Κάθε χρόνο, με το που φεύγει το καλοκαίρι, έρχεται στο νου μου, σαν προμήνυμα του Φθινοπώρου και του Χειμώνα που καταφθάνουν, η μνήμη του μπαρμπα-Φώτη του Παρασκευόπουλου, του ομπρελά [Λυσσαρέα (Μπουγιάτι) Γορτυνίας 1912-Σπάρτη 2004]:
Μόλις άρχιζαν τα πρωτοβρόχια, οι άνθρωποι έβγαζαν από τις ντουλάπες τις ομπρέλες τους κι ο μπαρμπα-Φώτης έπιανε θέση στο πεζοδρόμιο της οδού Ευαγγελιστρίας της Σπάρτης, νότια του κήπου του Μουσείου. Καθισμένος σε ένα σκαλοπάτι της στοάς ή σε ένα χαμηλό σκαμνάκι, με το αχώριστο ποδήλατό του αραγμένο στο πλάι, αράδιαζε γύρω του τα λιγοστά χρειαζούμενα για τη δουλειά τού ομπρελά: Παλιές ομπρέλες για να βγάζει «ανταλλακτικά», τανάλια, πένσα, σουγιά κοφτερό, βελόνες ραψίματος, σύρμα ψιλό (τέλι), κουβαρίστρα με μαύρη κλωστή…
Οι Σπαρτιάτες ξέρανε πού και πότε θα βρούνε τον μπαρμπα-Φώτη τον ομπρελά και σπεύδανε να τους φτιάξει τις ομπρέλες τους όταν αυτές χάλαγαν. Τότε, δεν είχε γίνει ακόμα «η θάλασσα γιαούρτη» και οι ομπρέλες κόστιζαν ακριβά. Άλλωστε ήταν γερές και μεγάλες ομπρέλες (όχι φτηνιάρικες και «μιας χρήσεως» όπως οι σημερινές). Όταν, λοιπόν, χάλαγε κάποια ομπρέλα (έσπαζε μια μπανέλα, ξεραβόταν το πανί από τις μπανέλες ή σχιζόταν, παρουσίαζε πρόβλημα ο μηχανισμός που άνοιγε και έκλεινε την ομπρέλα ή έσπαζε η «μαγκούρα» της λαβής) δε συνέφερε να την πετάξουν και να πάρουν καινούρια. Έφτανε να την πάνε στον μπαρμπα-Φώτη που ήτανε ο «γιατρός» των ομπρελών και διόρθωνε άριστα όποιο πρόβλημα ή ζημιά είχε η ομπρέλα που του πήγαιναν, έναντι χαμηλής αμοιβής.
‘Όταν τέλειωνε ο χειμώνας και σταματούσαν οι βροχές «χανόταν» και ο μπαρμπα-Φώτης από τη γωνιά του, για να εμφανιστεί και πάλι με τις πρώτες βροχές του επόμενου Φθινοπώρου.
Ο μπαρμπα-Φώτης ο Παρασκευόπουλος, ο παλιός και παραδοσιακός ομπρελάς-βιοπαλαιστής της Σπάρτης, ήταν η ζωντανή εικόνα μιας εποχής που (σε αντίθεση με το «σήμερα») ό,τι χαλούσε, δεν πετιόταν αλλά επισκευαζόταν. Έτσι ανθούσαν, τότε, πολλά επαγγέλματα, τα λεγόμενα και «δουλειές του ποδαριού», αφού εκείνοι οι πραγματικοί αγωνιστές της ζωής που τα ασκούσαν, ήταν συνέχεια στο πόδι, από γειτονιά σε γειτονιά και από μέρος σε μέρος ή το «μαγαζί» τους ήτανε το πεζοδρόμιο, με ήλιο και βροχή, με ζέστη, παγωνιά και ξεροβόρι. Ολόκληρη η πόλη αντηχούσε ολημερίς από τις φωνές των τίμιων αυτών βιοπαλαιστών (ομπρελάδων, παπλωματάδων, καρεκλάδων, γανωματήδων, παλιατζήδων, κλπ), που με τον ιδρώτα τους, κυριολεκτικά, έγραψαν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Σπάρτης.
Ο μπαρμπα-Φώτης Παρασκευόπουλος, ο πράος, καλοσυνάτος, συμπαθής και αξιαγάπητος ομπρελάς (παλαιότερα παγοπώλης) και βιοπαλαιστής της Σπάρτης, έγραψε κι αυτός τη δική του ιστορία στη ζωή, με τον καθημερινό του αγώνα για να ζήσει την οικογένειά του. Κι αυτό ήταν ένα «παράσημο» ζωής, με μεγαλύτερη αξία από κάθε άλλο παράσημο που δίνει επισήμως η πολιτεία, ένα παράσημο που ποτέ δεν «σκουριάζει» και ποτέ δεν χάνει τη λάμψη του, αλλά μένει αιώνια παρακαταθήκη για να εμπνέει τους μεταγενέστερους.
Ο μπαρμπα-Φώτης Παρασκευόπουλος, ο παγοπώλης, ο ομπρελάς, ο βιοπαλαιστής, αξιώθηκε τιμή, αναγνώριση κι ευγνωμοσύνη από τον άξιο Δήμαρχο Σπάρτης, τον Δικηγόρο κ. Δημοσθένη Ματάλα, ο οποίος πέρα από την επιστημονική και πολιτική του συγκρότηση, την καλλιέργειά του και το λογοτεχνικό του χάρισμα, διακρίνεται για το ήθος του, την ευγένεια του χαρακτήρα του, την ευαισθησία του και τη λατρεία
του για την πόλη του τη Σπάρτη αλλά και για τους ταπεινούς ανθρώπους που «κωπηλάτησαν» σκληρά στη γαλέρα της ζωής τους και πρόσφεραν στην πόλη τη ζεστασιά, την ανθρωπιά, το «άρωμα» και την ομορφιά της ψυχής τους.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, ο Δημοσθένης Ματάλας (με αφορμή το θάνατο του μπαρμπα-Φώτη) απέστειλε στην εφημερίδα «ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ» του αείμνηστου Ανδρέα Χιώτη, μιαν επιστολή- άρθρο για τον μπαρμπα-Φώτη, με τίτλο: «Ένας πρωταγωνιστής της καθημερινότητας», που αποτελεί έναν ύμνο όχι μόνο για τον μπαρμπα-Φώτη Παρασκευόπουλο αλλά και για ΟΛΟΥΣ τους ξεχασμένους μπαρμπα-Φώτηδες της Σπάρτης:
«κ. Διευθυντά
Επιστρέφοντας από τις διακοπές μου και διαβάζοντας το αφιέρωμά σου σε φύλλο του ΛΑΚΩΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ του Σεπτεμβρίου για τον μπαρμπα-Φώτη Παρασκευόπουλο, πληροφορήθηκα τον θάνατό του.
Είχα την τύχη να είμαι γείτονάς του για πολλά-πολλά χρόνια και σχεδόν σε καθημερινή βάση με «φίλευε» με το χαρακτηριστικό χαμόγελό του. Τον πρωταντίκρυσα στην αρχή της δεκαετίας του ’50, να μοιράζει πάγο με το φορτηγάκι της Βαρζακάκαινας. Ευκίνητος, κεφάτος και πάντα χαμογελαστός, είχε ταυτισθεί στο παιδικό μου μυαλό με τον άνθρωπο που τα ζεστά καλοκαίρια μάς… έφερνε παγωμένο νερό, είδος σπάνιο και εν ανεπαρκεία για την τότε εποχή. Αργότερα, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’60, γίναμε και γείτονες. Στην αρχή, καβάλα στο περίφημο ποδήλατό του και τα τελευταία χρόνια πεζός, κρατώντας την μαγκουρίτσα του, περνούσε πρωί και βράδυ μπροστά από το σπίτι μου. Τελικά, τούτη η καλοσυνάτη και πάντα χαμογελαστή φυσιογνωμία, μου είχε γίνει αγαπητή και οικεία.
Πέρυσι, τον Ιούλιο (2003) έκανα μέρες να τον δω και ανησύχησα. Έσπευσα στο σπίτι του. Ήταν καλά, μόνο που δεν μπορούσε πια να βγει έξω. Με κέρασε παγωτό και μαζί με την καλή του σύζυγο, την κυρα-Καλλιόπη, μου διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του. Και εγώ ένιωσα την ανάγκη να την «μεταφέρω» στην στήλη που φιλοξενούνται κάποιες σκέψεις μου, στον «ΕΘΝΙΚΟ ΦΡΟΥΡΟ της Λακωνίας». Έγραψα, λοιπόν, σ’ ένα κειμενάκι με τίτλο «Ένα χαμόγελο αισιοδοξίας» μερικά από όσα μου ιστόρησε ο μπαρμπα-Φώτης απ’ τη ζωή του, αφού για να γράψεις ολόκληρη την σχεδόν αιωνόβια ιστορία του θα χρειάζονταν πολλές σελίδες.
Ήταν μια ιστορία συγκλονιστικά απλή στο ξετύλιγμά της. Τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το έπος του απλού Έλληνα μεροκαματιάρη, που μη διαθέτοντας τίποτες άλλο, εξόν από δυο χέρια και τη θέληση να επιβιώσει, θαυματούργησε σε χρόνια δύσκολα και καιρούς χαλεπούς. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο μπαρμπα-Φώτης. Αγωνίσθηκε σκληρά, ξεπερνώντας προσωπικές δυσκολίες και σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια της εποχής, με μια αισιοδοξία αδικαιολόγητη εδώ που τα λέμε από τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Και τα κατάφερε!
Γεννήθηκε σ’ ένα από τα χωριά του Λάδωνα, την Λυσσαρέα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο πατέρας του ήταν κτίστης και χάθηκε πρόωρα, αφήνοντας πίσω του 4 αγόρια κι 1 κορίτσι. Έτσι, λοιπόν, ο Φώτης, σε ηλικία 10 ετών, αναγκάσθηκε να αναζητήσει καλύτερη τύχη στο Γύθειο, δουλεύοντας σκληρά στο ψιλικατζίδικο ενός συγγενή του. Εκεί παντρεύτηκε κι απόκτησε με την κυρά του τέσσερα παιδιά. Το 1946 μετακόμισε στη Σπάρτη. Κάπου τότε ξεκινάει η μακρόχρονη και σε καθημερινή βάση πορεία του με το αυτοκίνητο της Βαρζακάκαινας. Ανεβασμένος στην καρότσα του φορτηγού κι άλλοτε τσουλώντας ένα χειροκίνητο καρότσι, πριόνιζε με μαεστρία τον πάγο και διπλώνοντάς τον με
λινάτσα, τον παρέδιδε στον ενδιαφερόμενο, συνοδεύοντάς τον με το απαραίτητο πάντα χαμόγελο. Για χρόνια ολόκληρα η χαμογελαστή φυσιογνωμία του μαστρο-Φώτη είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής της πόλης μας, προσφέροντας στους Σπαρτιάτες ένα αγαθό πολύτιμο, για εκείνη την εποχή τουλάχιστον. Κι όταν αργότερα το ηλεκτρικό ψυγείο εξοβέλισε από το σπίτι μας τον πάγο, ο Φώτης και το φορτηγάκι της Βαρζακάκαινας, σε πείσμα της μόδας και της εξέλιξης, συνέχισαν για αρκετά ακόμα χρόνια τις ξεπερασμένες εκ των πραγμάτων πια… παλιομοδίτικες δροσιστικές διαδρομές τους στις γειτονιές της πόλης.
Και τι δεν μου είπε εκείνο το απόγευμα ο γέροντας, για την σχεδόν αιωνόβια διαδρομή του από τούτη τη ζωή. Μου μίλησε ακόμη για τα παιδιά και τα εγγόνια του και έμοιαζε να είναι ευτυχισμένος και πλήρης. Από πουθενά δεν διέκρινες τον φόβο από την προσμονή του θανάτου. Στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν πάντα ένα χαμόγελο. Φεύγοντας από το σπίτι του και σφίγγοντάς του το χέρι, ένιωσα να παίρνω λίγη από την ζωντάνια της παρουσίας του. Να δανείζομαι κάμποση από την πρωτόγνωρη, για την ηλικία του, αισιοδοξία.
Πριν λίγες μέρες, ο μακρύς κύκλος της ζωής αυτού του απλού και άσημου αλλά όχι και ασήμαντου εργάτη της καθημερινότητας της πόλης μας έκλεισε. Είμαι σίγουρος ότι έφυγε χαμογελαστός, ευτυχισμένος και πλήρης, αφήνοντας πίσω του την καλή του σύντροφο, μια οικογένεια ζηλευτή με παιδιά και εγγόνια και μια ιστορία χωρίς τίποτα το ιδιαίτερα συγκλονιστικό, που εν τέλει όμως υπήρξε σημαντική για τον ίδιο, για τον περίγυρό του αλλά και για τους ανθρώπους που τον γνώρισαν. Και ήσαν πολλοί αυτοί. Ιδιαίτερα στην εποχή που πρωταγωνιστούσε στην ζωή μας… η παγοκολόνα.
Ο μπαρμπα-Φώτης έφυγε, αφήνοντας πίσω του και κάμποσο από το άρωμα της καλοκάγαθης, χαμογελαστής και πάντα αισιόδοξης, εκατοντάχρονης σχεδόν παρουσίας του. Κι αυτό νομίζω είναι, που δικαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη και το πέρασμά της από τούτον τον κόσμο.
Ας είναι λοιπόν αυτές οι γραμμές ο ύστατος αποχαιρετισμός και το κατευόδιο σ’ έναν απλό, αγαθό και πάντα χαμογελαστό, απόμαχο «πρωταγωνιστή» της καθημερινότητας.
Σπάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2004
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΜΑΤΑΛΑΣ
Και για την αντιγραφή
Βαγγέλης Μητράκος