Παρακολουθώντας τον πολιτικό λόγο όλων των κομμάτων στη διάρκεια του κορωνοϊού μπορούμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Πρωτίστως, να δούμε αν εδράζεται σε ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Αν οι προτάσεις τους είναι εφικτές. Αναμφίβολα, η αντιπολίτευση οφείλει να ελέγχει, καταθέτοντας συγκεκριμένες θέσεις. Δυστυχώς, όμως, μέχρι σήμερα γενικολογεί με ατεκμηρίωτα και έωλα αιτήματα.
Αξιοσημείωτο παράδειγμα, οι απόψεις του Κινήματος Αλλαγής για τον κρίσιμο τομέα της Υγείας. Ζητά την αύξηση των κλινών ΜΕΘ, αποφεύγοντας να μιλήσει για τον αριθμό τους. Και κυρίως για τον τρόπο, το κόστος και το χρονοδιάγραμμα. Δεν μπαίνει στον κόπο να αναφερθεί στο πώς αυτές θα κατανεμηθούν στα κρατικά νοσοκομεία και στις ιδιωτικές κλινικές. Ή στην αποζημίωση των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων.
Επιπλέον, απαιτεί να ενισχυθούν οι δαπάνες για την Υγεία, επικαλούμενο τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεν προτείνει ακριβή χρηματοδότηση ούτε πώς θα διατεθούν τα κοινοτικά κονδύλια. Τέλος, αξιώνει τις μαζικές και μόνιμες προσλήψεις στο ΕΣΥ. Χωρίς να αναλύει σε ποιες δομές πρέπει να γίνουν αυτές, ποια η κατανομή τους μεταξύ ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, ποιες ειδικότητες γιατρών χρειαζόμαστε άμεσα. Και στο θέμα αυτό προσπερνά το δημοσιονομικό κόστος, χωρίς να εντάσσει τους διορισμούς σε ένα χρονοδιάγραμμα.
Εύλογα οι πολίτες που αγωνιούν για τις επιπτώσεις της πανδημίας διερωτώνται για το αν οι προτάσεις αυτές είναι ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες. Ή αν απλώς συνιστούν μια άσκηση πλειοδοσίας που αποσκοπεί στον εντυπωσιασμό. Αβίαστα, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα: Μπορεί το Κίνημα Αλλαγής να διεκδικήσει αυτόνομο και αυθύπαρκτο ρόλο, στην τωρινή πολιτική σκηνή της χώρας, με ευχολόγια, βερμπαλισμούς και με αθεμελίωτες εξαγγελίες; Πόσω μάλλον με την ακατάσχετη παρελθοντολογία! Επικαλείται διαρκώς τον Γιώργο Γεννηματά, αγνοώντας, μάλιστα, επιδεικτικά τον Παρασκευά Αυγερινό. Έναν συγκροτημένο και σεμνό άνθρωπο που δεν επιχείρησε να οικειοποιηθεί το έργο του στην Υγεία, υποκαθιστώντας το κόμμα του.
Η υγειονομική κρίση αφυπνίζει μνήμες και συνειδήσεις. Το σημαντικότερο, δίνει την ευκαιρία σε όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως ηλικίας, να μάθουν για τη συνδρομή και συμβολή του ΠΑΣΟΚ στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, ιδιαίτερα με τη θεμελίωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Άλλωστε, για το έργο του αυτό επιβραβεύτηκε σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου άφησε το αποτύπωμά του, φωτίζοντας την ξεχασμένη πλευρά της κοινωνίας. Δεν έθεσε μόνο τέλος στο μετεμφυλιακό κράτος, διεύρυνε και την κοινωνική βάση της εξουσίας. Ο Κώστας Σημίτης, συνδυάζοντας πολιτική εμπειρία και τεχνοκρατική γνώση, έβαλε την Ελλάδα στον πυρήνα των προηγμένων χωρών της Ευρώπης. Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και τα έργα υποδομής είναι δικά του επιτεύγματα. Ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον και αδιαφορώντας για το προσωπικό τους, προστάτευσαν τον τόπο από την άτακτη χρεοκοπία. Ο πρώτος ως φορέας μιας κοσμοπολίτικης αντίληψης με σύγχρονες προτάσεις. Ο δεύτερος με πολιτικό βάθος και με διαχειριστική επάρκεια.
Η προσφορά και η ιστορία του ΠΑΣΟΚ είναι πράγματι ανεκτίμητη. Ακόμη και οι αντίπαλοί του το αναγνωρίζουν.
Σήμερα, ωστόσο, το Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται στο ναδίρ της απήχησής του και το ζήτημα που τίθεται είναι καίριο: Με ποιες πολιτικές, με ποια στρατηγική, με ποια ηγεσία οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να διεκδικήσουν με αποτελεσματικότητα τον ζωτικό τους χώρο; Αν δεν δώσουμε επαρκείς απαντήσεις, το βέβαιο είναι ότι Μητσοτάκης και Τσίπρας θα διαμελίσουν την κεντροαριστερή παράταξη.
Η Φώφη Γεννηματά προσπάθησε, αλλά δεν μπορεί. Ως εκ τούτου, με την επιστροφή στην κανονικότητα επιβάλλεται και η αναζήτηση εκείνων των διαδικασιών που θα δώσουν υπόσταση και φωνή στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο που άλλοτε εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ.
* Ο Λεωνίδας Γρηγοράκος είναι καθηγητής Εντατικής Θεραπείας-Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών