Με νομοθετική παρέμβαση η λύση για τους δανειολήπτες με ελβετικό φράγκο

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος - συνταγματολόγος

Νομοθετική παρέμβαση για τα δάνεια σε ελβετικό Φράγκο επεξεργάζεται η κυβέρνηση, με στόχο την εξεύρεση μιας δίκαιης και ρεαλιστικής λύσης για τους δανειολήπτες που έχουν επηρεαστεί από την ανατροπή της ισοτιμίας και την επίλυση του προβλήματος εντός του Μαρτίου του 2025. Στόχος είναι να ενταχθούν κατά το δυνατόν περισσότεροι ευάλωτοι στις ρυθμίσεις του εξωδικαστικού. Μία από τις προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι αφορά το πάγωμα της αύξησης των δόσεων, εφόσον η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ υπερβεί ένα συγκεκριμένο όριο. Άλλη πρόταση έχει να κάνει με την χρήση του εργαλείου του εξωδικαστικού μηχανισμού που έχει τεθεί τους τελευταίους μήνες σε εφαρμογή.
Ενώ άλλη λύση που προσφέρεται δίνει τη δυνατότητα στους δανειολήπτες να μετατρέψουν το δάνειό τους από ελβετικό φράγκο σε ευρώ (με τη σημερινή ισοτιμία) με σταθερό επιτόκιο για τρία χρόνια. Ένα σενάριο που προβλέπεται στο υπό επεξεργασία σχέδιο περιλαμβάνει κούρεμα της υπερβάλλουσας οφειλής λόγω αλλαγής της ισοτιμίας ευρώ με το ελβετικό φράγκο και υπογραφή νέας σύμβασης σε ευρώ για την αναχρηματοδότηση της εναπομένουσας οφειλής. Το «ψαλίδι» δηλαδή, με βάση τον μέχρι τώρα σχεδιασμό, θα αφορά τη διαφορά της αύξησης που έχει προκύψει από την αλλαγή της ισοτιμίας του ευρώ με το ελβετικό φράγκο, ώστε στη συνέχεια οι δανειολήπτες να «γυρίσουν» τα δάνεια σε ευρώ, σε συνεργασία με τις τράπεζες. Το σχέδιο προβλέπει επίσης, οι τόκοι να υπολογίζονται πλέον με βάση το Euribor αντί για το Libor και το SARON.
Το σχέδιο προβλέπει πως το κούρεμα θα είναι ανάλογο της αύξησης που έχει επιφέρει η αλλαγή της ισοτιμίας ελβετικού φράγκου – ευρώ από το επίπεδο που ήταν 1 ευρώ να ισούται με 1,60 ελβετικά φράγκα όταν ελήφθη το δάνειο, στο επίπεδο που βρίσκεται σήμερα δηλαδή το ένα 1 ευρώ να ισούται με 0,94 ελβετικό φράγκο. Τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο δόθηκαν από τις τράπεζες την περίοδο 2006-2009 και ήταν δελεαστικά τότε προϊόντα λόγω του χαμηλότερου επιτόκιου σε σχέση µε το επιτόκιο του ευρώ.
Οι δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου έχουν πραγματοποιήσει πλήθος δικαστικών ενεργειών χωρίς μέχρι στιγμής αποτέλεσμα. Το θέμα έχει ξεκινήσει να διευθετείται σε πολλές χώρες. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα όπου δεν προχωρούν οι διαδικασίες για την ικανοποίηση των αιτημάτων των χιλιάδων δανειοληπτών που αγωνιούν, με τους ίδιους να εξαπολύουν «πυρά» και κατά του Αρείου Πάγου.
Από την πλευρά των τραπεζών, τονίζεται ότι οποιαδήποτε λύση θα πρέπει να φέρει την έγκριση της ευρωπαϊκής κεντρικής Τράπεζας. Υπενθυμίζεται πως οι δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου έχουν πραγματοποιήσει πλήθος δικαστικών ενεργειών χωρίς μέχρι στιγμής αποτέλεσμα.
Ο Αρειος Πάγος απέρριψε και σε αναιρετικό επίπεδο τους ισχυρισμούς των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο ερμηνεύοντας το εθνικό δίκαιο για την προστασία του καταναλωτή κατά τρόπο διαφορετικό από τα οριζόμενα στο ενωσιακό δίκαιο, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί επανειλημμένως από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αλλά και από ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών μελών της Ένωσης.
Επιπλέον, απέρριψε το αίτημα των δανειοληπτών για την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ως αποκλειστικά αρμόδιο δικαστικό όργανο για την ερμηνεία των ενωσιακών κανόνων. Εδώ και χρόνια, οι δανειολήπτες με ελβετικό Φράγκο ζητούν μία νομοθετική ρύθμιση από την εκάστοτε κυβέρνηση. Μια παρέμβαση που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εκ των υστέρων «σχέδιο διάσωσης» των 80.000 περίπου νοικοκυριών που πήραν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο προ εικοσαετίας κι ακόμη χρωστούν , ίσως και περισσότερα από το αρχικό κεφάλαιο .. Η παρέμβαση αυτή υιοθετεί τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και προωθεί ρυθμίσεις με βάση τον εξωδικαστικό συμβιβασμό στον οποίο έχουν προσφύγει ήδη 300 οφειλέτες αυτής της κατηγορίας. Η άνοδος στην ισοτιμία επιβαρύνει χιλιάδες νοικοκυριά όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά ολόκληρη την ευρωζώνη, οι οποίοι έχουν λάβει δάνεια σε ελβετικά φράγκα τα προηγούμενα χρόνια.
Στην Ελλάδα ο αριθμός των δανείων που δόθηκαν σε ελβετικό φράγκο αντιστοιχούσε κοντά στο 10% του χαρτοφυλακίου στεγαστικής πίστης των τραπεζών, δηλαδή σε δάνεια συνολικού ύψους 8 δισ. ευρώ. Μετά από αποφάσεις των δικαστηρίων οι οποίες στηρίχθηκαν στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το οποίο έχει κρίνει ότι το ελβετικό φράγκο δεν ήταν το πραγματικό νόμισμα του δανείου αλλά το λογιστικό, οι ίδιες οι τράπεζες προχώρησαν σε ρυθμίσεις ακόμη και διαγραφές οφειλών οι οποίες προέκυψαν από την αλλαγή της ισοτιμίας. Οπου κρίθηκε αναγκαίο υπήρξαν νομοθετικές ρυθμίσεις.
Στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας προχώρησε έμμεσα σε μια ανάλογη λύση, δίνοντας τη δυνατότητα στους δανειολήπτες που είχαν δανειστεί στο ελβετικό φράγκο να καταφύγουν στον εξωδικαστικό μηχανισμό προκειμένου να επιλύσουν τη διαφορά τους με τις τράπεζες.
Για πολύ λίγους, περίπου 300 περιπτώσεις, βρέθηκε λύση με διαγραφές οφειλών που φτάνουν έως και στο 60% της πρόσθετης οφειλής που προέκυψε από τη διαφορά της ισοτιμίας ευρώ – φράγκου.
Αλλοι δανειολήπτες, οι περισσότεροι, έχουν μετατρέψει έγκαιρα εδώ και χρόνια τα δάνεια από ελβετικό φράγκο, σε ευρώ σε συνεργασία με την τράπεζα τους κι έχουν ρυθμίσει τις δόσεις τους. Παραμένει όμως ένας μεγάλος αριθμός δανειοληπτών που το στεγαστικό τους δάνειο έχει «κοκκινήσει» και έχει περάσει στα χέρια των ξένων funds, τα οποία κινούν τις διαδικασίες αναγκαστικής είσπραξης της οφειλής ακόμη και με τον πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας. Μεγάλες είναι οι ευθύνες των τραπεζών που ουσιαστικά εξαπάτησαν τους δανειολήπτες, αλλά και του κράτους που εποπτεύει τις τράπεζες και είναι εγγυητής των τραπεζών, μέσω πολλών ανακεφαλαιοποιησεων με χρήματα του ελληνικού δημοσίου. Η ουσία βρισκόταν στα λεγόμενα ψιλά γράμματα, που πόρρω απείχαν από το να χαρακτηριστούν συμβάσεις στεγαστικών δανείων. Δύσκολα γίνονται αντιληπτές οι παγίδες που, συνοψίζοντάς τες, είναι:
Η οφειλή συνδεόταν απευθείας με την αγορά συναλλάγματος.
Οι δανειολήπτες θα έπρεπε διαρκώς να αγοράζουν ελβετικά φράγκα για να πληρώνουν τη δόση τους. Αυτό στις συμβάσεις αναγραφόταν ως εξής: «Εκπληρώνει τις εντεύθεν υποχρεώσεις της προς την τράπεζα είτε στο νόμισμα χορήγησης είτε σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης του νομίσματος χορήγησης (δηλαδή ελβετικό φράγκο) την ημέρα καταβολής (της μηνιαίας δόσης)». Δηλαδή κατέβαλλαν τη μηνιαία δόση σε ευρώ. Η τράπεζα τα μετέτρεπε σε ελβετικά φράγκα (εισπράττοντας προμήθεια που βάραινε τον δανειολήπτη) και πλήρωνε τη δόση.
Η αλλαγή της ισοτιμίας ευρώ – ελβετικού φράγκου θα είχε συνέπεια τη θηριώδη μεταβολή του κεφαλαίου. Αν ανατρεπόταν η σχέση ευρώ – ελβετικού φράγκου, το αρχικό δάνειο θα εκτινασσόταν. Εξαιτίας αυτού υπάρχουν περιπτώσεις δανειοληπτών ακόμα και με τριπλασιασμό του κεφαλαίου δανεισμού. Δανείστηκαν για παράδειγμα 100.000 ευρώ και τελικά το δάνειο που πρέπει να καταβάλουν αγγίζει τις 300.000 ευρώ, με ανάλογη αύξηση των επιτοκίων.
Παρότι οι τράπεζες γνώριζαν (υπήρχαν σχετικές εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης), ουδεμία ρήτρα αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου ενέταξαν στις συμβάσεις. Ένα δάνειο σε ξένο νόμισμα συνδυάζει δύο μεταβλητές, την ισοτιμία του νομίσματος και το επιτόκιο. Οι τράπεζες χρησιμοποίησαν ως δέλεαρ το χαμηλό επιτόκιο των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό φράγκο προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές. Συγχρόνως διαβεβαίωναν τους υποψήφιους δανειολήπτες ότι η ισοτιμία ήταν ευνοϊκή για το ευρώ, ότι θα παρέμενε σταθερή και ότι σε κάθε περίπτωση, η τυχόν ζημία που θα είχε ο δανειολήπτης στο μέλλον από μία πιθανή αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, θα ήταν μικρότερη από το όφελος που ο ίδιος θα αποκόμιζε από το χαμηλό επιτόκιο δανεισμού.
Οι τράπεζες για προώθηση των χορηγήσεων (εργασιών) τους, είχαν συνάψει συμβάσεις με διάφορους μεσολαβητές που δεν είχαν καμία γνώση οικονομικών και πώλησης τραπεζικών προϊόντων. Εργολάβοι οικοδομών, έμποροι αυτοκινήτων και πολλοί αεριτζήδες (σύμβουλοι) με μοναδικό γνώμονα το προσωπικό τους συμφέρον απλώς μεσολαβούσαν για τη σύναψη δανείων, φυσικά χωρίς να προβαίνουν σε ενημέρωση του δανειολήπτη.
Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι η συγκεκριμένη πρακτική των τραπεζών, η οποία είναι άμεσα υπεύθυνη για τις μεγάλες απώλειες των Ελλήνων καταναλωτών (και η οποία συνεπάγεται αντίστοιχα μεγάλα κέρδη για τις ίδιες τις τράπεζες δεδομένου ότι αυτές είχαν φροντίσει να ασφαλίσουν το δικό τους συναλλαγματικό κίνδυνο), συνιστά παραβίαση των υποχρεώσεων πρόνοιας και ασφάλειας που οι τράπεζες έχουν έναντι των καταναλωτών, σύμφωνα με όσα ορίζουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ 281, 288).
Εξάλλου οι τράπεζες δεν είναι απλές επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος που μπορούν ανεξέλεγκτα να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Η αυξημένη δυνατότητά τους να επεμβαίνουν στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών τους (και μέσω αυτής να επηρεάζουν συγκεκριμένες όψεις την εθνικής οικονομίας) συνεπάγεται την άσκηση εκ μέρους τους μιας οιονεί δημόσιας λειτουργίας. Απόρροια αυτής της θεσμικής και δημόσιας λειτουργίας τους είναι μια σειρά υποχρεώσεων των τραπεζών, οι οποίες έχουν θεσμοθετηθεί προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία των περιουσιακών αγαθών των καταναλωτών και, μέσω αυτής, τη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας. Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων που είναι καταχρηστικοί. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διάταξη, μεταξύ άλλων, καταχρηστικοί είναι και οι όροι που χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή (άρθρο 2 παρ. 7 στοιχείο ια). Οι επίμαχες δανειακές συμβάσεις εμπίπτουν και στο πεδίο εφαρμογής του ν. 2251/1994 (Α’191) περί προστασίας των καταναλωτών». Ο νόμος αυτός, αναγνωρίζοντας τη διαπραγματευτική ανισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στις συμβάσεις προσχώρησης (στις συμβάσεις αυτές ο ισχυρός συμβαλλόμενος, δηλαδή η τράπεζα στην περίπτωσή μας, έχει ένα έτοιμο κείμενο στο οποίο ο πελάτης – καταναλωτής προσχωρεί χωρίς ουσιαστικά να μπορεί να διαπραγματευτεί τους όρους του), θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την ισχύ των προ-διατυπωμένων όρων των συμβάσεων, των λεγόμενων γενικών όρων των συναλλαγών.
Η ρύθμιση, αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής της απαγόρευσης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, ενώ συγχρόνως ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη κανόνα του ενωσιακού δικαίου (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές).
Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, της κινητικότητας που παρατηρείται στο συγκεκριμένο θέμα ότι η Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 (η οποία, όμως, θα έχει ισχύ μόνο για τις συμβάσεις που θα συνάπτονται από 21.3.2016), αφού διαπίστωσε την ύπαρξη μιας σειράς προβλημάτων στις αγορές της ενυπόθηκης πίστης εντός της Ευρωπαϊκής πίστης, τα οποία απέδωσε σε ανεύθυνες πρακτικές χορήγησης και λήψης δανείων, προέβλεψε, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε, όταν μια σύμβαση πίστωσης αφορά δάνειο σε ξένο νόμισμα, τη στιγμή που συνάπτεται η σύμβαση να υπάρχει το κατάλληλο κανονιστικό πλαίσιο προκειμένου να διασφαλίζεται τουλάχιστον ότι υπάρχουν ρυθμίσεις που περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης πίστωσης. Παράλληλα, ο Κώδικας Δεοντολογίας των Εταιριών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες (ΕΠΕΥ) και στη συνέχεια ο ν. 3606/2007 έθεσαν το πλαίσιο, εντός του οποίου υποχρεούνται να κινούνται οι ΕΠΕΥ και συνακόλουθα και τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας (στην προκειμένη περίπτωση, το δάνειο σε συνάλλαγμα συνιστά επενδυτικό προϊόν).
Με την απόφαση (επί προδικαστικού ερωτήματος) της 30ης Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, ArpadKasler, HajnalkaKaslerneRabal κατά ΟΤΡ JelsalogbankZrt, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι «η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατύπωσης των ρητρών επιβάλλει όχι μόνο οι ρήτρες να είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό για τον καταναλωτή από γραμματική άποψη, αλλά επιπλέον η σύμβαση να εκθέτει κατά τρόπο διαφανή την ακριβή λειτουργία του μηχανισμού μετατροπής του ξένου νομίσματος που προβλέπει η επίμαχη ρήτρα καθώς και τη σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου , ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες που τα ανωτέρω συνεπάγονται γι’ αυτόν». Με τον τρόπο αυτό το ΔΕΕ κατέστησε σαφές ότι υιοθετεί μια ουσιαστική και όχι φορμαλιστική προσέγγιση στο ζήτημα της καταχρηστικότητας των συμβατικών ρητρών/γενικών όρων συναλλαγής. Έχει εκδοθεί σωρεία αποφάσεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν σχετικών ερωτημάτων των εθνικών δικαστηρίων και συγκεκριμένα οι: C-186/16, C-119/17 της Ρουμανίας, C-51/17, C-126/17, C-26/13 της Ουγγαρίας, C-266/17 της Πολωνίας, C-602/13, C-90/14, C-613/15, C-125/18 της Ισπανίας, βάσει των οποίων η ενωσιακή νομολογία αναδεικνύει το θέμα τόσο περί αυστηρότητας της προσυμβατικής ενημέρωσης των δανειοληπτών ΠΡΙΝ την κατάρτιση των επίμαχων συμβάσεων με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου όσο και το ζήτημα περί διαφάνειας των Γενικών Όρων Συναλλαγής (ΓΟΣ), που ρυθμίζουν τις συμβατικές υποχρεώσεις του δανειολήπτη και τον τρόπο και το ύψος υπολογισμού των δόσεών του.
Περαιτέρω, βάσει των C-776 έως 782/19 και C-609/19 της Γαλλίας, το ΔΕΕ αναδεικνύει ότι τα δάνεια με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου είναι δάνεια με λογιστικό δανεισμό και προκαλούν ως αποτέλεσμα την άνευ ορίων μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου στον δανειολήπτη- καταναλωτή ενώ ταυτόχρονα διαπιστώνεται η πλήρης παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της προσυμβατικής ενημέρωσης του δανειολήπτη από την πλευρά των τραπεζών.

Υλοποιώντας τις αποφάσεις αυτές του Δ.Ε.Ε., το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας, διαφοροποίησε πρόσφατα τη νομολογία του, εκδίδοντας απόφαση υπερ των δανειοληπτών (απόφαση 20 Απριλίου 2022 αριθ. 19-11.599) και με αυτό τον τρόπο πλέον τα Γαλλικά Δικαστήρια κηρύσσουν καταχρηστική τη ρήτρα και ακυρώνουν τα δάνεια με ρήτρα αξίας ελβετικού φράγκου.
Στο επίκεντρο της καταγγελίας των δανειοληπτών με ελβετικό Φράγκο ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τίθεται η απόφαση 948/2021 του Αρείου Πάγου (επί αγωγής 4.624 δανειοληπτών και εγγυητών κατά ελληνικής τράπεζας) με την οποία το ανώτατο δικαστήριο απορρίπτει τη συλλογική αναίρεσή τους, απορρίπτοντας τους κυριότερους ισχυρισμούς τους.
Δηλαδή, α) ότι οι δανειακές συμβάσεις που επέβαλαν οι τράπεζες στους πελάτες τους δεν παρείχαν δυνατότητα διαπραγμάτευσης των όρων και σαφήνεια για τον τρόπο υπολογισμού των δόσεων σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο, β) ότι περιείχαν αδιαφανείς όρους εξαιρετικά επιβλαβείς για τους δανειολήπτες λόγω της ραγδαίας μεταβολής της ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου από το 2010 και μετά και γ) ότι παραβιάστηκαν η υποχρέωση των τραπεζών στην προσυμβατική ενημέρωση και η αρχή της διαφάνειας κατά το δίκαιο του καταναλωτή.
Οπως αναφέρουν οι καταγγέλλοντες, ο Άρειος πάγος ερμήνευσε το δίκαιο περί προστασίας του καταναλωτή (νόμος 2251/1994) με τρόπο αντίθετο προς το υπέρτερο ενωσιακό δίκαιο, όπως επανειλημμένα αυτό έχει ερμηνευτεί σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.