Οι ενώσεις καταναλωτών κλήθηκαν σε προγραμματισμένη συνάντηση στις 17 Σεπτεμβρίου, με τον Ειδικό Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους στο Υπουργείο Οικονομικών για να εκθέσουν τις απόψεις τους για τον αναμενόμενο «ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗΣ 2ης ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ»
Από την ενημέρωση προέκυψε ότι, οι δανειολήπτες με το προσδοκώμενο νομοθέτημα που θα ισχύσει από την 1ηΙανουαρίου 2021 όχι μόνο δεν θα δικαιούνται δεύτερη ευκαιρία αλλά ούτε καν πρώτη.
Αναλυτικότερα:
1. Πτώχευση για όλους
Ο νέος πτωχευτικός κώδικας, περιλαμβάνει πολλές αλλαγές, που δεν είναι σκόπιμο να παρατεθούν λεπτομερώς, εδώ.
Η σημαντικότερη αλλαγή όμως είναι ότι γίνεται υποκείμενο πτώχευσης, όχι μόνο όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) έχει την εμπορική ιδιότητα, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, αλλά κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δηλαδή, όποιος έχει χρέη και δεν μπορεί να τα εξυπηρετήσει, ανεξαρτήτως αν είναι επιχείρηση, μισθωτός, συνταξιούχος ή άνεργος. Και βεβαίως υφίσταται και τις συνέπειες της πτώχευσης, δηλαδή απαλλαγή από τα χρέη, με προϋπόθεση όμως, την απώλεια και ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του. Επίσης, με τη νέα διάταξη, μπορούν να τεθούν σε πτώχευση και νομικά πρόσωπα που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, π.χ. σύλλογοι, σωματεία κλπ. (άρθρο 2)
Δεύτερη σημαντική αλλαγή, επέρχεται στο πότε υπάρχει αδυναμία πληρωμής. Ενώ μέχρι σήμερα προϋπόθεση για την πτώχευση ήταν, να τεκμαίρεται μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής, με τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, οι πιστωτές (τράπεζες – funds) θα μπορούν να οδηγήσουν τον οφειλέτη σε πτώχευση, εάν επί εξάμηνο δεν καταβάλει το 40% των ληξιπρόθεσμων οφειλών του (60% για πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου- φυσικών προσώπων). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι αίτηση για πτώχευση μπορεί να υποβάλει και ένας μόνος πιστωτής, σημαίνει ότι μία Τράπεζα μόνο, μπορεί να οδηγήσει τον οφειλέτη σε πτώχευση, αν δεν εξυπηρετεί κανονικά τις δόσεις του για ένα εξάμηνο. Αν κάποιος λοιπόν, δεν μπορεί να πληρώσει το στεγαστικό του δάνειο, επί ένα εξάμηνο, επειδή π.χ. τέθηκε σε εκ περιτροπής εργασία με τα νέα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και έχασε το μισό εισόδημα του, θα μπορεί να τεθεί σε διαδικασία πτώχευσης από τους δανειστές του. (άρθρα 3 και 5)
Τρίτη σημαντική αλλαγή, είναι ότι πλέον στην πτωχευτική περιουσία, στην οποία φυσικά εντάσσεται όλη η ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, ακόμα και η κύρια κατοικία, περιλαμβάνεται επίσης, «το μέρος του ετησίου εισοδήματός που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.» Δηλαδή, εφόσον ισχύει η πτώχευση και για φυσικά πρόσωπα, μπορούν να ενταχθούν στην πτωχευτική περιουσία και εισοδήματα όπως μισθοί και συντάξεις, εφόσον ξεπερνούν ένα ποσό, που καθορίζεται σήμερα περίπου στα 540 ευρώ ανά άτομο και 900 ευρώ για ζευγάρι, ενώ μέχρι σήμερα ο μισθός ήταν ακατάσχετος στο σύνολο του για χρέη προς ιδιώτες (όχι για το κράτος). Ο μισθός παραμένει βέβαια ακατάσχετος, αλλά με την συγκεκριμένη διατύπωση, εφόσον δεν εξαιρείται ρητά, μπορεί να ενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία και έτσι με δικαστική απόφαση, μέρος του να κατευθύνεται στους πιστωτές. (άρθρο 18)
Τέταρτη σημαντική αλλαγή, είναι ότι καταργείται η διάταξη του ισχύοντος πτωχευτικού κώδικα (άρ. 71) που προέβλεπε ότι: «Ο εισηγητής (του Πτωχευτικού Δικαστηρίου) μπορεί, με αιτιολογημένη διάταξή του, μετά από πρόταση του συνδίκου, να επιτρέπει την καταβολή του αναγκαίου χρηματικού ποσού (από τα εισοδήματα της υπό πτώχευση εταιρείας) προς τον οφειλέτη για τη στοιχειώδη διατροφή αυτού και της οικογένειάς του που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους». Συνεπώς, ακόμα και το δικαίωμα στην ελάχιστη αξιοπρεπή διαβίωση του οφειλέτη, υποχωρεί μπροστά στα συμφέροντα των πιστωτών.
2. Η αποτυχημένη συνταγή του εξωδικαστικού μηχανισμού
Στον πτωχευτικό κώδικα, εντάσσεται – σαν ξεχωριστό κεφάλαιο, με τίτλο «διαδικασίες πρόληψης αφερεγγυότητας» – η ρύθμιση οφειλών μέσω του «εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών» που ίσχυσε για επιχειρήσεις (Ν. 4469/2017) και επεκτείνεται πλέον και σε φυσικά πρόσωπα-οφειλέτες (αρ. 113-121).
Βεβαίως, η συγκεκριμένη διαδικασία, δεν σημείωσε καμία ιδιαίτερη επιτυχία και πρακτικά έμεινε σε αχρησία, αφού εκτός από μια περίπλοκη και εξαιρετικά τεχνοκρατική και γραφειοκρατική διαδικασία ένταξης, προϋπέθετε τη συμφωνία της πλειοψηφίας των δανειστών για να υπάρξει ρύθμιση, χωρίς να προβλέπει κάποια διαδικασία αναγκαστικής ρύθμισης, σε περίπτωση που δεν συναινούσαν, όπως θα ήταν μια δικαστική απόφαση.
Για παρόμοιους λόγους, όπως και λόγω εξαιρετικά αυστηρών κριτηρίων ένταξης, αποδείχτηκε αποτυχημένη και η λεγόμενη «Προστασία της Κύριας Κατοικίας» του Ν. 4605/2019, που προϋπέθετε ρύθμιση μέσω παρόμοιας πλατφόρμας, μετά την κατάργηση της σχετικής διάταξης του Νόμου Κατσέλη. Η γενίκευση μιας παρόμοιας διαδικασίας στο πλαίσιο του πτωχευτικού κώδικα, προϊδεάζει για την αποτυχία αυτής της προληπτικής διαδικασίας και την ανεξέλεγκτη εξάπλωση των πτωχεύσεων. Άλλωστε, οι περισσότερες διατάξεις του νέου Κώδικα αποσκοπούν στην απλοποίηση και την επιτάχυνση της διαδικασίας της πτώχευσης, προς όφελος φυσικά κυρίως των Τραπεζών.
3. Οι Τράπεζες πάνω απ’ όλα
Άλλες σημαντικές αλλαγές που αφορούν κυρίως τις υπό πτώχευση επιχειρήσεις, είναι οι εξής:
– Στη διαδικασία διάσωσης-εξυγίανσης επιχειρήσεων τίθεται ως βασικός κανόνας ότι δεν θα χειροτερεύσει η θέση του πιστωτή. (αρ. 122)
– Όταν η επιχείρηση εντάσσεται σε προπτωχευτικό καθεστώς εξυγίανσης, δεν απαιτείται απόφαση της συνέλευσης μετόχων ή εταίρων για τη μεταβίβαση μέρους ή ακόμα και του συνόλου της περιουσίας της. (αρ. 124)
-Μειώνεται σε 50% το ποσοστό πιστωτών που απαιτείται να συναινέσουν για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης. Έτσι οι τράπεζες θα μπορούν κατά κανόνα να αποφασίζουν μόνες τους, εφόσον έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απαιτήσεων, παρακάμπτοντας τους μικρούς πιστωτές. (αρ. 123)
-Το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία γίνονται ουσιαστικά παρακολούθημα των τραπεζών στις συμφωνίες αναδιάρθρωσης-εξυγίανσης: Εάν οι απαιτήσεις τους είναι μέχρι 15 εκατ. ευρώ και αντιστοιχούν σε ποσό μικρότερο από τις οφειλές προς τους υπόλοιπους πιστωτές της επιχείρησης, θα συνυπογράφουν ό,τι αποφασίζουν οι υπόλοιποι πιστωτές κατά πλειοψηφία, δηλαδή κατά κανόνα οι τράπεζες. (αρ. 124)
– Έμμεση χειροτέρευση της θέσης των εργαζόμενων, όπως και του Δημοσίου και ασφαλιστικών ταμείων και φυσικά, μικρότερων πιστωτών (προμηθευτών κλπ) και των υπόλοιπων πιστωτών, προς όφελος των Τραπεζών.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 97 του Νομοσχεδίου, προβλέπεται νέα διάταξη σύμφωνα με την οποία: «Προστίθενται ως πρώτη τάξη των γενικών προνομίων του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ. οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις οποιασδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωμών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης του παρόντος κώδικα. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που δίδονται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης, το οποίο δύναται να απέχει έως έξι (6) μήνες, κατ` ανώτατο όριο, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης.»
Το άρθρο 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που αναφέρεται, προβλέπει τη σειρά κατάταξης των πιστωτών σε περίπτωση πλειστηριασμού (σε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη) ή πτώχευσης. Στο άρθρο αυτό, προηγούνται οι απαιτήσεις για έξοδα κηδείας, νοσήλεια του οφειλέτη και έξοδα διατροφής μελών της οικογένειάς του και αμέσως μετά έρχονται οι απαιτήσεις από δεδουλευμένα εργαζομένων, αποζημιώσεις απόλυσης, αμοιβές εξαρτημένων ελεύθερων επαγγελματιών και απαιτήσεις δημοσίου για ΦΠΑ και ασφαλιστικών ταμείων. Ήδη η ικανοποίηση των χρεών προς εργαζόμενους, είχε γίνει πιο δύσκολη με την ένταξη στην ίδια τάξη των απαιτήσεων ασφαλιστικών ταμείων και Δημοσίου, οι οποίες συνήθως λόγω όγκου, μείωναν πολύ το ποσοστό που κατέληγε σε εργαζόμενους.
Όμως πλέον, με την νέα διάταξη, γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, καθώς μπαίνει σαν πρώτη τάξη προνομιούχων απαιτήσεων, οι οφειλές από χρηματοδοτήσεις προς την επιχείρηση κατά το στάδιο της εξυγίανσης, οι οποίες όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, μόνο από Τράπεζα μπορούν να προέρχονται. Έτσι λοιπόν, τα χρέη προς τους εργαζόμενους και λοιπές αμοιβές εργασίας γίνεται ακόμη πιο δύσκολο να ικανοποιηθούν, αφού προηγούνται οι Τράπεζες που έδωσαν δανειοδότηση στην διάρκεια της εξυγίανσης.
4. Αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας
Ενώ στον μέχρι σήμερα ισχύοντα πτωχευτικό κώδικα, ο κανόνας ήταν η διατήρηση της ισχύος των συμβάσεων και η λύση τους μόνο με καταγγελία από τον σύνδικο, στον νέο κώδικα προβλέπεται αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων (και των συμβάσεων εργασίας) και συνέχιση τους μόνο με απόφαση του συνδίκου και εισηγητή (άρ. 29 και 35). Δηλαδή αντιστροφή της διαδικασίας. Οι συμβάσεις εργασίας, λοιπόν αντιμετωπίζονται ως περιττό βάρος για τις υπό πτώχευση επιχειρήσεις και θα πρέπει να ξεκαθαρίζει γρήγορα το τοπίο από αυτές.
Ως προς τις αποζημιώσεις απόλυσης, δεν θίγεται το δικαίωμα της αποζημίωσης, αλλά η καταβολή τους δεν αποτελεί προϋπόθεση για το κύρος της απόλυσης (όπως ίσχυε και με τον ισχύοντα κώδικα). Συνεπώς, αν δεν καταβληθεί η αποζημίωση, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αξιώσεων τους ως πτωχευτικοί πιστωτές (όπως επίσης ίσχυε μέχρι τώρα). Αυτό, πρακτικά σημαίνει ότι, υπάρχουν μειωμένες πιθανότητες να ικανοποιηθούν πλήρως οι εργαζόμενοι για τις αποζημιώσεις τους και τυχόν αξιώσεις τους για άλλες οφειλές, καθώς ήδη έχουν μπει στην ίδια τάξη με απαιτήσεις του Δημοσίου για ΦΠΑ και ασφαλιστικών ταμείων, ενώ προστίθενται και τα υπερπρονόμια των πιστωτών που τυχόν έχουν χρηματοδοτήσει την επιχείρηση στο στάδιο της εξυγίανσης.
5. «Leasing» με άγνωστη αξία επαναγοράς αντί για προστασία κύριας κατοικίας
Ο Πτωχευτικός Κώδικας συμπληρώνεται με ειδικές ρυθμίσεις για τους δανειολήπτες που καλύπτονταν έως τώρα από το νομοθετικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Προβλέπεται κρατικός φορέας απόκτησης – επαναμίσθωσης για τις πρώτες κατοικίες των φυσικών προσώπων που θα πτωχεύσουν και ο οποίος θα αποκτά την ιδιοκτησία αυτών των κατοικιών, αποπληρώνοντας τους πιστωτές και στη συνέχεια θα τα νοικιάζει στους οφειλέτες.
Συγκεκριμένα, στο άρθρο 166 προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση που ευάλωτος κηρυχθεί σε πτώχευση σύμφωνα με το πρώτο κεφάλαιο του Κώδικα Φερεγγυότητας και Δεύτερης Ευκαιρίας ή σε περίπτωση που επισπεύδεται σε βάρος της κύριας κατοικίας του αναγκαστική εκτέλεση από ενυπόθηκο ή προσημειούχο πιστωτή, δύναται να υποβάλει αίτημα στον Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης για τη μεταβίβαση σε αυτόν της κύριας κατοικίας του και την μίσθωσή της από αυτόν.»
Στο σχέδιο Νόμου που κατατέθηκε στη διαβούλευση, η έννοια του ευάλωτου περιλαμβάνει ένα πολύ περιορισμένο εύρος δικαιούχων. Συγκεκριμένα, «φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα» και «στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λοιπά κριτήρια που εκάστοτε ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4472/2017.». Δηλαδή ευάλωτοι θεωρούνται μόνο οι εκάστοτε δικαιούχοι του «επιδόματος στέγασης» όπως αυτοί προσδιορίζονται κάθε φορά με Υπουργική Απόφαση και με ανώτατο ατομικό εισοδηματικό όριο 9.600 ευρώ, δηλαδή 685 ευρώ τον μήνα.
Η μίσθωση θα γίνεται για 12 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της μίσθωσης ή με την λήξη αυτής, ο μισθωτής μπορεί να ζητήσει επέκταση της μίσθωσης για 20 χρόνια, με επαναπόκτηση της κύριας κατοικίας, πληρώνοντας ένα τίμημα επαναγοράς -εκτός από τα μισθώματα- που θα καθορίζεται με Υπουργικές Αποφάσεις (Υπουργείου Οικονομικών). Μετά τη λήξη της 20ετίας αποκτά την κυριότητα (σύμβαση τύπου leasing).
O «Φορέας Απόκτησης και Επαναμίσθωσης» θα συσταθεί με προικοδότηση κεφαλαίου από το Δημόσιο, θα τιτλοποιεί τις απαιτήσεις του από ενοίκια και θα αναθέσει τη διαχείριση των κατασχεμένων ακινήτων σε εταιρεία διαχείρισης.
Ουσιαστικά λοιπόν, το κράτος αναλαμβάνει να εγγυηθεί και πάλι, υπέρ των τραπεζών τα κόκκινα δάνεια, ως εξής: Αποκτώντας την -πολλές φορές δύσκολο να ρευστοποιηθεί ή αξιοποιηθεί- ιδιοκτησία των βεβαρυμένων ακινήτων, αναλαμβάνει να αποπληρώσει τους πιστωτές του υπερχρεωμένου οφειλέτη στο ύψος της εμπορικής της αξίας κατά τον χρόνο της πτώχευσης και στη συνέχεια, αφού οι Τράπεζες έχουν εισπράξει τις οφειλές τους και δεν κινδυνεύουν από άγονους πλειστηριασμούς, ο κρατικός φορέας αναλαμβάνει να εισπράξει το ποσό από τον οφειλέτη, ως ενοίκιο για μακροχρόνια μίσθωση. Αν ο οφειλέτης καταφέρει να ανταποκριθεί, μπορεί να πάρει πίσω το σπίτι του. Αν όχι, αυτό μένει στο Δημόσιο και για να επαναεισπράξει τα ποσά που έχει δαπανήσει, ίσως αναγκαστεί να τα πουλήσει όσο- όσο πάλι στις Τράπεζες και τα fundγια να τα αξιοποιήσουν. Αλλιώς θα μείνει με τα χαμηλής αξίας ακίνητα και οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες θα υποστούν έξωση.
Για να αποκτά ρευστότητα, ο «Φορέας» θα αναγκάζεται να τιτλοποιεί απαιτήσεις από τα ενοίκια, άρα οι Τράπεζες και τα fundθα έχουν πάλι πεδίο κερδοσκοπίας με τις απαιτήσεις αυτές. Με λίγα λόγια, οι Τράπεζες εξασφαλίζονται με το μέγιστο της αξίας που θα μπορούσαν να πάρουν από τα ακίνητα, ενώ το κόστος συντήρησης, ο κίνδυνος μείωσης της αξίας τους και γενικότερα το ρίσκο, μοιράζονται στον οφειλέτη και στο Δημόσιο.
Καλούνται οι καταναλωτές, για οποιοδήποτε πρόβλημα αντιμετωπίζουν, να επικοινωνούν με την Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδας, στα παρακάτω στοιχεία επικοινωνίας:
• Τel: 210-8817730
• e-mail:info@eeke.gr