Τη θυμάμαι από μικρός . Όταν έμπαινα στο μπακάλικο της γειτονιάς , η μυρωδιά της σκέπαζε όλες τις άλλες μυρωδιές , ακόμα κι εκείνη του κρασιού . Την έβλεπα , πάνω στον παλιό πάγκο , δίπλα στις σαρδέλες και τις ρέγκες , να πλέει μέσα στο λάδι ,
στο στρογγυλό μεγάλο κονσερβοκούτι , που είχε απ’ έξω ζωγραφισμένο ένα μεγάλο ψάρι:
Λαχταριστά , κάτασπρα , στρογγυλά κομμάτια ψαχνού λακέρδας .
Η λακέρδα, για να καταλαβαινόμαστε, είναι το ελληνικό σούσι: Ωμό φιλέτο από παλαμίδα, σιτεμένο μέσα σε μπόλικο αλάτι .
Πολλοί βαρελόφρονες του καιρού εκείνου την είχαν για τακτικό μεζέ. Μ’ ένα κομματάκι λακέρδα λεμονισμένη , στη λαδόκολλα , μπορούσαν να πίνουν όλη νύχτα. Η έντονη γεύση της και η αρμύρα της την έκαναν να φτουράει σαν κρασομεζές. Μ’ ένα κομματάκι τόσο δα άδειαζες πολλά ποτήρια πριν τσιμπήσεις το επόμενο.
Πολλές φορές, όταν η μάνα μου μαγείρευε όσπρια (φασολάδα , φακές και ρεβίθια) ο πατέρας μου μ’ έστελνε να του πάρω, για προσφάι, ένα κομματάκι λακέρδα. Την έτρωγε συνήθως μόνος του ρουφώντας με ευχαρίστηση και το κρασάκι του, αφού σ’ εμάς τα παιδιά δεν άρεσε η γεύση και μυρωδιά της ενώ ή μάνα μου (κορίτσι του βουνού και της στάνης) φώναζε : «πω πω πω πάρ’ τη από μπροστά μου».
Τα χρόνια πέρασαν και οι καιροί αλλάξαν. Μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι. Τα παλιά μπακάλικα – ταβερνάκια χάθηκαν , οι λαϊκοί κρασοπότες χάθηκαν κι αυτοί , το φαγητό μας το θέλουμε , πλέον , «γκουρμέ» (εκλεκτό) και οι τηλεοράσεις – απ’ το πρωί ως το βράδυ – μας βομβαρδίζουν με συνταγές μαγειρικής που «πόρρω απέχουν» από εκείνα που μαγείρευε κάποτε στην κατσαρόλα η μάνα και η γιαγιά μας .
Μαζί με τα φαγητά που εξορίστηκαν από την ελληνική κουζίνα, πήρε το δρόμο της αρνησιάς και η ταπεινή λακέρδα .
Υπάρχει, βέβαια , ακόμα στα σούπερ – μάρκετ, αλλά δεν ξέρω πόσοι την καταδέχονται και τη βάζουν στο τραπέζι τους σήμερα .
Εγώ , πάντως , κάποιες φορές που το «συσσίτιο» έχει όσπρια (κυρίως ρεβύθια) , αγοράζω ένα – δυο κομματάκια λακέρδα και τα τρώω μόνος μου (όπως ο μακαρίτης πατέρας μου) …εις μνήμην.
Βαγγέλης Μητράκος