «αρτυθήκαμε» και «χαλάσαμε την ημέρα».
Τέλος πάντων, είχε φτάσει αργά το απόγευμα και ο παπάς δεν είχε ακόμα φανεί. Παιδιά πράματα εμείς είχαμε ξαναπεινάσει και η μάνα μας μάς έβγαλε ένα πιάτο μακαρόνια που είχαν περισσέψει, το έβαλε στη φωτογωνιά, μας έδωσε τρία πιρούνια και αρχίσαμε να τρώμε καθισμένοι κατάχαμα. Με την πρώτη πιρουνιά, όμως, αρχίσαμε και πάλι να γκρινιάζουμε ότι είναι άνοστα τα μακαρόνια και παρακαλάγαμε να μας ρίξει λίγη μυτζήθρα. Η μάνα μας (έτσι ψυχούλα που ήτανε) υπέκυψε για μια ακόμα φορά και μας έτριψε με τον τρίφτη λίγη μυτζήθρα πάνω στα μακαρόνια.
Την ώρα, όμως, που είχαμε αρχίσει να τρώμε ακούστηκε να χτυπάει η πόρτα. Ήταν ο παπάς!!! Η μάνα μας πανικόβλητη, «ντροπιασμένη» και γεμάτη ενοχές, έσπρωξε με το χέρι της το πιάτο με τα μακαρόνια (μαζί και τα πιρούνια) στο βάθος του τζακιού που σιγόκαιγε, για να το κρύψει από τα μάτια του παπά και κατόπιν αμήχανη άνοιξε την πόρτα και τον καλοδέχτηκε, σταυροκοπούμενη, ενώ εμείς του φιλάγαμε το χέρι κατά σειράν, χωρίς να τολμάμε να τον κοιτάξουμε στα μάτια από την «αμαρτία» που είχαμε κάνει, να αρτυθούμε.
Περιδιάβασε ο παπάς, ψάλλοντας, στο μικρό σπιτικό μας, άγιασε όλα τα δωμάτια και το εικονοστάσι , άγιασε και μας (το πιάτο-ευτυχώς – δεν το είδε), έριξε η μάνα μου κατιτίς στο δίσκο που κράταγε το παιδί το οποίο συνόδευε τον παπά κι όταν φεύγοντας έκλεισε η πόρτα πίσω τους, έτρεξε να βγάλει το πιάτο από το τζάκι, για να συνεχίσουμε το φαΐ, λέγοντάς μας: «Είδατε που δε θέλατε να νηστέψετε; Μια μέρα ήτανε. Δε θα παθαίνατε τίποτα! Ποπο τι κοντέψαμε να πάθουμε!».
Όταν όμως τράβηξε το πιάτο με τα μακαρόνια έξω τι να δει:
Μια μεγάλη καπνιά είχε ξεκολλήσει από την καμινάδα και είχε πέσει κατευθείαν μέσα στο πιάτο με το φαγητό!
Σταυροκοπήθηκε η μάνα μου !
-Να! Είδατε που σας το ’λεγα; Ο Θεός θέλει να νηστεύουμε αυτή τη μέρα. Γι’ αυτό μας έριξε την καπνιά μέσα στο φαΐ. Από σήμερα και πέρα δε θα χαλάσουμε ποτέ καμιά νηστεία. Πάει και τελείωσε!
Εμείς, φοβισμένα και πελιδνά από τη θεία προειδοποίηση και απ’ αυτό το μικρό θαύμα που έγινε μπροστά στα μάτια μας, δεν τολμήσαμε ΠΟΤΕ από τότε να παραβούμε τις νηστείες που μας όριζε η μάνα μας, η οποία είχε να το λέει σε όλους, σε κάθε ευκαιρία, αυτό που συνέβη εκείνη την «Πρωτάγιαση» του 1964, στο παλιό μας το πατρικό σπίτι, στη γειτονιά του Νέου Κόσμου, στη Σπάρτη !
10-1-2022
Βαγγέλης Μητράκος
*Πρωτοδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΒΗΜΑ, στις 5 Ιανουαρίου 2016
*Η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα www.agriniopress.gr