Στο Κοιμητήρι του Α. Γεωργίου στη Σπάρτη, 26 Νοεμβρίου 2021. Η μέρα ήταν βαριά, κρύα, συννεφιασμένη και βροχερή, όπως εκείνη η μέρα του 1943, τότε που πλήθος γυναίκες, άντρες και παιδιά της Σπάρτης, ολολύζοντας, τραβώντας τα μαλλιά τους και χαρακώνοντας με τα νύχια τους τα μάγουλα, κατηφόριζαν προς το Νεκροταφείο, εκεί που τα φορτηγά είχαν «ξεφορτώσει» το μακάβριο φορτίο τους: 118,ξυλιασμένα από την παγωνιά, κορμιά Πατριωτών της Σπάρτης, τρυπημένα από τις σφαίρες των δολοφόνων του Μονοδεντριού. Κάθε συγγενής, κάθε μάνα, πατέρας, αδερφός, παιδί, γιαγιά, παππούς… οικογένειες ολόκληρες, ξεχώριζαν μέσα από το σωρό του θανάτου τους ανθρώπους τους, για να τους βάλουν στην τελευταία τους κατοικία, άλλους στη μοναξιά ενός τάφου κι άλλους μαζί, αγκαλιασμένους (άραγε πού;), έτσι όπως αγκαλιά στάθηκαν μπροστά στα γερμανικά πολυβόλα, έτσι όπως αγκαλιά έπεσαν στο ματωμένο χώμα καθώς τα θερισμένα στάχυα.
Οι φωνές αυτών των σημαδεμένων από τον θάνατο ανθρώπων-συγγενών, ηχογραφημένες στα 1993 από την εκλεκτή συμπολίτισσα Μάντω Συνοδινού (άραγε, πόσες άλλες μαρτυρίες, κρυμμένες, καρτερούν να έρθουν στο φως;), καθήλωσαν όσους προσήλθαν στο κάλεσμα της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης, για να τιμηθεί η Μνήμη των 118, και συνέτριψαν τις καρδιές με την αλήθεια του πόνου τους.
Εκατόν δεκαοχτώ κεριά, ένα για τον κάθε Εθνομάρτυρα, στημένα σε μαύρο σκηνικό μπροστά στην πόρτα του Αϊ-Γιώργη και μπροστά τους αναρτημένη η ανακοίνωση της εκτέλεσής τους από τους Ούννους:
«…εξετελέσθησαν οι κάτωθι την 26 Νοεμβρίου…»
Πάνω στους τάφους ( αυτούς που κατόρθωσαν και βρήκαν τα μέλη της ΠΕΣ… μόνο 5 τάφοι για 118 Ήρωες) ένα σεμνό μπουκέτο από άνθη αμάραντου, όπως αμάραντη είναι η Δόξα τους) και ένα κερί.
Κι ύστερα ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο Πρόεδρος της ΠΕΣ, εκφώνησε έναν λόγο συγκλονιστικό, που ίσως ΠΟΤΕ δεν έχει ξανακουστεί στην Επέτειο της Θυσίας των 118 Εθνομαρτύρων. Έναν λόγο που δεν ήταν κάτω από την ομπρέλα καμιάς κομματικής ή άλλης σκοπιμότητας, πέραν εκείνης της ιστορικής αλήθειας, έναν λόγο νυστέρι πάνω στο απόστημα που ταλανίζει το σώμα της Σπάρτης επί 78 χρόνια κι έχει να κάνει με την προδοσία και την κατάδοση των 118, με την άρνηση της Σπάρτης (διαχρονικά) να αναλάβει (μεταμελημένη) την ευθύνη και να ζητήσει συγγνώμη από την Ιστορία και με τη άρνηση, επίσης, να αναδείξει τη Θυσία των 118 Ηρώων ως κορυφαία ιστορική στιγμή της και ως ιερή παρακαταθήκη για το Μέλλον.
Η παραίνεση του Βασίλη Γεωργιάδη προς τους παρισταμένους θεσμικούς εκπροσώπους της πολιτείας(αλλά και προς την κοινωνία της Σπάρτης) για τη συγγραφή της ολοκληρωμένης και αντικειμενικής ιστορίας της Θυσίας των 118 αλλά και για μια σειρά ενεργειών έμπρακτης αναγνώρισής τους και απόδοσης της οφειλόμενης Τιμής άνοιξε μια τεράστια θύρα ευθύνης για την τοπική κοινωνία που θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι να εκπληρωθούν οι ιερές υποχρεώσεις.
Το ερώτημα, που, με ραγισμένη από τη συγκίνηση φωνή,απηύθυνε προς τη Σπάρτη ο Βασίλης Γεωργιάδης θα αιωρείται, πλέον, πάνω απ’ τη ζωή της πόλης και θα μας δείχνει ΟΛΟΥΣ με το δάχτυλο, όσο θα μένει αναπάντητο:
«Πού βρίσκονται, όμως, τα Ιερά Κόκαλα αυτών των Ελλήνων, των εκτελεσμένων 118 Σπαρτιατών και άλλων;
Πώς είναι δυνατόν να μη γνωρίζουμε πού βρίσκονται σήμερα τα οστά, μες στην καρδιά του ιστορικού Νεκροταφείου μιας μικρής πόλης;
Τα ξέχασε η Σπάρτη, ΕΜΕΙΣ, θέλοντας να αποσιωπήσει το όνειδος τού, πάντα από τα σπλάχνα της, Εφιάλτη;
Τα ξέχασε η Σπάρτη, ΕΜΕΙΣ, σκυμμένη με ασέβεια σε λογιστικούς άβακες, σκιαμαχώντας και υπολογίζοντας με αριθμούς τη μεγαλοσύνη της Θυσίας, εκεί που ο Ποιητής κράζει πως: «Με της καρδιάς το τίμημα μετριέται και με αίμα»;
Η ιστορική Πνευματική Εστία Σπάρτης με την λιτή αλλά τόσο ουσιαστικά δομημένη εκδήλωσή της και ο Βασίλης Γεωργιάδης με την καταλυτική ομιλία τουαπένειμαν τον δίκαιο έπαινο και την προσήκουσα τιμή στους 118 Σπαρτιάτες Μάρτυρες–Ήρωες και ανάδευσαν τα λιμνάζοντα ύδατα της συλλογικής μνήμης και ευθύνης.
«Δίκαιον γάρ αὐτοῖς καί πρέπον δέ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδετήν τιμήν ταύτην τῆς μνήμης δίδοσθαι».
«Είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μία τέτοια περίσταση σαν τη σημερινή (κατά την οποία εγκωμιάζουμε τους νεκρούς μας), να τους απονέμεται η τιμή αυτή της ανάμνησης».
(Θουκυδίδου Ξυγγραφή) Βαγγέλης Μητράκος