Το ιστορικό Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης ήταν ένα αυστηρό αλλά δίκαιο σχολείο με πολύ καλούς καθηγητές και μαθητές, με φήμη πανελλήνια.
Όταν έγινε η Χούντα, τον Απρίλη του 1967, η αυστηρότητα χτύπησε κόκκινο. Κάθε πρωί, μετά την προσευχή, υπήρχαν διαγγέλματα από τον γυμνασιάρχη, ΤΙ επιτρέπεται και ΤΙ απαγορεύεται. Εμείς σαν τελικοί αποδέκτες της πειθαρχίας των καιρών και των συνεπειών της, είχαμε αναπτύξει μια προσαρμοστικότητα, μιαν υπομονή και μια καρτερία που έμοιαζε μ’ αυτό που οι καλόγεροι αποκαλούν «υπακοή». Έτσι «επιβιώσαμε» στους δύσκολους καιρούς, αλλά και δεν μας έμειναν ψυχικά τραύματα, κάτι που σήμερα έχει γίνει «καραμέλα» στα στόματα γονέων και μαθητών, παρ’ όλο που η σχολική πειθαρχία είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Μια από τις απαγορεύσεις που είχαμε εισπράξει τότε ήταν να μην καθόμαστε στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας:
«Θα τρώτε το γλυκό σας, θα πληρώνετε και θα φεύγετε».
Εμείς, βέβαια, σαν παιδιά της φτωχολογιάς τα περισσότερα, δεν είχαμε πρόβλημα, μιας και για γλυκό πηγαίναμε στο υπόγειο ζαχαροπλαστείο των ΑΦΩΝ ΚΑΙΣΑΡΗ, κάτω ακριβώς από το σινεμά ΦΛΟΡΑΛ, στη γωνία του κέντρου Παλαιολόγου & Λυκούργου. Ο «Καίσαρης» έφτιαχνε ωραίες, λαχταριστές πάστες (αμυγδάλου και σοκολατίνες), τις οποίες έβαζε στο μεγάλο ψυγείο με τη βιτρίνα που είχε στη μέση του μαγαζιού, μπροστά ακριβώς από τη σκάλα που σε κατέβαζε στο υπόγειο. Οπότε, εκεί στου Καίσαρη, τρώγαμε την πάστα μας και καθόμαστε όσο θέλαμε χωρίς τον φόβο να μας δει κανένας καθηγητής.
Σαν αντρέψαμε, όμως , θέλαμε και λίγο πλατεία. Ήτανε μια πράξη χειραφέτησης από την παιδική ηλικία το να θεαθείς στην πλατεία και στα μαγαζιά της. Έτσι, αρχίσαμε , δειλά-δειλά, να πηγαίνουμε στο φημισμένο Ζαχαροπλαστείο του «ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ», ενός ρέκτη Σπαρτιάτη επαγγελματία που άφησε εποχή με τα γλυκίσματά του. Στου «ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ» ξεκινήσαμε με τα αξέχαστα προφιτερόλ, ώσπου κάποια μέρα, Κυριακή απόγευμα ήταν, ένας από την παρέα, τρεις συμμαθητές ήμαστε, πρότεινε να φάμε μιλφεϊγ, που του είχανε πει ότι ήταν πολύ ωραίο. Εμείς ούτε ακουστά δεν είχαμε το μιλφέιγ, αλλά εμπιστευθήκαμε τη φήμη. Παραγγείλαμε, λοιπόν, τρία μιλφέιγ και σε λίγο το ασπροντυμένο γκαρσόνι μας τα είχε φέρει στο τραπέζι.
Πρώτη φορά τα βλέπαμε… δεν μας εντυπωσίασαν οπτικά… στρώσεις με φύλλο που έμοιαζε με χαρτί, ανάμεσα κρέμα και από πάνω ζάχαρη άχνη και λίγη κανέλλα. Μαζί με κάθε πιατελάκι μας είχε φέρει το γκαρσόνι και από ένα πιρούνι και μαχαίρι. Κοιταχτήκαμε αμήχανα. Γλυκό με μαχαίρι και πιρούνι δεν είχαμε ξαναφάει. Γενικά, μαχαίρι δεν χρησιμοποιούσαμε ούτε στο φαΐ. Πόσο μάλλον στο γλυκό! Πήραμε στα χέρια, λοιπόν, τα μαχαιροπίρουνα, βάλαμε το πιρούνι πάνω στο μιλφέιγ και προσπαθήσαμε, άγαρμπα είναι αλήθεια, να κόψουμε ένα κομμάτι με το μαχαίρι. Τη στιγμή που πιέσαμε το μαχαίρι κάνει ένα … «κλααατς» το μιλφέιγ και ξεχειλίζει η κρέμα από πάντού στο πιατελάκι. Δοκιμάζουμε λίγο πιο πέρα, πάλι τα ίδια! Μετά από 3-4 αποτυχημένες προσπάθειες να κόψουμε το μιλφέιγ σε κομμάτια, το γλυκό είχε γίνει στο πιατελάκι ένας άμορφος σωρός από διαλυμένη κρέμα και σπασμένα κομμάτια φύλλου. Ξεραθήκαμε στα γέλια με την αδεξιότητά μας και αρχίσαμε μετά, «φτυαρίζοντας» με το πιρούνι, να τρώμε το διαλυμένο γλυκό. Πραγματικά, ήταν υπέροχο στη γεύση και το τελειώσαμε στα γρήγορα. Ήπιαμε και το κρύο νεράκι μας και μετά πιάσαμε την κουβέντα για τα δικά μας, όλα εκείνα που μπορούν να απασχολούν νέα παιδιά των 15 – 16 χρόνων, όταν…:
-Παιδιά, τι κάνετε εδώ; Τι έχουμε πει;
Γνώριμη ήταν η φωνή που ακούσαμε. Στρέψαμε. Ήταν ένας από τους καθηγητές μας, περαστικός στην πλατεία, που μας είδε και σταμάτησε να επιβάλει… «τας εντολάς».
-Ένα γλυκό φάγαμε, κ. καθηγητά.
-Το φάγατε;
-Το φάγαμε, κ. καθηγητά. Μιλφέιγ ήτανε.
-Δεν με νοιάζει τι γλυκό ήτανε. Αφού το φάγατε, είναι ώρα να πηγαίνετε τώρα.
-Μάλιστα, κ. καθηγητά. Θα πηγαίνουμε τώρα.
Φωνάξαμε το γκαρσόνι, πληρώσαμε, σηκωθήκαμε και φύγαμε, μιας και ο καθηγητής μας είχε «καρφωθεί» εκεί και περίμενε να εκτελέσουμε την εντολή.
Δεν μας έμεινε καμιά πικρία από τον καθηγητή μας. Το γλυκό μιλφέιγ τα σκέπασε όλα. Και έμεινε, μόνο, μια ιστορία να τη λέμε οι παλιοί συμμαθητές, όταν συναντιόμαστε, από καιρού εις καιρόν, πώς καταφέραμε να κάνουμε γλυκιά μνήμη ένα απλό μιλφέιγ που φάγαμε κάποτε στου «ΔΙΑΜΑΝΤΑΚΟΥ» σε καιρούς που «όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά».