Η συμβολή του Βουνού και της Εκκλησίας στην επανάσταση του 1821

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας παρατηρείται μια φυγή των κατοίκων των πεδινών περιοχών προς τα ορεινά και δύσβατα μέρη. Τότε τα βουνά του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα, γέμισαν από χωριά, που έσφυζαν από ζωή. Από αυτά ξεπήδησαν οι ηρωικοί «κλέφτες», οι οποίοι αποτέλεσαν την κύρια δύναμη αντίστασης εναντίον των Τούρκων και πρωτοστάτησαν στους αγώνες της ανεξαρτησίας μερικούς αιώνες αργότερα. Οι κλέφτες ζούσαν στην ύπαιθρο και είχαν τα λημέρια τους σε δύσβατα μέρη, κυρίως στα βουνά. Ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες, η καθεμιά με τον καπετάνιο της . Βασικό χαρακτηριστικό των κλεφτών, ήταν η εχθρότητα που ένιωθαν για τους Τούρκους και γενικά για την εξουσία, στοιχείο που τους έκανε αγαπητούς στο λαό. Έτσι, οι κλέφτες έγιναν σύμβολο της αντίστασης των υπόδουλων Ελλήνων ενάντια στους κατακτητές. Το βουνό ως τόπος προστασίας, ως τόπος ορμητήριου, ως καταφύγιο των καταπιεσμένων και των υποδούλων, αποτελεί μια σταθερά που εκκινεί από την προεπαναστατική περίοδο, εδραιώνεται όμως και κυριαρχεί στην ιστοριογραφία και τη λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα και γίνεται βασικό συστατικό του εξηγητικού σχήματος για τις τύχες του ελληνικού έθνους. Το σχήμα αυτό, κοινός τόπος από τα συγγράμματα διδασκαλίας ώς τις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις, θέλει τους χριστιανικούς -ελληνικούς πληθυσμούς αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση – ήδη από τον 15ο αιώνα – να εγκαταλείπουν μαζικά τις πεδινές και εύφορες περιοχές και να καταφεύγουν στα ορεινά, προκειμένου να αποφύγουν την καταπίεση και τις φορολογικές ή άλλες απαιτήσεις των Τούρκων κατακτητών, αλλά και να οργανώσουν ορμητήρια. Η φυγή προς το βουνό εμφανίζεται δηλαδή ως πράξη αντίστασης και ανάγκης.
Οι κλέφτες των προεπαναστατικών χρόνων, στην παραδοσιακή ιστοριογραφία, αλλά και γενικότερα στον δημόσιο λόγο, εμφανίζονται ως πρόσωπα, τα οποία μην αντέχοντας τη σκλαβιά, βγαίνουν στο βουνό. Εδώ όμως ο μαζικός χαρακτήρας των μετακινήσεων των φοβισμένων πληθυσμιακών ομάδων του κάμπου έχει απαλειφθεί και προβάλλουν εξατομικευμένα χαρακτηριστικά των επώνυμων κλεφτών: περηφάνια, παλικαριά, πολεμική δεινότητα. Το βουνό πια από καταφύγιο των αδικημένων, μεταλλάσσεται σε προπύργιο ελευθερίας, με προμάχους τους κλέφτες.

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ:

Με βάση το άρθρο 3 του Συντάγματος, Eπικρατούσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Eκκλησίας του Xριστού.
Η επιρροή της Εκκλησίας επί της πολιτείας δεν έχει να κάνει τόσο με το θεσμικό πλαίσιο, όσο με την πολιτική δύναμη της Εκκλησίας (επηρεάζει εκατομμύρια πολίτες και άρα “ελέγχει” ψήφους). Κι αυτό κανένας νόμος δεν μπορεί να το αλλάξει. Το 1952 Ελληνική Εκκλησία και Δημόσιο, συνήψαν σύμβαση εξαγοράς της αγροτολιβαδικής περιουσίας των Ιερών Μονών (αγροί 141.333 στρεμμάτων, βοσκοτόποι 601.544 στρεμμάτων). Την σύμβαση αυτή επέβαλε ο εκτελεστικός νόμος του Συντάγματος 1952 (ν.δ. 2185/1952, άρθρο 37) και προέβλεπε ότι τα μοναστηριακά κτήματα υποχρεωτικώς εξαγοράζονται από την Ελληνική Πολιτεία και θα αποζημιωθούν μόνο κατά το 1/3 της αξίας τους και όχι πλήρως (όπως κατ’ εξαίρεση επέτρεπε τότε το Σύνταγμα 1952, άρθρο 104).
Η αναγκαστική αυτή σύμβαση κάθε άλλο παρά εφαρμόσθηκε στο ακέραιο από το Δημόσιο, καθώς πολλά ακίνητα που το Δημόσιο έδωσε στην Εκκλησία (ως εις είδος αποζημίωση του 1/3 της αξίας των μοναστηριακών ακινήτων) δεν ήταν άρτια και οικοδομήσιμα ή δεν ανήκαν στο Δημόσιο ή είχαν καταπατηθεί ή διανεμηθεί προηγουμένως, ενώ από την άλλη πλευρά πολλά μοναστηριακά ακίνητα δεν έφθασαν τελικά στους ακτήμονες και μικροκαλλιεργητές προς όφελος των οποίων τα παραχώρησε η Εκκλησία και παραμένουν μέχρι σήμερα υπό τη διοίκηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης . Η σύμβαση αυτή, παραμένει εώς σήμερα, ανενεργή στο σύνολο της και κατά πολλούς άκυρη. Η εκκλησία προσέφερε τα μέγιστα στην επανάσταση του 1821: Εκτός από τα μοναστήρια, που χρησιμοποιήθηκαν ως Κρυφά σχολειά,
Πολλοί ιερωμένοι δολοφονήθηκαν, εκτελέστηκαν, ατιμάστηκαν, απαγχονίστηκαν, αποκεφαλίστηκαν και εν γένει βασανίστηκαν από τους Τούρκους στη διάρκεια της επανάστασης.

Ιερείς οργάνωσαν τα κρυφά σχολειά.

Πολλά μοναστήρια καταστράφηκαν από τους Τούρκους λόγω του ότι μετείχαν σε απελευθερωτικά κινήματα.

Στους αδερφούς Ορλώφ που ήρθαν από τη Ρωσία το 1770 (Ορλωφικά) συμπαραστάθηκαν όλοι οι τοπικοί επίσκοποι (Πατρών, Κορίνθου, Κορώνης, Μεθώνης, Καλαμάτας).

Χιλιάδες κληρικοί ήταν θύματα του Αγώνα.

Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ ,οι κληρικοί-θύματα του επαναστατικού Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000.

Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες κρεμάστηκαν και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέστηκαν ή έπεσαν σε μάχες.

Από την περιοχή της Ελλάδας 73 ήταν οι Αρχιερείς που μετείχαν στην Επανάσταση. Από το 1818 μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία σχεδόν όλοι οι Αρχιερείς της Πελοποννήσου.

Τούρκοι ιστορικοί παραδέχονται τη δράση ιερέων της εκκλησίας στην Επανάσταση:

Ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι τον λαό της Πελοποννήσου ξεσήκωσαν κυρίως οι Μητροπολίτες και εν γένει οι ανήκοντες εις τον κλήρο ,τους οποίους χαρακτηρίζει πραγματικούς ηγέτες του έθνους.

Ο Ζανί Ζαντέ σημειώνει ότι τα σχέδια της Επανάστασης τηρούνταν μυστικά μεταξύ του Πατριάρχη, των Μητροπολιτών, των παπάδων και των δημογερόντων.

Δύο Πατριάρχες εκτελέστηκαν, με εντολή του σουλτάνου.

Στις 29 Ιανουαρίου 1821 ο Υψηλάντης μέσω επιστολής του, καθησύχασε τον Κολοκοτρώνη αναφέροντάς του ότι πρέπει να θεωρεί άκυρο τον αφορισμό του Πατριάρχη διότι γίνεται με τη βία.

Ο Γρηγόριος ο Ε΄ αρνήθηκε την πρόταση του πρέσβη της Ρωσίας και των Φαναριωτών, να τον φυγαδεύσουν στη Ρωσία ή στην Πελοπόννησο, για να τεθεί επικεφαλής της Επανάστασης. Ο λόγος ήταν ότι αν αποδεχόταν, θα σήμαινε την αρχή της σφαγής των Ελλήνων.

Στις 17 Απριλίου (Κυριακή του Θωμά) απαγχονίστηκε στην Ανδριανούπολη και συγκεκριμένα από τα σιδερένια κάγκελα ενός παραθύρου του κτιρίου της Μητρόπολης, ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο ΣΤ΄ με το μοναχικό του ένδυμα.

Η αιτία που έπαθε τα ίδια με τον Γρηγόριο τον Ε΄, ήταν (σύμφωνα με το διάταγμα του Σουλτάνου) ότι είχε αναμιχθεί στην ελληνική επανάσταση. Η εντολή ήταν να εκτελεστούν 30 ιερωμένοι και προύχοντες της Αδριανούπολης.

Σφαγές Επισκόπων στην Κύπρο:

Οι Τούρκοι κατέσφαξαν επισκόπους στην Κύπρο στις 9 Ιουλίου 1821, επειδή ενίσχυαν την Φιλική Εταιρία και ετοίμαζαν εξέγερση στο νησί.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός που ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρία από το 1820 και ενίσχυε οικονομικά την κίνηση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, συνελήφθη στην Αρχιεπισκοπή γονατιστός να προσεύχεται, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, με την κατηγορία ότι ξεσηκώνει τους Έλληνες σε Επανάσταση.

Στην πλατεία της Λευκωσίας, οι Τούρκοι έστησαν στις 7 ή 9 Ιουλίου μία αγχόνη και τον κρέμασαν. Μετά αποκεφαλίστηκε.

Στη συνέχεια υπέστησαν τα ίδια τρεις μητροπολίτες. Ο Πάφου Χρύσανθος, ο Κιτίου Μελέτιος και ο Κυρηνείας Λαυρέντιος.

Αρχιερείς-θύματα και στην Κρήτη:

Ο Επίσκοπος Λάμπης Μεθόδιος στις 9 Ιουλίου 1793 και ακολούθησαν οι: Κισάμου Δεσποτάκης, Πέτρας Ιωακείμ, Κυδωνίας Καλλίνικος Σαρπάκης, Ρεθύμνης Γεράσιμος Περδικάρης, Κνωσού Νεόφυτος, Σφακίων Ιερόθεος, Σητείας Ζαχαρίας κλπ.

Οι πιο γνωστοί ιερείς-θύματα του Αγώνα:

Ο Αθανάσιος Διάκος στη γέφυρα της Αλαμάνας (23 Απριλίου 1821) προσπάθησε να εμποδίσει τους Τούρκους και εν συνεχεία είχε μαρτυρικό θάνατο. Σε ηλικία 70 ετών, την 10ην Απριλίου ο ιερομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ απαγχονίστηκε γιατί θεωρήθηκε συμμέτοχος της εξεγέρσεως των Ελλήνων και ένοχος προδοσίας. Πάνω στην αγχόνη το λείψανό του παρέμεινε για τρεις ημέρες με προσαρτημένο στο στήθος του διάταγμα της εις θάνατον καταδίκης του.

Εκτός απο τον Γρηγόριο τον Ε΄, πολλοί απλοί κληρικοί και μοναχοί έλαβαν μέρος στους αγώνες των επαναστατικών χρόνων όπως: ο Γρηγόριος Επίσκοπος Μεθώνης, ο Ησαϊας των Σαλώνων, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Παπαφλέσσας, ο Νεόφυτος Καρύστου, και πολλοί άλλοι. Ο Μητροπολίτης Μολδαβίας Παλαιών κήρυξε την Επανάσταση στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας. Ο ίδιος ύψωσε και το Σταυρό της λευτεριάς στην Πλατεία του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα. Το έγγραφο που επιδόθηκε στους προξένους στην Πάτρα από την επιτροπή του αγώνα στις 25 Μαρτίου 1821 δεν συντάχθηκε από πρόκριτο ή οπλαρχηγό αλλά από τον Π. Πατρών Γερμανό.

Γνωστός για το αναμορφωτικό και εθνοσωτήριο έργο το οποίο επιτέλεσε σε μεγάλες μάζες του ελληνικού λαού είναι ο ιερομάρτυρας και εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός. Με τους λόγους του προσπάθησε να τονώσει το θρησκευτικό και το εθνικό φρόνημα των υπόδουλων χριστιανών και να τους αποτρέψει από τον εξισλαμισμό.

Ο Κοσμάς βλέποντας το κατάντημα του Ελληνισμού, την αμάθεια και τη δυστυχία υπέφερε. Γι’ αυτό το λόγο εργάστηκε υπεράνθρωπα ιδρύοντας γύρω στα 230 σχολεία. Οι Εβραίοι όμως τον διέβαλαν στον Κουρτ Πασά και εκείνος αποφάσισε το θάνατο του Αγίου Κοσμά σε ερημική τοποθεσία το 1779. Υπό την απειλή του Σουλτάνου,ο πατριάρχης υπέγραψε τον αφορισμό της επανάστασης , για να σωθεί ο ελληνικός πληθυσμός από τις απειλές και σφαγές του σουλτάνου στην ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Η συγκεκριμένη πράξη του πατριάρχη είναι για πρώτη φορά χειρόγραφη (για να καθυστερήσει η διάδοσή της, λόγω της ανάγκης αντιγραφής από τους Μητροπολίτες), αναγράφοντας πολλές ανύπαρκτες μητροπόλεις και ερμηνεύτηκε ως μία ευχή, γεγονός που εξόργισε τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν την επανάληψη της. Οι επίσκοποι που πήγαν στην Τρίπολη συνελήφθησαν από τους Τούρκους και φυλακίστηκαν. Ήταν οκτώ: Κορίνθου Κύριλλος, Μονεμβασίας Χρύσανθος, Δημητσάνας Φιλόθεος, Ναυπλίου και Άργους Γρηγόριος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Ολένης Φιλάρετος, Ανδρούσης Ιωσήφ και Τριπόλεως Δανιήλ. Από αυτούς οι πέντε πέθαναν στη φυλακή. Οι υπόλοιποι, Κύριλλος, Ιωσήφ και Δανιήλ, ελευθερώθηκαν όταν η Τρίπολη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, το Σεπτέμβριο του 1821. Από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1821, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο οι: Εφέσου Διονύσιος, Νικομηδείας Αθανάσιος, ο Αγχιάλου Ευγένιος, ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Σωζοπόλεως Παΐσιος, ο Γάνου και Χώρας Γεράσιμος, ο Θεοδωροπόλεως, ο Κίτρους Μελέτιος, ο Κρήτης Γεράσιμος, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, ο Κιτίου Μελέτιος, ο Πάφου Χρύσανθος, ο Κηρύνειας Λαυρέντιος, ο Μυριουπολεως, ο Τυρνόβου Ιωαννίκιος, ο Δέρκων Γρηγόριος και ο διατριβών στην Κωνσταντινούπολη πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος.

Κάποιοι εξ αυτών κλήθηκαν να διαμεσολαβήσουν μεταξύ Τούρκων και επαναστατημένων Ελλήνων, όπως ο Κυδωνίας που μετά την αποφυλάκισή του πέθανε από τις κακουχίες. Από τους 200 αρχιερείς επώνυμα έλαβαν μέρος 73, δηλαδή 36,5%. Βασανίσθηκαν, φυλακίσθηκαν 42, δηλαδή 21,0% και θανατώθηκαν στα πεδία της μάχης 45, δηλαδή 22, 5% Συνολικά 80% των αρχιερέων συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση. Η πλειονότητα των κρυφών σχολειων, στα δύσκολα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, έβρισκε στέγη στα Μοναστήρια , με κληρικούς- μοναχούς στον ρόλο του δασκάλου. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία τού αγωνιστή του 1821 Φωτίου Χρυσανθοπούλου – Φωτάκου, που στα Απομνημονεύματά του (1858), αναφερόμενος στην παιδεία τού τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, γράφει: «Μόνοι των οι Ελληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν ακανόνιστον, εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς φρόντιζε περί τούτου. Ολα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους». Εκτός από την παραπάνω σαφή μαρτυρία παραθέτουμε κι άλλη μία ακόμη: Πρόκειται για την αναφορά του γιατρού Στέφανου Κανέλλου, φίλου του Ρήγα και του Κοραή, ο οποίος σε επιστολή του το 1822 σε Γερμανό φιλέλληνα, μιλάει ξεκάθαρα για «κρυφά κοινά σχολειά, όπου και τα παιδιά των φτωχών διδάσκονταν χωρίς να πληρώνουν». Το τοπωνύμιο «κρυφό σχολειό» δεν είναι γενικό και αόριστο αλλά αποδίδεται σε συγκεκριμένα μοναστήρια όπως π.χ. Ανω Δίβρης Ηλείας, Φενεού Κορινθίας, Φιλοσόφου Δημητσάνας, Πεντέλης Αθήνας, Προυσού Καρπενησίου, Αγίας Τριάδας Τήνου κ.ά. Ο επισκέπτης των μοναστηριών αυτών οδηγείται από τους ντόπιους σε συγκεκριμένα απόμερα σημεία (κρύπτες) των μονών αυτών. Το γεγονός αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι οι συγκεντρώσεις αυτές έπρεπε να μείνουν κρυφές, διότι οι Ελληνες από μόνοι τους ήθελαν να κρατήσουν μυστική τη λειτουργία του σχολειού, φοβούμενοι την ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση των τουρκικών αρχών.

Αν τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν δημόσια (ελεύθερα), η λαϊκή προφορική παράδοση δεν θα τα ονόμαζε «κρυφά», αλλά σκέτα «σχολειά». Κανένας «θρύλος» δεν μπορεί να σταθεί μόνος του, αν προηγουμένως δεν στηρίζεται σε γερή ιστορική βάση. Κρυφά σχολειά λειτουργούσαν και σε περιόδους μαζικών εξισλαμισμών τοπικών πληθυσμών. Είναι φυσικό ότι στην περίπτωση αυτή, κάθε πρόσβαση σε εκκλησίες και μοναστήρια θα ήταν πλέον απαγορευτική για τους εξισλαμισμένους. Επομένως τα παιδιά που θα ήθελαν να μάθουν τα ελληνικά γράμματα και να διατηρήσουν βαθιά μέσα τους τη χριστιανική πίστη, έπρεπε να πηγαίνουν στο μοναστήρι κρυφά. Γράφει ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος: «Τη διαρκή ταραχή και τον τρόμο υφίσταται ολόκληρος ο κλήρος. Αλλά ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατά το Ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθει τα παιδιά που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Διδάσκει τη λίγη ιστορία που γνωρίζει κι αυτός. Το κρυφό σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συντήρησε ο βαθύτερος πόθος του τυραννισμένου έθνους να υπάρξει». Ο στρατηγός Καραϊσκάκης αφιέρωσε στην Παναγία την Προυσιώτισσα το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας της, με τα τρία παράσημά του.

Κατά την Επανάσταση του 1821, η Μονή της Παναγίας της Προυσσιώτισσας αποτέλεσε καταφύγιο για πολλούς αγωνιστές (Λάμπρο Κατσαντώνη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη και άλλους). Μια από τις πιο αγνές και πιο ηρωικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης του 1821 είναι ο μεγαλοεθνομάρτυρας Αθανάσιος Διάκος. Έτσι έμεινε στην Ιστορία. Διάκος ήταν η εκκλησιαστική του ιδιότητα. Χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στη Μονή Τιμίου Προδρόμου Αρτοτίνας Φωκίδας. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γραμματικός και κατ’ άλλους Μασσαβέτας. Μεγαλοεθνομάρτυρα τον ονομάσαμε λόγω των υπέρ της Πίστεως και της Πατρίδας φρικτών βασανιστηρίων τα οποία υπέστη πριν να εκτελεσθεί με τον αγριότερο τρόπο, που έχει καταγράψει η Ιστορία, να σουβλιστεί ζωντανός. Το σούβλισμα αλλιώς ονομάζεται παλούκωμα και ανασκολοπισμός. Ο Αρχιμανδρίτης Παπαφλέσσας ή αλλιώς Γρηγόριος Δικαίος γεννημένος στην Πολιανή Μεσσηνίας ,αφού έβγαλε τα ράσα ,ενδύθηκε με τη φουστανέλα και φορώντας μια αρχαιοπρεπή περικεφαλαία συμμετείχε στις μεγαλύτερες μάχες της Πελοποννήσου.

Συμμετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1821) και το1823 ορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών.

Το 1825, όταν εισέβαλε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, ο Παπαφλέσσας ήταν ακόμη Υπουργός Εσωτερικών. Οι περισσότεροι οπλαρχηγοί ήταν φυλακισμένοι και ο Παπαφλέσσας έλαβε την απόφαση να αντιμετωπίσει μόνος του τον Ιμπραήμ.

Κατάφερε να συγκεντρώσει περί τους 2.000 άνδρες και να οχυρωθεί στη θέση Μανιάκι της Μεσσηνίας. Στη θέα των 6.000 ανδρών του Ιμπραήμ, οι μισοί άνδρες του Παπαφλέσσα εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Όσοι παρέμειναν πολέμησαν μέχρις ότου έπεσε και ο τελευταίος.

Σύμφωνα με τα όσα παραδίδει ο Φωτάκος, ο Ιμπραήμ αναζήτησε το σώμα και το κεφάλι του Παπαφλέσσα, τα οποία έστησε σε ένα δένδρο για να θαυμάσει τον ηρωισμό του αντιπάλου του. Ο Μάρκος Μπότσαρης στον δρόμο για την τελευταία του μάχη, στο Κεφαλόβρυσο – 9 Αυγούστου του 1823 – σταμάτησε, για λίγο στο ξακουστό μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας. Προσκύνησε την εικόνα, παρακαλώντας την Παναγία να ευλογήσει τον αγώνα. Έδωσε σε έναν καλόγερο ένα πουγκί με φλουριά, λέγοντάς του:

“Πάρτο και να τα μοιράσεις για την ψυχή του Μάρκου Μπότσαρη”. Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης ο Αρχιστράτηγος του Αγώνα, ο θρυλικός Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, στάθηκε στην Παναγία του Χρυσοβιτσίου, στην ορεινή Αρκαδία, και προσευχήθηκε ολόψυχα. Προσευχήθηκε στην Παναγία για να πάρουν δύναμη οι Έλληνες, να εμψυχωθούν τα παλικάρια του και να συσπειρωθούν κοντά του, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του. Ο Κολοκοτρώνης έλεγε την πασίγνωστη φράση του «Ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδας και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Η λαϊκή μούσα έχει αποδώσει την ευχή της Παναγίας προς τον Κολοκοτρώνη «Ας γίνει ο νους σου αστραπή και η ψυχή σου λάβα»…

Τις συγκλονιστικές στιγμές αφηγήθηκε ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά:
«Έμεινα μόνος μου με τ’άλογό μου εις το Χρυσοβίτσι. Γυρίζει ο Φλέσσας και λέγει ενός παιδιού -μείνε μαζί του, μην τον φάνε τίποτες λύκοι. Έκατσα έως που εσκαπέτησαν με τα μπαϊράκια τους, απέ εκατέβηκα κάτου. Ήτον μια εκκλησιά εις τον δρόμον, η Παναγιά στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό (σ.σ. η προσευχή) μου ήτον οπού έκλαιγα την Ελλάς. Παναγιά μου, βοήθησε και τούτην την φορά τους Έλληνες δια να εμψυχωθούν! Και επήρα έναν δρόμο κατά την Πιάνα. Εις τον δρόμον απάντησα τον ξάδελφόν μου Αντώνιον του Αναστάση Κολοκοτρώνη με 7 ανηψίδια μου, γινήκαμε 9, και το άλογό μου 10. Εγώ είμουν και χωρίς τουφέκι».