Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω σήμερα τον λόγο για τρεις λόγους: Πρώτον, γιατί θέλω και με την δική μου παρέμβαση να τιμήσω μία συνεδρίαση της Βουλής αφιερωμένη σε ένα πολύ σημαντικό θέμα εθνικού χαρακτήρα. Δεύτερον, γιατί είναι υποχρέωσή και δική μου, σε συνέχεια των αγορεύσεων των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, να αποκαταστήσω ορισμένες αλήθειες. Αλήθειες οι οποίες, δυστυχώς, κινδυνεύουν να χαθούν μέσα στα παιχνίδια εντυπώσεων και την προπαγανδιστική ανευθυνότητα της κυβέρνησης. Τρίτον, γιατί θέλω να περιγράψω, σύντομα και με απλά λόγια ποια είναι η θέση της Νέας Δημοκρατίας για το πώς πρέπει η Ελλάδα να κινηθεί από εδώ και στο εξής στο ζήτημα των γερμανικών οφειλών.
Ο κ. Τζαβάρας αλλά και οι συνάδελφοι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, εξήγησαν με τρόπο, πιστεύω, άρτιο γιατί η Νέα Δημοκρατία καταψήφισε το σχετικό πόρισμα της κοινοβουλευτικής επιτροπής, αναφέροντας γιατί -κατά την εκτίμησή μας- η επιτροπή αυτή δεν στάθηκε τελικά στο ύψος των περιστάσεων και των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί όταν αυτή συστάθηκε. Θέλω να αποσαφηνίσω από την πρώτη στιγμή ότι προφανώς συμφωνούμε και θα υπερψηφίσουμε το διακομματικό κείμενο, το οποίο έχει ετοιμαστεί από το Προεδρείο της Βουλής, ως τον ελάχιστο κοινό τόπο συνάντησης των πολιτικών δυνάμεων του Δημοκρατικού τόξου απέναντι σε αυτή τη σημαντική ιστορική εκκρεμότητα που έχει η χώρα μας. Όμως, θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό σε αυτή την αίθουσα να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας και να επιχειρήσουμε, όσο αυτό, είναι εφικτό να κρατήσουμε τη συζήτηση αυτή μακριά από πρόσκαιρες επικοινωνιακές επιδιώξεις στις οποίες, δυστυχώς, μας έχει συνηθίσει τελευταία η Κυβέρνηση.
Σίγουρα, το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή λαμβάνει χώρα τον Απρίλιο του 2019 και το πόρισμα της σχετικής επιτροπής έχει ολοκληρωθεί και κατατεθεί από το 2016, δεν μας κάνει εξαιρετικά αισιόδοξους. Δεν γίνεστε πολύ πιστευτοί όταν λέτε ότι το ζήτημα αυτό εξετάζεται σε πολιτικά ουδέτερο χρόνο και ότι δεν σκοπεύετε να αποκομίσετε άλλα οφέλη από αυτή τη συζήτηση.
Πάμε, λοιπόν, στην ουσία: Αλήθεια πρώτη. Η Νέα Δημοκρατία ήταν το κόμμα το οποίο από την αρχή χειρίστηκε με ευθύνη, επάρκεια αλλά και ρεαλισμό αυτό το εξαιρετικά πολύπλοκο νομικό θέμα. Ποιο δηλαδή; Τις γερμανικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο που αφορούν το ελληνικό κράτος. Αλλά και τις αποζημιώσεις, που αφορούν ιδιώτες οι οποίοι είτε αυτοί, είτε οι συγγενείς τους υπήρξαν θύματα ναζιστικών θηριωδιών. Θυμίζω λοιπόν ότι τον Σεπτέμβριο του 2012, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με εντολή του τότε Υπουργού Αναπληρωτή, του Χρ. Σταϊκούρα, συστάθηκε μια ειδική ομάδα ανώτερων υπαλλήλων η οποία -για πρώτη φορά- κατέγραψε, ταξινόμησε, προστάτευσε όλο το αρχειακό υλικό το οποίο σχετίζεται με αυτό το θέμα. Και μέσα σε πέντε μήνες συγκροτήθηκαν 761 φάκελοι και τόμοι, συντάχθηκε πορισματική έκθεση προς το αρμόδιο Υπουργείο Εξωτερικών το οποίο φέρει και την ουσιαστική ευθύνη αυτής της διαπραγμάτευσης. Αυτό είναι το υλικό το οποίο, έκτοτε, επικαλείται το ελληνικό κράτος. Τον Απρίλιο του 2013, η έκθεση αυτή διαβιβάστηκε από το υπουργείο Εξωτερικών στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ώστε να την αξιολογήσει και να στοιχειοθετήσει νομικά τις αξιώσεις του ελληνικού Δημοσίου. Αυτό συνέβη πράγματι. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, όμως, στις αρχές του 2014, ζήτησε και πάλι από το Υπουργείο Οικονομικών τον ποσοτικό προσδιορισμό των αξιώσεων που διεκδικεί το Ελληνικό Δημόσιο. Συστάθηκε, λοιπόν, νέα ειδική επιτροπή με προθεσμία ολοκλήρωσης του έργου την 30.12.2014. Το πλήρες πόρισμα αυτής της επιτροπής υποβλήθηκε, τελικά, στο Υπουργείο Οικονομικών.
Επισημαίνω εδώ κάτι το οποίο ο οποιοσδήποτε καλοπροαίρετος έχει ήδη αντιληφθεί: Αυτό είναι το μόνο επίκαιρο πόρισμα για τις γερμανικές οφειλές και το κατοχικό δάνειο που διαθέτει το ελληνικό κράτος, η κάθε ελληνική κυβέρνηση. Και είναι οι μόνες θέσεις που έχουν επισήμως κατατεθεί από την Αθήνα προς το Βερολίνο. Και αυτό είναι ένα έργο της Νέας Δημοκρατίας.
Αλήθεια δεύτερη: Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, είμαστε και εμείς οι πρώτοι που χωρίς να καταφεύγουμε σε επικοινωνιακές εντυπώσεις, ασχοληθήκαμε ουσιαστικά με την ανάδειξη αυτού του θέματος. Τον Μάρτιο του 2014, κατόπιν αιτήματος του Μανώλη Γλέζου, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης αποφάσισε τη σύσταση μιας διακομματικής επιτροπής. Πρόεδρος εξελέγη ο κ. Τζαβάρας, αντιπρόεδρος ο κ. Γλέζος, γραμματέας ο κ. Σαλτούρος. Η Επιτροπή αυτή συνεδρίασε επανειλημμένα και συναντήθηκε με πολλούς φορείς. Μελέτησε το υλικό που είχαν συγκεντρώσει οι υπηρεσίες, προγραμμάτισε συγκεκριμένες δράσεις, συνεργαζόμενη, πάντα, με ειδικούς επιστήμονες. Υιοθέτησε, μάλιστα, και τις εισηγήσεις δύο σημαντικών καθηγητών του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου -του κυρίου Μπρεδήμα και του καθηγητή Περάκη- οι οποίοι, εκτός από τη νομική τους συνεισφορά, πρότειναν και μία εκστρατεία, πολιτική, επικοινωνιακή, σε πολλά επίπεδα ώστε να υπάρξει διεθνής στήριξη υπέρ των ελληνικών θέσεων. Κι αυτό, διότι ξέραμε και ξέρουμε, για να μην έχουμε αυταπάτες, ότι ο νομικός δρόμος προβλεπόταν και προβλέπεται να είναι εξ αντικειμένου δύσκολος. Η επιτροπή εκείνη, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο της. Όπως και οι υπηρεσίες δεν πρόλαβαν να κλιμακώσουν τις ενέργειές τους. Τον ξέρετε πολύ καλά τον λόγο: Ήρθαν οι κάλπες του Ιανουαρίου του 2015. Τα συμπεράσματα, όμως, εκείνης της Επιτροπής, της Επιτροπής Τζαβαρα, είναι τα μόνα και τα πληρέστερα που διαθέτει το ελληνικό Κοινοβούλιο. Αυτά, άλλωστε, υιοθέτησε και η επόμενη Επιτροπή, η οποία συστάθηκε από την κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου. Και το γεγονός ότι η κυρία Κωνσταντοπούλου απέδωσε τα εύσημα στον κ. Τζαβάρα για την πληρότητα της δουλειάς του νομίζω ότι λέει πολλά πράγματα για το πόσο ουσιαστική ήταν η δουλειά που έγινε σε αυτή την Επιτροπή.
Αλήθεια τρίτη: Για πάμε να δούμε τι έγινε από το 2015 και μετά. Παρά τα μεγάλα λόγια, παρά τις θεατρικές κινήσεις, παρά τη διαρκή και συστηματική επίκληση του θέματος αυτού στον προεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των ΑΝΕΛ, η κυβέρνηση Τσίπρα ουσιαστικά απουσίασε αυτά τα 4 χρόνια από αυτή την εθνική προσπάθεια. Θέλω να θυμίσω, ότι το τελευταίο ουσιαστικό ντοκουμέντο, σαφές ντοκουμέντο ενεργητικής διεκδίκησης παραμένει η ρηματική διακοίνωση της προηγούμενης κυβέρνησης, μια ρηματική διακοίνωση η οποία επιδόθηκε στους Γερμανούς, στο Βερολίνο την 16.01.2015, στην οποία αναφέρονται οι δηλώσεις του τότε Αντιπροέδρου της κυβέρνησης και Υπουργού Εξωτερικών, του κ. Βενιζέλου ο οποίος επαναλαμβάνει ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις παραμένουν ενεργές. Την καταθέτω στα πρακτικά. Είναι μια πρωτοβουλία, η οποία, σαφώς σήμερα πρέπει να επικαιροποιηθεί. Αλλά εξ όσων γνωρίζω είναι και η τελευταία επίσημη πρωτοβουλία η οποία ανελήφθη από ελληνική κυβέρνηση στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Μην πω, λοιπόν, ότι επί 4 χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ ξέχασε τους παλικαρισμούς της εποχής που ήταν στην αντιπολίτευση και στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων είχαμε μια ακόμη θεαματική κωλοτούμπα. Ύστερα από τόσες εκδηλώσεις πολιτικού κιτς -μέχρι και την μπάντα του στρατού θυμάμαι να παιανίζει αντάρτικα στην αίθουσα του «Παρνασσού», ναι τα έκανε και αυτά ο κ. Καμμένος- που καταλήξαμε; Σε ένα κείμενο, στο σημερινό ψήφισμα, το οποίο, όπως είπα και πριν είναι ο ελάχιστος κοινός τόπος, η αυτονόητη επανάληψη του διαχρονικού αιτήματος, όχι μόνο των ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και της ελληνικής κοινωνίας.
Και βέβαια ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ο οποίος στο εσωτερικό πουλούσε λεονταρισμούς τι είχε να πει όταν συναντήθηκε για πρώτη φορά με την κ. Μέρκελ; Είπε δύο πράγματα: «θέλω να επαναλάβω ότι αυτή η πρωτοβουλία για την ανάδειξη εκ νέου του αιτήματος για πολεμικές επανορθώσεις και του θέματος του αναγκαστικού δανείου, δεν είναι κάτι καινούριο. Έγινε και από την προηγούμενη κυβέρνηση». Και συνεχίζει προσθέτωντας κάτι το οποίο μου γεννά ερωτηματικά -και θα ήθελα πραγματικά να ήταν εδώ ο κ. Τσίπρας και να μπορούσε να απαντήσει, ίσως το κάνει στη συνέχεια- ότι «δεν αφορά κάποια υλική διεκδίκηση». Δεν αφορά κάποια υλική διεκδίκηση. Αυτά έλεγε ο κ. Τσίπρας το Μάρτιο του 2015. Και προσθέτει μετά ότι είναι ένα διμερές θέμα, ξεχωριστό, το οποίο «για εμάς έχει πρωτίστως ηθική και όχι υλική αξία». Απάντησε η κυρία Μέρκελ μετά με τις πάγιες θέσεις της Γερμανικής κυβέρνησης. Με απλά λόγια: Εσείς ως αντιπολίτευση ξεσπαθώνατε για να φέρετε πίσω τις γερμανικές οφειλές και ως κυβέρνηση μας είπατε ότι το ζήτημα είναι απλώς ηθικό και δεν έχει κανένα οικονομικό αντίκτυπο. Αναρωτιέμαι πόσο εύκολη ή δύσκολη κάνετε τη ζωή οποιασδήποτε κυβέρνησης-εμείς εκτιμούμε ότι θα είμαστε η επόμενη κυβέρνηση- μέχρι και της δικής σας κυβέρνησης κύριε υπουργέ, όταν καταγεγραμμένα στην Καγκελαρία, μπροστά στη Γερμανίδα Καγκελάριο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός λέει ότι το ζήτημα είναι ηθικό -δηλαδή, θα μπορούσε να κλείσει με μια συγγνώμη, με μια απολογία- και ότι δεν υπάρχει κάποιο οικονομικό αντικείμενο σε αυτή την υπόθεση.
Όμως, κύριες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είμαι εδώ για να κρύψω οτιδήποτε από τον ελληνικό λαό, ούτε για να παίξω παιχνίδια εντυπώσεων. Με ειλικρίνεια θα πω σήμερα στην Εθνική Αντιπροσωπεία ότι όσο ιερή και αν είναι αυτή η διεκδίκησή μας, άλλο τόσο είναι και δύσκολη. Όλοι γνωρίζουμε -και υπάρχουν ανάμεσά μας συνάδελφοι πολύ πιο ειδικοί στα ζητήματα του Διεθνούς Δικαίου- τη νομική πολυπλοκότητα της διεκδίκησης διακρατικών αξιώσεων στη διεθνή Δικαιοσύνη. Όπως επίσης γνωρίζουμε και την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στη διένεξη μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας για το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων. Υπόθεση για την οποία είχε παρέμβει η Ελλάδα υπέρ της Ιταλίας τότε και δεν είχε λήξει θετικά για την Ιταλία. Ασφαλώς οι Έλληνες οι οποίοι υπήρξαν θύματα των ναζιστικών θηριωδιών δικαιούνται -και πρέπει- ιδιωτικά να συνεχίσουν να διεκδικούν αποζημιώσεις.
Το πιο σημαντικό, όμως, έρεισμα πάνω στο οποίο η Ελλάδα πρέπει να χτίσει τη δική της νομική διεκδίκηση με σθένος, υπευθυνότητα και ρεαλισμό, υπάρχει στην περίπτωση του κατοχικού δανείου. Ειδικά η διεκδίκηση αυτή, είναι σίγουρα νομικά ανοιχτή και πολιτικά εφικτή. Και πρέπει να αποτελέσει την προτεραιότητά μας. Σε αυτό άλλωστε το σημείο είχαν συμφωνήσει σε αυτήν εδώ την αίθουσα, το 1990, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Χαρίλαος Φλωράκης: «Από πλευράς νομικής, δηλώνω κατηγορηματικά ότι οι απαιτήσεις μας, που δημιουργήθηκαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξακολουθούν να υπάρχουν», έλεγε, τότε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. «Και ειδικά», τόνιζε, «για το κατοχικό δάνειο, είναι μία ειδική μορφή». Πράγματι αποτελεί μια ιδιαιτερότητα, μια μοναδικότητα στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αυτό το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο. Και προσέθετε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ότι «δεν ξέρω αν υπάρχουν και ανάλογες περιπτώσεις άλλων κρατών». Δεν υπάρχουν ουσιαστικά. Ενδεχομένως μια περίπτωση που αφορά την Πολωνία. Αλλά πράγματι το κατοχικό δάνειο αποτελεί μια ιδιαιτερότητα. Τόνιζε, όμως, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και κάτι άλλο σημαντικό: Ότι δηλαδή πολιτικά, η χώρα οφείλει να διατηρήσει το θέμα σε διμερές επίπεδο και με βάση τις υπόλοιπες διεθνείς εξελίξεις. Να κινηθούμε, δηλαδή, με ρεαλισμό, όχι με δήθεν ηρωικές χειρονομίες που θα πέσουν στο κενό, αλλά με κινήσεις οι οποίες θα φέρουν αποτέλεσμα, «γιατί», όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «αυτός είναι ο στόχος μας και όχι να δημιουργήσουμε πρόσκαιρες εντυπώσεις». Αυτά έλεγε στην Εθνική αντιπροσωπεία ένας πολιτικός που βίωσε όσο λίγοι την θηριωδία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο από τους Ναζί. Αυτός, βέβαια, που τα fake news της εποχής -οι άξιοι πρόγονοι της δικής σας μονταζιέρας- τόλμησαν τότε να παρουσιάσουν ως συνεργάτη των Γερμανών. Είκοσι εννέα χρόνια μετά, οι διαπιστώσεις αυτές, κατά την εκτίμησή μου, παραμένουν σε απόλυτη ισχύ. Και δίνουν και το σωστό μέτρο της πολιτικής πραγματικότητας σε σχέση με την υπόθεση των γερμανικών αποζημιώσεων. Είναι λόγια που πρέπει να μείνουν σταθερή πυξίδα μας σε αυτή την εθνική προσπάθεια, όσο και αν αυτή διαρκέσει.
Κύριες και κύριοι συνάδελφοι,
Κλείνω με μία παρατήρηση που συνδέεται με τις επικείμενες Ευρωεκλογές. Η συζήτηση αυτή για τις γερμανικές αποζημιώσεις επαναφέρει στη μνήμη μας την πιο σκοτεινή περίοδο στην ιστορία μιας σκοτεινής ηπείρου, όπως την αποκάλεσε σε ένα πρόσφατο βιβλίο του την Ευρώπη, ο Mark Mazower. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε -και νομίζω ότι είναι χρήσιμο να το επαναλαμβάνουν όλες οι πτέρυγες του δημοκρατικού τόξου- ότι πίσω από τη δημιουργία του πρώτου μορφώματος οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ήταν ακριβώς αυτή η βαθιά πίστη των ανθρώπων οι οποίοι βίωσαν το δράμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ότι δηλαδή η Ευρώπη δεν πρέπει ποτέ ξανά να ζήσει μια τραγωδία, όπως αυτή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και ότι η οικονομική συνεργασία, αλλά και η ενσυναίσθηση αυτού του κοινού πολιτισμικού μας παρελθόντος αποτελούν την καλύτερη απάντηση στα όπλα, αλλά και στους στείρους ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών. Στην επίτευξη, τουλάχιστον αυτού του στόχου, παρά τα προβλήματα και τις μεγάλες αδυναμίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μοναδικό αυτό πείραμα στην ιστορία της παγκόσμιας ιστορίας, μιας υπερεθνικής συνεργασίας ανεξάρτητων κρατών, το πείραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν απολύτως επιτυχημένο.
Και μιας και μιλάμε για πολιτισμική ενσυναίσθηση, όλοι πιστεύω στενοχωρηθήκαμε, κάποιοι ίσως και να δακρύσαμε, όταν είδαμε την Παναγία των Παρισίων στις φλόγες. Γιατί στην Γαλλία κάηκε και ένα κομμάτι της δικής μας ψυχής. Η γενιά του πολέμου, η οποία έβαλε τα θεμέλια της Ενωμένης Ευρώπης, δεν είναι πια μαζί μας. Και η σκυτάλη περνά, τώρα, στη δική μας γενιά. Και η πρόκληση είναι να σταθούμε με σθένος απέναντι στους εθνικιστές, αλλά και στους λαϊκιστές, από όπου κι αν αυτοί προέρχονται και οι οποίοι θέλουν να κατεδαφίσουν αυτά που με τόσο κόπο κατακτήθηκαν. Η Ευρώπη, όμως, θα αντέξει. Όπως άντεξε, τελικά, και η Παναγία των Παρισίων. Και θα ξαναχτιστεί με νέα υλικά για μια νέα εποχή. Με αυτό το ιστορικό στοίχημα θα αναμετρηθούμε. Και καλούμαστε κι εμείς με τη σειρά μας, όπως και οι προηγούμενες γενιές, να γράψουμε τη δική μας ιστορία! Σας ευχαριστώ.