Το τελευταίο διάστημα, και συγκεκριμένα μετά την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού ότι πρόκειται να φέρει νομοσχέδιο για τη θεσμοθέτηση πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, έχει αναμενόμενα ανοίξει η συζήτηση και η συνακόλουθη αντιπαράθεση στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει διότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων θα αποτελέσει την κερκόπορτα για την τεκνοθεσία από αυτούς είτε μέσω παρένθετης κύησης είτε μέσω υιοθεσίας.
Το βασικό επιχείρημα όσων στηρίζουν τον γάμο και την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια είναι ότι αυτά πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα με τα ετερόφυλα ζευγάρια στη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση τέκνων. Μια ανάγκη που προκύπτει από το ότι σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία πρέπει να προβλέπεται από τους νόμους της η διασφάλιση ίσων δικαιωμάτων στα μέλη της. Χρειάζεται να θυμόμαστε, όμως, ότι αποτελεί αξίωμα στον σύγχρονο κόσμο πως τα δικαιώματα καθενός πρέπει να διασφαλίζονται μέχρι του σημείου που μπορεί να περιορίζουν τα δικαιώματα κάποιου άλλου. Θεμελιώδης , δηλαδή, αρχή που εύκολα διασαλεύεται και γι’ αυτό είδαμε στην Πανδημία να θυσιάζονται ανθρώπινα δικαιώματα προκειμένου να προστατευθεί η Δημόσια Υγεία. Συνεπώς, εν προκειμένω, μέλη της κοινωνίας και μάλιστα αυτά τα οποία οφείλει η κοινωνία να προστατεύει περισσότερο λόγω ευαλωτότητας, είναι τα παιδιά.
Τοιουτοτρόπως το ελληνικό Σύνταγμα λαμβάνει ειδική μέριμνα για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών και την εξασφάλιση του δικαιώματος τους να μεγαλώνουν σε μία ισορροπημένη οικογένεια με μητέρα και πατέρα όπως και για την προστασία της μητρότητας. Το ερώτημα που τίθεται ευλόγως είναι αν μπορούν τα παιδιά να αναπτυχθούν σωστά και ισορροπημένα ως προς τη σωματική και την πνευματική τους υγεία το ίδιο μέσα σε οικογένειες ετερόφυλων και ομόφυλων ζευγαριών.
Από καταβολής κόσμου και μέχρι πολύ πρόσφατα σε όλον τον κόσμο, η μορφή οικογένειας που θεωρείτο ιδανική για την ανατροφή των παιδιών ήταν αυτή που δημιουργούσαν ένας άνδρας και μια γυναίκα. Μόνο ειδικές συνθήκες που στερούσαν τον έναν ή τον άλλο γονέα άλλαζαν κατ’ επέκταση τη δομή της οικογένειας αναγκαστικά.
Με άλλα λόγια, η μητέρα γυναίκα και ο πατέρας άνδρας σε μια σχέση και μια οικογένεια λειτουργούν συμπληρωματικά τόσο ανατομικά όσο και ψυχοσυναισθηματικά και συμβάλλουν στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει ο καθένας.Άνδρας και γυναίκα είναι πλάσματα ισοδύναμα αλλά με διαφορετικά σωματικά, και χαρακτηρολογικά γνωρίσματα που έχει καθορίσει από τη μια η βιολογία, από την άλλη η ανατροφή τους και οι πολιτισμικές σταθερές της κοινωνίας στην οποία μεγάλωσαν και έχουν περάσει στο ψυχικό DNA τους με τη μορφή του συλλογικού υποσυνειδήτου.
Για την ακρίβεια, τη γυναίκα ως μητέρα τη χαρακτηρίζει η ευαισθησία, η αυτοθυσία, η διαισθητική ικανότητα και γι αυτό όχι τυχαία στη φύση είναι το θηλυκό που κυοφορεί και μεγαλώνει τα τέκνα. Αντίθετα, ο άνδρας ως πατέρας είναι το πρότυπο της δύναμης, της σταθερότητας και της ασφάλειας. Αναντίλεκτα, δηλαδή, τα παιδιά για την ομαλή ανάπτυξη τους χρειάζονται και τα δύο αυτά πρότυπα και εύκολα γίνεται σαφές ότι σε ένα ομόφυλο ζευγάρι δεν υπάρχει συμπληρωματικότητα, αφού είναι αδύνατο το μητρικό πρότυπο να το ενσαρκώσει πλήρως ένας άντρας ή το πατρικό πρότυπο μια γυναίκα.
Επιπλέον, ο άνθρωπος δεν γεννιέται άγραφο χαρτί, αλλά από τη γέννηση του κουβαλά ασυνείδητες εμπειρίες. Έτσι, γνωρίζουμε από την ψυχαναλυτική θεωρία ότι πανανθρώπινα αρχέτυπα, αρχέγονες εικόνες από την κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας έχουν εντυπωθεί στη δομή του εγκεφάλου και βρίσκονται στη βάση του ψυχισμού μας αποτελώντας το θεμέλιο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται ο ατομικός ψυχισμός. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί που γεννιέται, λοιπόν, ξέρει ότι θα βρεθεί ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που θα το αγαπούν και θα το φροντίζουν και μέσα στα τρία πρώτα του χρόνια θα συμβάλουν ώστε να διαπλαστεί η προσωπικότητα που θα έχει σε όλη του τη ζωή. Απεναντίας, σε μια οικογένεια ομόφυλου ζευγαριού το παιδί θα ξεκινήσει τη ζωή του με μια σύγκρουση: του αρχέτυπου της οικογένειας που κουβαλάει στην ψυχή του με τη στρεβλή εικόνα οικογένειας στην οποία θα βρεθεί. Είναι βέβαιο, επομένως, ότι θα μεγαλώσει φυσιολογικά αυτό το παιδί και δεν θα αναπτύξει ψυχολογικά προβλήματα στο μέλλον;
Βέβαια στο κλίμα πολεμικής που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και όσους διαφωνούν με την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών έχουν γίνει σχετικές μελέτες, όπως αναφέρουν οι υποστηρικτές της τεκνοθεσίας από τα μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Πρόκειται για μελέτες κυρίως στις Δυτικές χώρες που δείχνουν ότι τα παιδιά ομόφυλων ζευγαριών δεν έχουν προβλήματα, δεν επηρεάζεται ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός κλπ.
Το ερώτημα είναι με ποια μεθοδολογία και από ποιους γίνονται αυτές οι μελέτες. Διότι είναι γνωστό ότι υπάρχει ένα πανίσχυρο λόμπι γύρω από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ οι οποίοι έχουν πολύ ισχυρά ερείσματα στην πανεπιστημιακή κοινότητα και σε Κυβερνήσεις και απ´ ότι φαίνεται διαθέτουν τέτοια και στη δική μας Κυβέρνηση.
Παράλληλα, η τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια δεν μετράει πάνω από 10-15 χρόνια εμπειρίας στις χώρες που έχει εφαρμοστεί, γεγονός που αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει το απαραίτητο βάθος χρόνου, ώστε να εκτιμηθούν πιθανές αρνητικές συνέπειες στα παιδιά που μεγάλωσαν σε τέτοιες οικογένειες.
Ακολούθως, όταν οι κοινωνίες δεν είναι έτοιμες για τέτοιες παράδοξες αλλαγές σε βασικούς τους θεσμούς, ελλοχεύουν και ο σχολικός εκφοβισμός και η περιθωριοποίηση και κατά συνέπεια η ψυχολογική πίεση στα παιδιά ως τέκνα ομόφυλων ζευγαριών.
Όσο για τον σεξουαλικό προσανατολισμό των παιδιών σε ομόφυλες οικογένειες, που είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο, γνωρίζουμε ότι η επίδραση τέτοιων προτύπων είναι καταλυτική, αν αναλογιστούμε ότι τα αίτια της ομοφυλοφιλίας είναι ποικίλα (γονίδιά, περιβάλλον-πρότυπα και κακοποίηση στην παιδική εφηβική ηλικία) και, άρα, ο ρόλος των προτύπων στην οικογένεια δενμπορεί παρά να παίζει ρόλο.
Πραγματικά, είναι να απορεί κανείς αν το νομοθέτημα που ετοιμάζεται συμβάλλει στη διαιώνιση του Έθνους μας ή στη συρρίκνωση του. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που φθίνει δημογραφικά, οι πολιτικοί μας θα έπρεπε να μεριμνούν για την προστασία του Έθνους ιδιαίτερα μάλιστα όταν δίπλα μας υπάρχει ένας διεκδικητικός και απειλητικός γείτονας που η δημογραφική του ανάπτυξη είναι εκρηκτική.
Μια δυσαναλογία η οποία από κοινού με τους άλλους παράγοντες, τις ιδιαίτερες ανάγκες και τιςιδιομορφίες ενός κράτους θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν από τη νομοθετική εξουσία όταν ασκεί το έργο της.
Δεν αρκεί να υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι του γάμου και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια ότι αυτά έχουν θεσμοθετηθεί σε 35 άλλες χώρες της Δύσης κυρίως και ότι δεν πρέπει ως Ευρωπαϊκή χώρα να υστερήσουμε.
Από πότε θα πρέπει η Ελλάδα να γίνει ένα χωνευτήρι ξενόφερτων ακραίων θεσμών που έρχονται σε αντίθεση με τις πολιτισμικές σταθερές, τις παραδόσεις και τις πεποιθήσεις αιώνων των Ελλήνων, όταν μάλιστα χάρη σε αυτές διασώθηκε και δεν εξαφανίστηκε το ελληνικό έθνος;
Στις χώρες της προοδευτικής Δύσης από την άλλη όλα βαίνουν καλώς; Διότι κάθε τόσο από τις ΗΠΑ,το λίκνο του φιλελευθερισμού και του δικαιωματισμού, κάθε τόσο μας έρχονται ειδήσεις γύρω από την έκρηξη της νεανικής εγκληματικότητας με αποκορύφωμα τις μαζικές εκτελέσεις από εφήβους των συμμαθητών και των δασκάλων τους μέσα στα αμερικανικά σχολεία.
Θα ήταν, βέβαια, άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι στις οικογένειες ετεροφύλων δεν υπάρχουν προβλήματα και όλα είναι ιδανικά. Αυτό, όμως,δεν σημαίνει ότι η απάντηση στην κρίση των οικογενειακών θεσμών θα πρέπει να είναι η τεκνοθεσία παιδιών από ομοφυλόφιλους. Οι ακτιβιστές από αυτούς επιτίθενται σκόπιμα στην πυρηνική οικογένεια για όλα τα δεινά στις κοινωνίες μας και επιχειρούν να την απαξιώσουν διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα για να πετύχουν τους στόχους τους.
Στο παρόν, στο εδώ και τώρα, είναι σώφρον, πριν από την όποια εφαρμογή του «αδοκίμαστου και απ’ αλλού φερμένου», αντί μια Κυβέρνηση και ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα να αναλώνεται στη νομοθέτηση του ομόφυλου γάμου , θα έπρεπε να μεριμνά και να υποστηρίζει τις υπάρχουσες οικογένειες, ώστε να λειτουργούν προς όφελος των παιδιών που είναι το μέλλον της χώρας μας. Να ασχοληθεί, ας αναφέρουμε παραδειγματικά, με εκπαιδευτικά προγράμματα και σχολές γονέων, με τα οποία θα προετοιμάσει τις αυριανές μητέρες και τους πατέρες. Να κατασκευάσει δημόσιους βρεφικούς σταθμούς, ώστε να διευκολύνονται στην εργασία τους τα νέα ζευγάρια. Να φτιάξει δομές για ΑμεΑ και να ελέγχει αποτελεσματικά τις υπάρχουσες για να ελαφρύνει το βάρος από τις οικογένειες τους. Να υποστηρίξει οικονομικά για τον πρώτο χρόνο μετά την κύηση τη μητέρα ελεύθερο επαγγελματία, όπως και κάθε μητέρα,ώστε να είναι δίπλα στο νεογέννητο παιδί της και άλλα πολλά που κάνουν όλα τα σοβαρά και αναπτυγμένα κράτη.
Στον ορυμαγδό όλων αυτών των εξελίξεων ενός τόσο ανατρεπτικού θέματος για την ελληνική κοινωνία, που καταλήγει να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των περισσοτέρων επισκιάζοντας τα καίρια προβλήματα της καθημερινότητάς μας, χρειάζεται να υπογραμμιστεί ότι και από νομικής άποψης τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών καλύπτονται ήδη από το Σύμφωνο Συμβίωσης αρκετά ικανοποιητικά. Σύμφωνα, μάλιστα, με διακεκριμένους Έλληνες νομικούς, το ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζει γάμο μόνο μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου, ο οποίος γάμος προστατεύεται από το Σύνταγμα. Επίσης, δεν υποχρεώνεται καμία ευρωπαϊκή χώρα -προφανώς ούτε η Ελλάδα- από το ευρωπαϊκό δίκαιο να θεσπίσει γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.
Φτάσαμε στο σημείο να χρησιμοποιείται από τα πιο επίσημα χείλη, εκείνα του Πρωθυπουργού, ένα νομοθέτημα του 1945 που επιτρέπει την υιοθεσία από μεμονωμένα άτομα λόγω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διότι η χώρα μας είχε πλημμυρίσει με ορφανά και δεν αρκούσαν τα ορφανοτροφεία ή οι φτωχές ελληνικές οικογένειες για να τα στεγάσουν. Φυσικά, η παρωχημένη αυτή νομοθεσία έχει ξεπεραστεί στην πράξη και πλέον η υιοθεσία είναι δύσκολη και χρονοβόρα υπόθεση ακόμα και για τα ετερόφυλα ζευγάρια.
Εν κατακλείδι, γεννιούνται δίκαια πολλές αμφιβολίες για την ορθότητα του επικείμενου νόμου και την ευεργετική του επίδραση στην κοινωνία και κυρίως στα παιδιά. Έτσι, ότανπρόκειται για αποφάσεις που αφορούν παιδιά, το μέλλον της χώρας μας, πρέπει να υπάρχουν οι επαρκείς βεβαιότητες και η σύμπλευση της κοινωνίας, που σίγουρα δεν προκύπτει απ’ όσες δημοσκοπήσεις με παραπλανητικά ερωτήματα «μαγειρευτούν» ή κατασκευαστούν!
Η κοινωνία και οι εκπρόσωποι της στο κοινοβούλιο, οι βουλευτές, δεν χρειάζονται δημοσκόπους ούτε φροντιστήριο από πολιτικούς καθοδηγητές αλλά τη γνώμη ειδικών, ψυχιάτρων, ψυχολόγων και νομικών ώστε να αποκρυσταλλώσουν άποψη.
Η ευθύνη δε των Βουλευτών είναι τεράστια καθώς στα χέρια τους είναι το μέλλον παιδικών ψυχών αλλά και το μέλλον πατροπαράδοτων θεσμών που είναι συνυφασμένοι με τον Πολιτισμό μας. Σε αυτό το πλαίσιο κομματική πειθαρχία δενμπορεί να υπάρχει παρά μόνο κλειστή συνείδηση του ενός.
Επιτέλους, με το ζόρι (ομόφυλη) παντρειά δε γίνεται!
Μαργαρίτα Σπυριδάκου
Περιφερειακή Σύμβουλος Λακωνίας
Αντιπρόεδρος Περιφερειακού Συμβουλίου Πελοποννήσου