(Λέμε τα Κοιμητήρια τόπους σιωπής, βουβά και θλιβερά κατοικητήρια των κεκοιμημένων. Όμως, σ’ αυτούς τους τόπους ακούς ιστορίες ζωής και πιάνεις κουβέντα μ’ εκείνους που εκεί «αναπαύονται», ιστορίες και κουβέντες που δεν τις ακούς και δεν τις αλλάζεις ούτε με τους ζωντανούς.)
Η γιαγιά η Κωνσταντίνα δεν πρόλαβε να χαρεί το εγγόνι της, τον μικρό Χαραλάμπη. Έζησε τη χαρά να τον κρατήσει στην αγκαλιά της όταν γεννήθηκε, στα 1938, τον ταχτάρισε σαν γιαγιούλα στα πρώτα τρυφερά του χρόνια, τον ευχήθηκε και τον ευλόγησε φέρνοντας στο νου της που θα μεγάλωνε και θα γινότανε τρανός και θα παντρευότανε και θα της έφερνε δισέγγονα στην ποδιά της κι όλοι θα λέγανε: « Να ο Χαραλάμπης ο εγγονός της κυρα- Κωνσταντίνας» και θα καμάρωνε η γιαγιά, επειδή, για τι άλλο να καμαρώνει μια γιαγιά, πάρεξ για τα παιδιά, εγγόνια της και τα δισέγγονά της, αυτά που είναι η αθανασία του ανθρώπου;
Όμως ήρθανε χρόνια δύσκολα, το ’40 ξέσπασε ο μεγάλος πόλεμος και μετά ήρθε η μαύρη κατοχή κι ο κόσμος υπόφερε και τα παιδιά ζήσανε την κόλαση επί γης, ενώ τους είχανε τάξει τον παράδεισο! Και στα 1944, λίγο πριν ξημερώσει η Λευτεριά, ο μικρός Χαράλαμπος, 6 χρόνων παλικαράκι, καβάλησε πισωκάπουλα στο μαύρο άτι του Σουλτάνου της Νύχτας κι έφυγε μαζί του για τον Κόσμο τον Άλλονε.
Όσα δάκρυα είχανε μείνει στο αλάβαστρο της καρδιάς τής γιαγιάς Κωνσταντίνας, τα έχυσε για το πολυαγαπημένο της εγγονάκι. Κι από κει κι ύστερα όλη της η ζωή ένα κλάμα ήτανε, γι’ αυτό το βλασταράκι, που η μοίρα η κακιά το ξερίζωσε από το περιβολάκι της Ζωής προτού προλάβει ν’ ανθίσει και να δώσει καρπούς.
Παρακάλαγε η γιαγιά Κωνσταντίνα να της στείλει η Παναγιά ένα γρήγορο Θάνατο, να πάει κει ψηλά ν’ ανταμώσει το εγγονάκι της. Όμως η Παναγιά θέλησε να ζήσει η γιαγιά Κωνσταντίνα μέχρι τα χρόνια της τα 98, ίσως γιατί η Παναγιά έκρινε πως έπρεπε πολύ να ζήσει η γιαγιά η Κωνσταντίνα, για να κάνει μνημόσυνο καθημερνά του εγγονάκου της, του Χαραλάμπη, αφού, όταν κάποιος ξεχαστεί μετά θάνατον, πεθαίνει για δεύτερη φορά και, μάλιστα, μ’ έναν θάνατο πιο μαύρο και πιο οδυνηρό από τον πρώτο.
Γεννημένη στα 1869, η γιαγιά Κωνσταντίνα, έζησε μέχρι το 1967, ρωτιώντας κάθε μέρα το Θεό «γιατί ζω ακόμα, Θεέ μου;». Κι όταν, επιτέλους, ήρθε ο Αρχάγγελος, χαμογέλασε αχνά η γιαγιά Κωνσταντίνα, γιατί, κάπου εκεί, μέσα στα σύννεφα τα λαμπερά τ’ ουρανού, αγνάντευε τον εγγονάκο της, τον Χαράλαμπο, να της γνέφει και να της φωνάζει να τον πάρει στην αγκαλιά της, γιατί πολύ την είχε νοσταλγήσει.
Και πρόλαβε η γιαγιά η Κωνσταντίνα, μόνο, να ζητήσει, σαν τελευταία χάρη, να τη θάψουνε εκεί που είχε αναπαυθεί το εγγονάκι της και τη φωτογραφία που είχε φτιάξει στο φωτογράφο και την είχε πλάι στο προσκεφάλι της μαζί με τις εικόνες, να τη βάλουνε εκεί, στο μνήμα, για ν’ αγναντεύουνε μαζί τούς ζωντανούς και να λένε την πικρή ιστορία της ζωής τους, ότι τους χώρισε η Ζωή και τους έσμιξε ο Θάνατος!
ΥΓ: Η φωτογραφία είναι από το Α΄ Νεκροταφείο του Α. Γεωργίου της Σπάρτης και οι κουβέντες είναι έτσι όπως τις «άκουσε» η ψυχή μου, κοιτάζοντας συγκινημένος τη φωτογραφία της γιαγιάς και του εγγονού της, πάνω σ’ ένα μνήμα, με χαραγμένα στην πλάκα τα ονόματα και τα χρόνια τους.
Βαγγέλης Μητράκος