Εν πρώτοις να ξεκαθαρίσω ότι με τον όρο «Μονεμβασία» δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στην ομώνυμη πόλη, αλλά όπως υποδεικνύουν τα ιστορικά δεδομένα από τα χρόνια του Μεσαίωνα, εννοώ τουλάχιστον την ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Λακωνίας, στην οποία δεσπόζει η οροσειρά του Πάρνωνα καθώς τα χρόνια εκείνα αποτελούσε μια ενιαία κατά κάποιο τρόπο διοικητική ενότητα, η οποία μάλιστα είχε διατηρήσει ανά τους αιώνες ένα ιδιότυπο καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, ακόμη και στα χρόνια του Βυζαντίου.
Στο παρόν κείμενο θα ασχοληθούμε με την κληρονομιά που άφησε αυτός ο τόπος και οι άνθρωποί του και θα τοποθετηθούμε εάν αυτή η κληρονομιά είχε κάποια ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία για την σύσταση του Ελληνικού κράτους, και βέβαια εάν οφείλει η Πολιτεία σήμερα να αναγνωρίσει έμπρακτα και με ποιο τρόπο την προσφορά της περιοχής μας στην εθνική υπόθεση, τη στιγμή μάλιστα που έχει αποφασίσει να δώσει μεγάλη έμφαση στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την έναρξη της επανάστασης του 1821, συνέπεια της οποίας ήταν η σύσταση του Ελληνικού κράτους λίγα χρόνια αργότερα.
Η κληρονομιά και η προσφορά της Μονεμβασίας – Μια συνοπτική ιστορική αναδρομή
Η Λακωνία μετά την κατάρρευση του αρχαίου Ελληνικού κόσμου: Μετά την κατάρρευση του αρχαίου Ελληνικού κόσμου και του τέλους
των Ελληνιστικών χρόνων, η Ρωμαϊκή πραγματικότητα άλλαξε τα δεδομένα και στην περιοχή μας.
Η Σπάρτη δεν ήταν πια εκ των πραγμάτων η πανίσχυρη πόλη – κράτος του παρελθόντος, αλλά επιπλέον, εντέχνως και υπό το φόβο της ανάκαμψής της, οι Ρωμαίοι φρόντισαν να την περιορίσουν γύρω από τα όρια της πόλης και μόνο, αφήνοντας ανεξάρτητες από αυτή τις υπόλοιπες πόλεις της Λακωνικής, οι οποίες συνασπιζόμενες ίδρυσαν το λεγόμενο «Κοινό των Ελευθερολακώνων» και αναπτύχθηκαν θαυμαστά τους αιώνες που ακολούθησαν, ελεύθερες πλέον από την ασφυκτική ηγεμονία της θρυλικής πόλης.
Σπουδαία παραδείγματα αποτελούν συν τοις άλλοις η πόλη των Βοιών, ο Ασωπός, ο Ζάρακας κλπ.
Την ακμή, οικονομική και πολιτιστική εκείνης της περιόδου σκιαγραφεί εναργώς ο Παυσανίας, ο οποίος κατά τα τέλη του 2ου μ. Χ. αιώνα περιδιαβαίνει την περιοχή μας και αποτυπώνει στα κείμενά του ότι είδε με τα ίδια του τα μάτια.
Ιδιαίτερα για τη Σπάρτη αναφέρεται με θαυμασμό και την περιγράφει ως να μην έχει χάσει ακόμη την αρχαία της αίγλη, αφού βρίσκει σε αυτή πλήθος μνημείων και πολιτιστικών θησαυρών, όμως επιπλέον διαπιστώνει και τη διατήρηση των αρχαίων εθίμων και τελετουργιών των Σπαρτιατών, οι οποίοι όχι μόνο δεν έχουν ξεχάσει την ένδοξη καταγωγή τους, αλλά εξακολουθούν να την τιμούν και μάλιστα βάσει αυτού του διαπραγματευτικού ατού, έχουν καταφέρει να αποσπάσουν από τους Ρωμαίους ένα ιδιότυπο καθεστώς ανεξαρτησίας και αυτοδιάθεσης.
Τα χρόνια που ακολουθούν παρά ταύτα θα δοκιμάσουν την περιοχή μας η οποία παρακμάζει, συνεπεία συν τοις άλλοις και των καταστροφικών σεισμών του 4ου αιώνα αλλά και πολλών βαρβαρικών επιδρομών.
Οι Σπαρτιάτες ιδρύουν τη Μονεμβασία στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.: Όμως στα τέλη του 6ου αιώνα οι Σπαρτιάτες, μπροστά σε ένα υπαρξιακό αδιέξοδο, παίρνουν μια ιστορική και καθοριστική για την επιβίωσή τους απόφαση, καθώς επιλέγουν να εγκαταλείψουν για πρώτη φορά την πόλη τους και να εγκατασταθούν στον απόκρημνο βράχο της Μονεμβασίας, αφού πρώτα έχουν προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος και έχουν μελετήσει σε βάθος τα πλεονεκτήματα ασφαλείας που η νέα τους πόλη τους εξασφαλίζει, μαζί με αυτά της στρατηγικής
της σημασίας, αφού πια θα έχουν άμεση πρόσβαση στους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου, οι οποίοι διασταυρώνονται μπροστά από τα νερά που βρέχουν την Μονεμβασία.
Αξιοσημείωτο αλλά και χαρακτηριστικό είναι ότι στη Μονεμβασία αρχικά εγκαταστάθηκαν οι στρατιωτικοί, η διοίκηση και οι ευγενούς καταγωγής Λακεδαιμόνιοι, μαζί με τον επίσκοπό τους (ήδη είχαν εκχριστιανιστεί) ενώ διάσπαρτα στην οροσειρά του Πάρνωνα εγκαταστάθηκε ο υπόλοιπος πληθυσμός όπου ασχολήθηκε κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και οργάνωσε αμυντικά αναχώματα σε επίκαιρα σημεία σε όλη αυτή την περιοχή τη λεγόμενη Τσακωνιά, ή Τζακωνιά (Τσάκωνας από το Λάκωνας) για την προστασία της μητρικής πόλης, από τυχόν επιδρομές.
Ένα τρίτο κομμάτι του πληθυσμού εγκαταστάθηκε στη Σικελία όπου ίδρυσε την πόλη Δαιμενά (από το Λακεδαίμονα) και η οποία για αιώνες διατήρησε επαφή με τη Μονεμβασία.
Έτσι από τη σύστασή της η Μονεμβασία και η ευρύτερη περιοχή αποτελεί και λειτουργεί ως μια ενιαία διοικητική οντότητα που κατοικείται μάλιστα από γηγενείς Λάκωνες, τους απογόνους των αρχαίων Σπαρτιατών.
Τη σημασία αυτού του γεγονότος, όπως τεκμηριώνεται σαφώς από δεκάδες ιστορικά κείμενα, δεν θα την ξεχάσουν ποτέ οι κάτοικοι της Μονεμβασίας, αλλά αντιθέτως όχι μόνο θα αποτελεί λόγο υπερηφάνειας για αυτούς, τους επόμενους αιώνες, αλλά συν τοις άλλοις η καταγωγή αυτή και η άμεση γενετική σύνδεσή τους με τους αρχαίους Σπαρτιάτες θα χρησιμοποιηθεί ως βασικό διαπραγματευτικό χαρτί για τις κατά καιρούς διεκδικήσεις της πόλης και για την ουσιαστική αυτονομία και αυτοδιοίκηση που αυτή εξασφάλισε τα χρόνια του Βυζαντίου, λόγω και της ισχυρής οικονομικής της ανάπτυξης που την έκανε στην ουσία μια υπερδύναμη μέσα στη Μεσόγειο, ανταγωνίστρια επί ίσοις όροις ακόμη και των Βενετών, των Γενοβέζων κλπ.
Η Μονεμβασία λοιπόν στην ουσία είναι η νέα Σπάρτη, διάδοχος της αρχαίας πόλης, συνεχιστής των ηθών, των αρχών και εθίμων της και διάδοχος των προνομίων της.
Οι Μονεμβασιώτες διατηρούν ανά τους αιώνες την ταυτότητά τους: « την πάτριον και παλαιάν εκείνην των Σπαρτιατών ελευθερίαν τε και ευγένειαν και δώριον αρμονίαν έτι περισώζοντες».
( Απόσπασμα από την αναφορά προς τον Πατριάρχη του Μητροπολίτη Μονεμβασίας, το 1429 μ.Χ.)
Γι’ αυτό – επειδή οι αρχικοί κάτοικοι του κάστρου ήταν στην πλειονότητά τους Σπαρτιάτες – η πόλη της Μονεμβασίας για αιώνες θεωρούνταν η συνέχεια της Σπάρτης και χαρακτηριζόταν ως «η πόλη των Λακεδαιμονίων» και η περιοχή της «χώρα των Λακώνων», ενώ πολλές είναι και οι μελέτες, οι οποίες στα σχόλιά τους αποδίδουν στην πόλη την ονομασία «Δωρίδα», δηλαδή ότι είναι η πόλη των Σπαρτιατών Δωριέων.
Ως «Δωριείς» χαρακτηρίζει τους Μονεμβασιώτες και ο Φιλόθεος Κόκκινος, μητροπολίτης Μονεμβασίας από το 1341 έως το 1344, στην πραγματεία που έγραψε με τίτλο « Βίος του Αγίου Ισιδώρου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως», ο οποίος αναφέρεται στη μητρόπολη Μονεμβασίας ως «την επιφανή των Δωριέων εκκλησία»
Η Μονεμβασία ως ένα αυτόνομο κρατίδιο, προπύργιο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, τα χρόνια του Μεσαίωνα. Η Μονεμβασία, είχε συστήσει επί της ουσίας, τα χρόνια της ακμής της, ένα ανεξάρτητο κρατίδιο, μια πρώιμη Ελλάδα, η έκταση του οποίου κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Λακωνίας και σχεδόν όλη την οροσειρά του Πάρνωνα.
Ήταν όμως πάντα πιστή σύμμαχος στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, λόγω και των Σπαρτιατικών της παραδόσεων που ποτέ δεν είχε ξεχάσει.
«…σύμμαχοι τη βασιλεία Ρωμαίων τελούντες αεί πιστοί τε και άοκνοι και δια πάντων ελεύθεροι…» όπως λέει στην αναφορά προς τον Πατριάρχη, ο μητροπολίτης της, το 1427.
Η Μονεμβασία διοικούνταν από δικό της εκλεγμένο άρχοντα, διέθετε δικό της στόλο και στρατό και στην περίοδο της ακμής της, όταν η αυτοκρατορία κατέρρεε, στη Μονεμβασία προσέτρεχαν οι αυτοκράτορες για στήριξη με οικονομικά ή στρατιωτικά μέσα.
Εξάλλου τα προνόμια που της παραχωρούνταν από τον αυτοκράτορα (όπως το προνόμιο της εξκουσσείας) διασφάλιζαν πρωτίστως τους θεσμούς της αυτοδιοίκησης, τους οποίους είχε κληρονομήσει και διατηρήσει η Μονεμβασία από την προκάτοχό της, τη Σπάρτη.
Οι Μονεμβασιώτες, ως γνήσιοι Σπαρτιάτες δεν θα μπορούσαν πράγματι να λειτουργήσουν αλλιώς.
Η Μονεμβασία υπήρξε επιπλέον: «…θαλασσοκρατήσασα πάσης σχεδόν της εντός Ηρακλείων στηλών θαλάσσης άνωθεν… πολλάς και βαρείας δυνάμεις και στόλους πολυπληθείς Σικελών, Ιταλών, Ισπανών συντρίψασά τε και καταδύσασα πολλάκις» όπως αναφέρεται στο επίσημο κείμενο του 15ου αιώνα.
O άρχοντας της Μονεμβασίας έφερε τον μεγάλου κύρους τίτλο του Δεσπότη ή του Ρήγα: «Ρηξ δε ην. Ρήγες και γαρ εκ μακρών εν αυτή των χρόνων άρχοντες κεχειροτόνηντο»
Ιωάννης Χαμάρετος, «δεσπότης»
Γεώργιος Δαιμονογιάννης, «πρωτοπανσεβαστοϋπέρτατος»
Θεόδωρος Μαυροζώμης, άρχων της Μονεμβασίας κατά την επίθεση των Νορμανδών και Μανουήλ ο γιος του.
Προνόμια προς τη Μονεμβασία και τους κατοίκους της για την προσφορά της και τη στήριξή της προς τη Βασιλεύουσα, παραχωρήθηκαν με θεσπίσματα, προστάγματα, πράξεις, αργυρόβουλλα και χρυσόβουλλα.
Μερικά από τα προνόμια: εξκουσσεία – ελευθερία – ανενοχλησία.
Στον χρυσόβουλο λόγο δε που εξέδωσε το 1301 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β Παλαιολόγος, εκφράζει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του και την φροντίδα του για την πόλη της Μονεμβασίας και τους κατοίκους της και εγκωμιάζοντας «το περιώνυμον», όπως αποκαλεί την πόλη, «άστυ», γράφει ανάμεσα στα άλλα ότι:
«Tο περιώνυμον άστυ Mονεμβασίας» (η ονομαστή πόλη της Mονεμβασίας)
«και θέσεως ευκαιρία και προς ασφάλειαν ερυμνότης…» (που διέθετε φυσική οχύρωση και ασφάλεια)
«…και πλήθος μάλιστα οικητόρων και πολυολβία …» (ήταν πολυάνθρωπη και πλούσια)
«…και πολιτείας ευγένεια …» (είχε ευγενείς άρχοντες)
«…και τεχνών ασκήσεις· και αγοράς δαψίλεια πάντων πάσα …» (αναπτυγμένη βιοτεχνία και αγορά όπου αφθονούσαν τα πάντα)
«…πολύ το των οικούντων ενταύθα ικανόπλοον καί θαλαττουργόν· ρωμαλεότης τε και φρόνημα δραστικό τε και έμπρακτον …» (οι δε κάτοικοί της ήταν ικανότατοι ναυτικοί, άνθρωποι της δράσης, ρωμαλέοι και σώφρονες).
O μητροπολίτης Μονεμβασίας γίνεται έξαρχος Πελοποννήσου, προσφωνείται πλέον «Παναγιώτατος» και κοσμείται στην ουσία με τα προνόμια ενός Πατριάρχη, ενώ το 1438 η μητρόπολη Μονεμβασίας προβιβάζεται ιεραρχικά στην θέση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, υπεύθυνη θέση την οποία μάλιστα καταλαμβάνει ο μητροπολίτης της, στην σύνοδο της Φεράρας και Φλωρεντίας, που αφορούσε την ένωση των εκκλησιών.
Η Μονεμβασία κατά τον 13ο-14ο-15ο αιώνα είναι η πλουσιότερη πόλη της αυτοκρατορίας.
Ο στόλος της στηρίζει το Βυζάντιο.
Η μητρόπολη Μονεμβασίας δίνει τις μεγαλύτερες εισφορές στο Πατριαρχείο.
Πράγματι, στον σχετικό κατάλογο του 1324 που έχει διασωθεί, φαίνεται η ετήσια συνεισφορά της Μητρόπολης Μονεμβασίας να ανέρχεται στα 800 υπέρπυρα (χρυσά νομίσματα), ενώ η επόμενη μεγαλύτερη εισφορά από τις υπόλοιπες μητροπόλεις είναι αυτή της Θεσσαλονίκης με 200 υπέρπυρα.
Η απάντηση των Μονεμβασιωτών στον Μωάμεθ τον Πορθητή: Το 1460 προ των πυλών της πόλης φτάνει ο Μεχμέτ Β΄, ο κατακτητής της Κωνσταντινούπολης, με τον στρατό του, ζητώντας την παράδοση του κάστρου, του μόνου ελεύθερου θύλακα της αυτοκρατορίας που έμενε όρθιος μετά την επέλαση των Οθωμανών.
Οι Μονεμβασιώτες τότε απάντησαν, με απίστευτο θάρρος και αυτοπεποίθηση, στους απεσταλμένους του σουλτάνου που ζητούσαν την παράδοσή τους, τα εξής: «είπατε ταύτα τω Αμηρά, ότι παν άστυ και φρούριον κτισθέν μετά μηχανής και τέχνης ανθρωπίνης και διοθρωθέν και ασφαλισθέν, πάλιν μεν οι άνθρωποι οι εντός αυτού αξουσίαν έχουσιν. Η δε ημετέρα πατρίς και χώρα ουχ ούτως υπάρχει, αλλ’ η φύσις αυτή εφιλοδώρησε και εκ του Θεού και της του τόπου κρημνότητος την ασφάλειαν έχει. Και όταν θέλησις και βουλή έστι τω Κυρίω, άνωθεν, το θέλημα αυτού γίνεται και ου δυνάμεθα αντιλέγειν, ότι και οις βούλεται χαρίσεται. ημείς δε ουδεμίαν εξουσίαν έχομεν τα παρά
του Θεού κτισθέντα ορίζειν και χαρίζειν» ή για να παραθέσουμε τα παραπάνω όπως τα αναφέρει ο Γιάννης Ρίτσος: « Εμείς δεν ορίζομεν τίποτες. Του Θεού μαθές τα πάντα. Α θέλει η αφεντιά του σας παραδίνει κάστρο, σπίτια, βιος και το τρανό κλειδί της έμπασης»
Όμως δεν είναι δυνατό να αντέξει για πολύ ακόμα η κρατερή πόλη και για τον λόγο αυτό αναζητά ισχυρούς προστάτες. Έτσι αντιπροσωπεία από την Μονεμβασία προστρέχει στον πάπα Πίο Β΄, με αίτημα να πάρει υπό την προστασία του την πάλαι ποτέ ένδοξη πόλη τους.
Οι Μονεμβασιώτες, στη συνάντησή τους αυτή, όχι μόνο θυμούνται και αναφέρονται στην αρχαία τους καταγωγή, σχεδόν χίλια χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης τους, αλλά το πρώτο πράγμα που λένε με υπερηφάνεια στον Πάπα, είναι πως αυτοί είναι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες.
«Απεσταλμένοι από τη Μονεμβασία παρουσιάστηκαν για να τεθούν εκείνοι και η πόλη τους υπό τον Πάπα… Πολλοί πιστεύουν ότι είναι η αρχαία Σπάρτη, η ισχύς και το στήριγμα της Ελλάδας…», γράφει στα απομνημονεύματά του ο πάπας.
Πάντως ο πάπας, μια σημαντική προσωπικότητα εκείνης της εποχής, συγκινήθηκε και δάκρυσε, αναλογιζόμενος το εφήμερο των ανθρώπινων επιτευγμάτων και αναρωτήθηκε για το πώς η ισχυρότερη πόλη της αρχαιότητας με κατακτήσεις σε Ανατολή και Δύση – η αρχαία Σπάρτη δηλαδή – κατάντησε τώρα τόσο αδύναμη να ικετεύει για τη σωτηρία της από τους Οθωμανούς;
Και έτσι την πήρε στην προστασία του.
Προσωπικότητες της Μονεμβασίας: Πέραν όλων αυτών των μοναδικών ιστορικών γεγονότων που εξέθεσα, θα ήταν παράληψη να μην αναφερθούμε στην προσφορά προς την πατρίδα και την Εκκλησία πολλών σημαντικών προσωπικοτήτων της Μονεμβασίας που έπαιξαν κατά καιρούς ένα σημαίνοντα ρόλο, όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά και διεθνώς.
Εκκλησιαστικές προσωπικότητες: Αξιοθαύμαστοι υπήρξαν οι Μονεμβασιώτες και για τη βαθιά πίστη τους και αφοσίωση στον Θεό και την ορθοδοξία.
«… την πίστιν και εύνοιαν ην εφύλαττον εκπάλαι και έως του νυν εις θεόν …», σημειώνεται για τους Μονεμβασιώτες στο Μεγάλο Χρονικό» του Γ. Σφραντζή, ενώ σε τετρακόσιους ανεβάζει τον αριθμό των ιερωμένων της πόλης, στα μέσα του 15ου αιώνα, ο Α. Μηλιαράκης.
Ανάμεσα στο πλήρωμα της «Αγιοτάτης, αυτής, Μητρόπολης», καθώς χαρακτηρίζει ο Γ. Ρίτσος την επικράτεια της Μονεμβασίας, υπήρξαν οι Άγιοι της, όπως:
ο Πέτρος και Ιωάννης-Θεοφάνης ο ομολογητής. Και οι δύο λατρεύονταν για πολλούς αιώνες ως τοπικοί άγιοι της Μονεμβασίας και ανέπτυξαν σπουδαία δράση, ιδίως για το ζήτημα της αναστήλωσης των εικόνων. Ο Πέτρος στην οικουμενική σύνοδο της Νίκαιας, το 787, που συμμετείχε έκανε πολύ σημαντικές παρεμβάσεις υπέρ των εικόνων και ο Ιωάννης ο οποίος διαδέχτηκε τον Πέτρο στην μητρόπολη της Μονεμβασίας, πέθανε διωκόμενος για την πίστη του ως μοναχός με το όνομα Θεοφάνης.
η Οσία Μάρθα της Μονεμβασίας.
ο Άγιος Παύλος, Μητροπολίτης Μονεμβασίας. Από τους σημαντικότερους ιεράρχες της Μονεμβασίας του 10ου αιώνα, με τεράστια μόρφωση, ο οποίος με τις «ψυχοφελείς διηγήσεις» που συνέγραψε και οι οποίες μεταφράστηκαν και διαδόθηκαν σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, άφησε σημαντικές πληροφορίες για την εποχή του και για την πόλη την περίοδο αυτή.
ο Άγιος Ρωμανός.
οι Όσιοι Θωμάς και Γεώργιος, οι εν Μαλεώ.
ο Όσιος Λεόντιος, ο Μονεμβασιώτης
ο Άγιος Φώτιος Μονεμβασίας, μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας. Ο Φώτιος γεννήθηκε στη Μονεμβασία από επιφανή οικογένεια περί το 1377 και έλαβε σπουδαία μόρφωση. Μόλις σε ηλικία γύρω στα 30 έτη, το 1408 χειροτονήθηκε από τον οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, με αποστολή εκτός των άλλων να εξασφαλίσει τη συνεχή παρουσία της Ρωσίας, ως μέλους της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας. Στα χρόνια αυτά διακρίθηκε για την ανασυγκρότηση και την εξυγίανση της Ρωσικής εκκλησίας. Είχε σπουδαίο συγγραφικό έργο και γενικά η εκκλησία της Ρωσίας του οφείλει πολλά, αφού ο Φώτιος ο Μονεμβασιώτης αγάπησε την Ρωσική εκκλησία και το ρωσικό λαό, για τους οποίους εργάστηκε με πάθος, όλο του το βίο. Πέθανε το 1431 και ενταφιάστηκε στον μητροπολιτικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μόσχα.
ο Άγιος Θεόδωρος των Κυθήρων.
ο Άγιος Ιωάννης Γουβών Μονεμβασίας.
ο Άγιος Ιωάννης ο Τουρκολέκας).
Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος Σταματελόπουλος-Τουρκολέκας, ονομαστός αγωνιστής της περιοχής Λεονταρίου και μητέρα του, η αδελφή της συζύγου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Σοφία. Μεταξύ των τεσσάρων του αδελφών διακρινόταν ο γνωστός οπλαρχηγός Νικήτας, γνωστός ως Νικηταράς ή Νικηταράς ο Τουρκογάγος.
Το 1816 ο Ιωάννης, 11 χρονών τότε, μαζί με τον πατέρα του και τον Αναγνώστη, γιό του αγωνιστή του Πάρνωνα Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην Μονεμβασία όπου και εκτελέστηκαν από τις Τουρκικές αρχές σαν επαναστάτες.
Αποκεφαλίστηκαν όλοι μπροστά στην αυλή του Ελκόμενου Χριστού στην κεντρική πλατεία της Μονεμβασίας, πρώτα ο Αναγνώστης και ο πατέρας του Αγίου.
Σημαντικές και εξέχουσες όμως προσωπικότητες – φωτισμένους πνευματικούς ηγέτες θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς – υπήρξαν και οι μητροπολίτες της Μονεμβασίας, οι οποίοι πάντα έπαιζαν ρόλο στα πράγματα της πόλης, επηρεάζοντας σημαντικά την ιστορική της πορεία.
Απ’ αυτούς αναφέρουμε:
τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο. Στον σεπτό ιεράρχη της Νικόλαο, η Μονεμβασία οφείλει τα μέγιστα. Η μόρφωσή του, το ήθος του και η δράση του, συνετέλεσαν αποφασιστικά ώστε η Μονεμβασία να τύχει ισχυρότατων προνομίων, που κορυφώθηκαν με τον χρυσόβουλο λόγο, το 1300, του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ του Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας στο χρυσόβουλλό του, εξυμνεί τις αρετές του μητροπολίτη Μονεμβασίας και των κατοίκων της πόλης και φαίνεται στην μικρογραφία που είναι χαραγμένη στο χρυσόβουλο, να προσφέρει στον Δεσπότη Χριστόν, (τον Ελκόμενον επί τον Σταυρόν), την περγαμηνή με τα προνόμια της μητρόπολης και της πόλης της Μονεμβασίας.
τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Μητροφάνη. Ο Μητροφάνης ήταν μητροπολίτης Μονεμβασίας κατά το έτος 1540 όπου αλλάζει σελίδα στην ιστορία της Μονεμβασίας. Οι Ενετοί που είναι κυρίαρχοι της πόλης αυτήν την περίοδο, την παραδίδουν τελικά στους Τούρκους το Φθινόπωρο του 1540. Πολλοί φεύγουν μαζί με τους Ενετούς, αλλά
παρόλα αυτά πολλοί κάτοικοι προτίμησαν να παραμείνουν, ίσως ακούοντας την προτροπή του μητροπολίτη τους Μητροφάνη: «… μείνατε εν τη πατρίδι οι καλοί του Χριστού αγωνισταί..». Η εγκύκλιος που έστειλε από την Κρήτη που βρισκόταν τότε και διαβάστηκε στους Μονεμβασιώτες, είναι συγκινητική και αποτελεί θα λέγαμε ύμνο για την πατρίδα, την ελευθερία και την πίστη.
τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ιερόθεο. Έζησε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, είχε μεγάλη μόρφωση και υπήρξε δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμίου του Β΄. Υπήρξε πάντα αγωνιστής και ατρόμητος και μάλιστα ήταν αυτός που με κίνδυνο της ζωής του, πρωτοστάτησε ώστε να αποκατασταθεί η αυθαιρεσία της δόλιας αποπομπής του πατριάρχη από τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Δωρόθεο. Έζησε και έδρασε κατά τον 17ο αιώνα, γινόμενος γνωστός από τη μεγάλη του μόρφωση και το συγγραφικό του έργο. Το πιο γνωστό έργο του, είναι το λεγόμενο «Χρονογράφου Δωροθέου» που εκτυπώθηκε για πρώτη φορά το 1631 στη Βενετία και διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο και στο οποίο διασώζονται πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες. Το βιβλίο αυτό επι 200 χρόνια λειτούργισε ως το μόνο ιστορικό βιβλίο που διέθεται ο Ελληνισμός.
Τον μητροπολίτη της Άνθιμο, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του 1770 κατά τα Ορλωφικά και τον μητροπολίτη της Χρύσανθο Παγώνη που ήταν φιλικός και πρωτεργάτης της επανάστασης και έδωσε ακόμη και τη ζωή του στην πατρίδα.
Άλλες εξέχουσες προσωπικότητες της Μονεμβασίας:
Ισίδωρος Μονεμβασίας, ιερομόναχος, μητροπολίτης πάσης Ρωσίας, Καρδινάλιος Ρώμης και ενωτικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μετά το θάνατο του Φωτίου του Μονεμβασιώτη, χειροτονείται μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, ο περίφημος Ισίδωρος, ο οποίος κατά σύμπτωση προέρχεται και αυτός από τη Μονεμβασία, στην οποία εγκαθίσταται το 1407 ως ιερομόναχος, βοηθός του μητροπολίτη της. Ο Ισίδωρος ήταν προστατευόμενος του αυτοκράτορα Μανουήλ, ο οποίος τον έστειλε στην Πελοπόννησο, αφού συνέγραψε τον επιτάφιο λόγο, που διάβασε ο ίδιος ο Ισίδωρος, κατά την κηδεία του δεσπότη Θεόδωρου Α΄ στο Μιστρά, αδελφού του αυτοκράτορα. Ο Ισίδωρος εργαζόταν στην Μονεμβασία στο πλευρό του μητροπολίτη της και έτσι ήρθε σε επαφή με τα αρχεία της πόλης κα
έγινε γνώστης όλων των παλαιών εγγράφων που αφορούσαν τα προνόμιά της και φυλάσσονταν στον μητροπολιτικό ναό του Ελκομένου Χριστού. Ο Ισίδωρος επίσης, ήταν και ο συγγραφέας των περίφημων «Αναφορών προς τον Πατριάρχη», όπου εκεί διασώζονται πολύτιμες πληροφορίες για την πόλη της Μονεμβασίας και την ιστορία της. Οι επιστολές αφορούσαν μια εκκλησιαστική διαμάχη με τη μητρόπολη Κορίνθου, σχετικά με την επισκοπή της Μαΐνης. Για το θέμα μάλιστα αυτό ο Ισίδωρος μαζί με το μητροπολίτη Μονεμβασίας Κύριλλο, ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη όπου έκαναν σχετική παρέμβαση στον Πατριάρχη και κέρδισαν την υπόθεση. Η μόρφωση του Ισίδωρου ήταν τεράστια και πολύπλευρη, ενώ η ζωή του υπήρξε μια συνεχής περιπέτεια. Μετά το θάνατο του Φωτίου του Μονεμβασιώτη, ο Ισίδωρος, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας, θέση στην οποία όμως δεν ευδοκίμησε, αφού έκανε αγώνα υπέρ της ένωσης των εκκλησιών, πράγμα που θεωρούσε ως τη μόνη λύση για να σωθεί το Βυζάντιο από τους Οθωμανούς. Οι Ρώσοι όμως που δε συμφωνούσαν με την ένωση, τον ονόμασαν για το λόγο αυτό «αποστάτη». Για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίστηκε για δύο χρόνια, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει και μετά από πολλές περιπέτειες κατορθώνει να εγκατασταθεί στη Ρώμη ως καρδινάλιος της καθολικής εκκλησίας. Η αγάπη πάντως του Ισιδώρου προς τη Μονεμβασία και το ενδιαφέρον του για αυτήν, κρατάει μέχρι το τέλος της ζωής του, αφού εκτός των άλλων, πριν πεθάνει, φρόντισε να της κάνει δώρο και ένα πλοίο.
Θεόδωρος Μαυροζώμης. Άρχοντας της Μονεμβασίας, όταν το 1148 με τον ισχυρό της στόλο η πόλη, αντιπαρατέθηκε με επιτυχία στην επιδρομή των Νορμανδών. Η επιτυχία αυτή μαζί με την σπουδαία δράση τότε, του ιεράρχη της Μονεμβασίας, συνετέλεσε ώστε η εκκλησιαστική έδρα της, να αναβαθμιστεί από επισκοπή σε μητρόπολη. Ο γιος του Θεόδωρου, Μανουήλ Μαυροζώμης, λίγο έλλειψε να γίνει αυτοκράτορας του Βυζαντίου, μετά την απομάκρυνση των σταυροφόρων από την Πόλη.
Νικόλαος Ευδαιμονογιάννης. Ένας από τους επιφανέστερους και πλουσιότερους ανθρώπους, όχι μόνο της Μονεμβασίας, αλλά όλης της αυτοκρατορίας. Ήταν ο έμπιστος του αυτοκράτορα Μανουήλ, πολύ έμπειρος διπλωμάτης, στον οποίο ο αυτοκράτορας, ανέθετε τις πιο δύσκολες αποστολές. Μεταξύ των άλλων τον όρισε και επίτροπο του ανήλικου γιού του, Δεσπότη Θεοδώρου του Β΄. Ο Νικόλαος πάντα τιμούσε τη Μονεμβασία, στην οποία μάλιστα, έκανε πολλές δωρεές και
αφιερώματα. Μεταξύ των άλλων είναι γνωστό ότι δώρισε στον Ελκόμενο Χριστό, το 1407, τον λεγόμενο σήμερα «Επιτάφιο του Λονδίνου», έναν μοναδικής τέχνης, κεντημένο Επιτάφιο, που απεικονίζει το νεκρό σώμα του Χριστού και που σήμερα φυλάσσεται σε μουσείο του Λονδίνου. Το όνομα του Ευδαιμονογιάννη, και η χρονολογία της αφιέρωσης στον Ελκόμενο Χριστό της Μονεμβασίας, είναι κεντημένα γύρω από το πολύτιμο αυτό κειμήλιο, που δυστυχώς δεν βρίσκεται στην πόλη μας, στην οποία ανήκει.
Παναγιώτης Νικούσιος Μαμωνάς γεννήθηκε στο Φανάρι της Πόλης το έτος 1613 και ανήκε στη γνωστή, ισχυρή οικογένεια Μαμωνά, της Μονεμβασίας, η οποία είχε μετοικήσει το 1540 στην Πόλη. Έλαβε μεγάλη μόρφωση και μιλούσε 5 ξένες γλώσσες, ενώ σπούδασε, εκτός των άλλων, μαθηματικά και αστρονομία. Έλαβε δε τη θέση του διερμηνέα της Υψηλής Πύλης.
Λόγω της θέσης του και του κύρους του, μεσολαβούσε πολλές φορές, υπέρ της πατρίδας του, της Μονεμβασίας, αλλά και γενικότερα, υπέρ του έθνους και της ορθοδόξου εκκλησίας.
Χάρη στον Παναγιώτη Μαμωνά μάλιστα και την πεισματική παρέμβασή του στον Μωάμεθ Δ΄, το 1673, ο σουλτάνος εξέδωσε χάτι σερίφ για διάφορους ιερούς τόπους των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και για τα ιερά προσκυνήματα των αγίων τόπων στη Βηθλεέμ και τα Ιεροσόλυμα, ώστε αυτά να παραμείνουν στη δικαιοδοσία του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου, αποτρέποντας έτσι, την τελευταία στιγμή, τον έλεγχό τους από την Καθολική εκκλησία, που είχε αποπειραθεί να επιτύχει εκ μέρους της, ο πρέσβης της Γαλλίας.
Ανδρέας Λικίνιος. Επιφανές τέκνο της Μονεμβασίας, διάσημος ιατροφιλόσοφος, ευεργέτης και «μάρτυρας» της Μονεμβασίας, που εκτελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όταν η Μονεμβασία καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τους Τούρκους.
Μεταξύ των άλλων, ο Ανδρέας Λικίνιος, όταν εγκαταστάθηκε στη Μονεμβασία, μετά την ανακατάληψή της από τους Ενετούς το 1690, έχτισε τον ναό του Αγίου Νικολάου, ίδρυσε βιβλιοθήκη και δώρισε το τρίτο κατά σειρά αντίγραφο του Ελκομένου Χριστού – την ιερά εικόνα της πόλης μας – που βλέπουμε σήμερα δίπλα στην ωραία πύλη του Ελκομένου.
Δύο Μονεμβασιώτες πρωταγωνιστούν στα πράγματα της Πόλης, λίγο πριν την πτώση της, το 1453: Δύο Μονεμβασιώτες ηγούνται των διαπραγματεύσεων για την ένωση ή μη των εκκλησιών, στην Πόλη το 1452, ο Ισίδωρος Μονεμβασίας, καρδινάλιος Ρώμης, ως απεσταλμένος του Πάπα από τη μία και ο ανθενωτικός, μέγας Δούκας του Βυζαντίου, Λουκάς Νοταράς, από την άλλη.
Όμως και οι δύο, ενώ αντιπαρατέθηκαν στο θρησκευτικό ζήτημα, πολέμησαν γενναία στο πλευρό του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και μέχρι την πτώση της Πόλης, στις 29 Μαΐου του 1453.
Ο περίφημος Ισίδωρος Μονεμβασίας, ως καρδινάλιος πλέον, λεγάτος του Πάπα (απεσταλμένος), και ενωτικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, φτάνει στην Πόλη το 1452, με 200 στρατιώτες, για να ενισχύσει την άμυνά της, με σκοπό συν τοις άλλοις να πείσει τους Βυζαντινούς, υπέρ της ένωσης των εκκλησιών – πράγμα που όπως πίστευε θα εξασφάλιζε τη βοήθεια της Δύσης – χωρίς όμως επιτυχία.
Η πανηγυρική θεία λειτουργία για την ένωση των εκκλησιών, όπου χοροστάτησε ο Ισίδωρος, ο οποίος κοινώνησε τότε και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τελέστηκε στην Αγιασοφιά και αποτέλεσε μάλιστα το κύκνειο άσμα της, σαν εκκλησία των χριστιανών.
Ο λαός διχάστηκε περαιτέρω και μεγάλη μερίδα του στη συνέχεια αδράνησε κατά την πολιορκία της Πόλης.
Ο Ισίδωρος πολέμησε γενναία για την υπεράσπιση της Βασιλεύουσας με τους 200 τοξότες του στο ακρωτήριο της ακρόπολης κατά τη διάρκεια των μαχών και την τελευταία στιγμή γλύτωσε το θάνατο, αφού μεταμφιέστηκε και διέφυγε. Οι Τούρκοι όμως τον συνέλαβαν, χωρίς να γνωρίζουν ποιος είναι και τον πούλησαν σαν σκλάβο, ενώ μετά από τρομερές περιπέτειες, κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ρώμη.
Λουκάς Νοταράς: ο τελευταίος μέγας Δούκας του Βυζαντίου, που πολέμησε γενναία κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης.
Καταγόταν από την γνωστή επιφανή οικογένεια της Μονεμβασίας και απέκτησε μεγάλη περιουσία από το εμπόριο, κυρίως παστών ψαριών.
Ήταν από τους κοσμογυρισμένους Μονεμβασιώτες, που λόγω των προνομίων της πόλης τους, η οικογένειά του είχε μετοικήσει και ασκούσε πολύ επικερδές εμπόριο, με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
Υπήρξε ανθενωτικός και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις με τον Ισίδωρο, χωρίς να αλλάξει ποτέ τη σθεναρή του στάση.
Σε αυτόν αποδίδεται η παροιμιώδης φράση: «Κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν»
Ο Ίμβριος, ο ιστορικός του Μωάμεθ του Πορθητή, βεβαιώνει ότι ο Νοταράς πέθανε περήφανος και αδάμαστος. Δεν παρακάλεσε για να σώσει τη ζωή του: « Ο Μέγας Δούξ – κατά τον Ίμβριο – ήταν άνθρωπος ευσεβής, πιστός στον Θεό και ξεπερνούσε όλους στην σοφία. Διέθετε παρρησία γνώμης και ελευθερία ψυχής. Ήταν ρωμαλέος, αγέρωχος και με ψυχική αγαθότητα σε όλες του τις πράξεις, γι’ αυτό και διατηρήθηκε στις θέσεις της πολιτείας αποκτώντας μεγάλη πολιτική δύναμη, δόξα και πλούτο».
Σώθηκε αρχικά, μετά την πτώση της Πόλης και κρατούνταν σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του και φάνηκε ότι θα είχε την εύνοια του Σουλτάνου, που τον θαύμασε για τη γενναιότητα και τη σοφία του.
Όμως την άλλη μέρα του ζήτησε το δεκατετράχρονο, πολύ όμορφο γιό του, για το χαρέμι του, με αποτέλεσμα ο Νοταράς να αρνηθεί με αγανάκτηση, γνωρίζοντας τι σημαίνει αυτό για τον ίδιο και τα παιδιά του. Ζήτησε τότε, να σφάξουν πρώτα τα παιδιά και τελευταίο τον ίδιο, για να είναι σίγουρος ότι δεν θα ατιμαστούν στο χαρέμι του παιδόφιλου σουλτάνου.
Ο Νοταράς με την καρδιά λιονταριού και την πίστη αγίου, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μάρτυρες του έθνους μας.
Ο αυτοπροσδιορισμός των Μονεμβασιωτών: Εδώ θα ήθελα να συμπληρώσω κάτι που φυσικά είναι γνωστό, δηλαδή το γεγονός ότι ο Ελληνικός πληθυσμός μέχρι και τα χρόνια της επανάστασης αυτοπροσδιοριζόταν με τη λέξη Ρωμιός, ενώ υπήρξε μια περίοδος τότε, με υποδείξεις Ελλήνων της Δύσης που χρησιμοποιήθηκε ο όρος Γραικός.
Όπως όμως είδαμε και μαρτυρούν τα αρχαία κείμενα, οι κάτοικοι της περιοχής μας αυτοπροσδιορίζονταν ανέκαθεν ως Σπαρτιάτες, ή Δωριείς ή Λακεδαιμόνιοι ή Έλληνες και αυτό είναι μοναδικό γεγονός στην Ελληνική ιστορία στα χρόνια του Μεσαίωνα.
Η κληρονομιά της Μονεμβασίας μεταλαμπαδεύεται στην νεώτερη Ελλάδα: Ακόμη και τα δίσεκτα έτη μετά τα Ορλωφικά όπου και πάλι η Μονεμβασία πρωτοστάτησε και πλήρωσε βαρύτατο τίμημα στον αγώνα για την ελευθερία, αυτή η κληρονομιά δεν είχε χαθεί, αλλά συνέχισε να τροφοδοτεί τους κατοίκους της, να τους συνέχει και να τους ενδυναμώνει.
Είναι εντυπωσιακό το πόσο όμορφα πράγματα λέει ο Castellan, Γάλλος αρχιτέκτονας και περιηγητής, για τη Μονεμβασία και τους κατοίκους της, το 1797 που την επισκέφτηκε:
«Αυτοί οι Έλληνες είναι ο πιο χαρούμενος, αξιαγάπητος και δραστήριος λαός.
Διασχίζουν τη Μεσόγειο με τους εμπορικούς τους στόλους και είναι δημιουργοί, μεσάζοντες και έμποροι του λιανικού εμπορίου της ανατολής.
Καλλιεργούν τις τέχνες με ενθουσιασμό.
Έχουν ποιητές, ζωγράφους, μουσικούς.
Δεν ξεχνούν μάλιστα ποτέ το αρχαίο τους μεγαλείο.
Θυμούνται τον Όμηρο και τον διαβάζουν, ενώ τα μεγάλα ονόματα των προγόνων τους (των Σπαρτιατών), τους κάνουν να ριγούν από υπερηφάνεια»
Το πνεύμα της Μονεμβασίας είναι λοιπόν ακόμη ζωντανό, οι δεσμοί με την αρχαία Ελλάδα δεν έχουν σβήσει, η πίστη μένει ακλόνητη, το σαράκι της ελευθερίας τρώει ακόμη τις καρδιές των κατοίκων της περιοχής μας, η Μονεμβασία και το πνεύμα της, με ότι αυτό σημαίνει για τον Ελληνισμό, δεν έχει πεθάνει.
Αυτό το πνεύμα μεταλαμπάδευσε η Μονεμβασία στην νεώτερη Ελλάδα, αυτή την πολύτιμη κληρονομιά της παρέδωσε ατόφια από την ένδοξη αρχαιότητα, όπως την παρέλαβε και τη διατήρησε αδιατάραχτη από τότε ως τα νεώτερα χρόνια.
Αυτή την προσφορά πρέπει να την αναγνωρίσει κάποτε η ιστορία και η Ελληνική πολιτεία πρέπει να την εκτιμήσει και να ανταποδώσει.
Άτυχη πάντως υπήρξε η Μονεμβασία μετά την απελευθέρωση διότι παρά το προσωπικό ενδιαφέρον του Καποδίστρια, ενεπλάκη σε εμφύλιες διαμάχες και τελικά ύστερα από τις πολύχρονες προσπάθειες
των Μανιατών να την καταλάβουν και την αποχώρηση του τελευταίου διοικητή του Κανάρη, που είχε ορίσει η κυβέρνηση, αφέθηκε στην τύχη της και στη φθορά.
Άδικη στάθηκε και η ιστορία απέναντί της, ίσως διότι τα πολύτιμα αρχεία της Μονεμβασίας εν τέλει διασκορπίστηκαν και χάθηκαν, ίσως και εξ αιτίας του γεγονότος ότι υπήρξε ημιαυτόνομη τα χρόνια του Βυζαντίου.
Υπάρχει πάντως πεδίο δόξης λαμπρό σήμερα για τους νεώτερους ιστορικούς και δη τους καταγόμενους από τον τόπο μας, να ερευνήσουν και να αποκαταστήσουν ιστορικά την Μονεμβασία και την περιοχή της.
Η πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει έμπρακτα κάποια στιγμή την πολύτιμη προσφορά της Μονεμβασίας στην εθνική παλιγγενεσία και ο Δήμος Μονεμβασίας θα πρέπει να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή, όπως και στο ζήτημα της περαιτέρω ιστορικής έρευνας με τη χρηματοδότηση διδακτορικών εργασιών σε συνεργασία με Ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια.
Τέλος δίνεται η δυνατότητα σήμερα, να αναδείξουμε όλη αυτή την κληρονομιά και την προσφορά της περιοχής μας, ενόψει και των εκδηλώσεων που προετοιμάζονται επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821