Άρθρο του Γιώργου Παπαπολυχρονίου
Η σύγκρουση που ξεκίνησε στην Συρία στο πλαίσιο των εξεγέρσεων της γνωστής «Αραβικής Άνοιξης» συνιστά πλέον τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση που γνώρισε η ανθρωπότητα από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου (Β΄ Π.Π.), με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα και εκατομμύρια εκτοπισμένους πρόσφυγες στην Ευρώπη. Ό,τι τον Μάρτιο του 2011 ξεκίνησε ως μια εμφύλια σύγκρουση με σκοπό την αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό και την απομάκρυνση από την εξουσία του Bashar al–Assad, μετατράπηκε σε έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων με την άμεση ή έμμεση εμπλοκή περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων και το διακύβευμα να μην είναι το μέλλον της ίδιας της Συρίας αλλά ο γεωπολιτικός έλεγχος της Μέσης Ανατολής. Μιας περιφέρειας η οποία αποτελεί κλειδί για τον ευρύτερο έλεγχο της Ευρασίας, καθώς και κατ’ εξοχήν πεδίο ασκήσεως επιρροής για παγκόσμιες αλλά και φιλόδοξες περιφερειακές δυνάμεις. Δυνάμεις με ανταγωνιστικά κατά κύριο λόγο συμφέροντα όπως οι ΗΠΑ με τη Ρωσία και η Σαουδική Αραβία με το Ιράν.
Οι κυβερνητικές δυνάμεις του Bashar al–Assad, με την υποστήριξη της Ρωσίας, του Ιράν και της σιιτικής οργάνωσης Hezbollah βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης που υποστηρίζονταν από τις ΗΠΑ, την Τουρκία, τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις αποτελούσαν ένα συνονθύλευμα παραστρατιωτικών ομάδων με κυριότερη αρχικά, τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (Free Syrian Army – FSA) ο οποίος ιδρύθηκε από μέλη του συριακού στρατού που είχαν αυτομολήσει. Στην πορεία όμως, κάτω από την σκέπη του υπό τουρκικής προστασίας FSA, εντάχθηκαν και εθελοντές ισλαμιστές διαφόρων εθνικοτήτων καθώς και οργανώσεις με διασυνδέσεις με την al Qaeda και το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), όπως το Μέτωπο Al-Nusra. Μέσα σε όλον αυτό τον κυκεώνα, το 2013 ο Abū Bakr al–Baghdadi, ηγέτης της al Qaeda στο Ιράκ, ίδρυσε το Ισλαμικό Χαλιφάτο (ISIS), περιπλέκοντας περισσότερο την κατάσταση και αλλάζοντας ριζικά τις προτεραιότητες της διεθνούς κοινότητας, προκαλώντας ρήγματα και στις δυνάμεις που είχαν ενωθεί κατά του Assad. Το 2015 δημιουργήθηκαν οι Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (Syrian Democratic Forces – SDF) οι οποίες πολεμούσαν κατά του ISIS ενώ παράλληλα αγωνίζονταν για την δημιουργία μιας κοσμικής, δημοκρατικής και ομοσπονδιακής Συρίας, κατά μήκος των εδαφών της Επανάστασης της Rojava στη βόρεια Συρία. Κορμός του SDF είναι οι συροκουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (Yekîneyên Parastina Gel – YPG) και σε αυτές είχαν προσχωρήσει τα δημοκρατικά στοιχεία του FSA. Στο σχήμα 1 αποτυπώνεται η πολυπλοκότητα της διάδρασης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών στον πόλεμο της Συρίας. Βεβαίως η «εχθρική» στάση της Τουρκίας απέναντι στον ISIS τίθεται με ένα μεγάλο ερωτηματικό.
Σχήμα 1: Τοπικοί, περιφερειακοί και διεθνείς δρώντες που ενεπλάκησαν στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Με γαλάζιο βέλος απεικονίζονται οι συμμαχικές σχέσεις και με κόκκινο βέλος, οι εχθρικές.
Μετά την σχεδόν ολοκληρωτική ανακατάληψη των εδαφών που κατείχε το ISIS το 2017, διαμορφώθηκε μια κατάσταση όπου ο Bashar al-Assad είχε επιβιώσει και εξασφαλίσει τoν έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της Συρίας, οι Κούρδοι είχαν ανακηρύξει την αυτονομία των περιοχών που κατείχαν στη Βόρεια Συρία (Δημοκρατική Ομοσπονδία της Βόρειας Συρίας – Ροζάβα), οι συριακές αντικαθεστωτικές δυνάμεις κατείχαν την περιοχή του Ιντλίμπ ενώ η Τουρκία μετά τις επιχειρήσεις «Ασπίδα του Ευφράτη» και «Κλάδος Ελαίας» ήλεγχε την περιοχή του Αφρίν στη βορειοδυτική Συρία. Αναμφισβήτητα ο μεγάλος κερδισμένος του πολέμου ήταν η Ρωσία και αυτό όχι γιατί είχε περισσότερη δύναμη από τις ΗΠΑ αλλά απλώς γιατί ενεπλάκη πιο ενεργά καθώς η Συρία με τις ρωσικές βάσεις που διαθέτει, ήταν πολύ πιο ζωτικής σημασίας για την Μόσχα από όσο ήταν για την Ουάσιγκτον. Για τον Vladimir Putin, η διατήρηση του ελέγχου του συριακού καθεστώτος αποτελεί κρίσιμο στοίχημα στην προσπάθειά του να επαναδιεκδικήσει η Ρωσία μια ευρύτερη σφαίρα επιρροής και να διαδραματίσει το ρόλο του αντίπαλου δέους έναντι των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η πρόσφατη εισβολή της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, προκάλεσε την εκ νέου αναζωπύρωση των συγκρούσεων στην περιοχή. Σύμφωνα με την Άγκυρα, σκοπός της επιχείρησης «Πηγή Ειρήνης» είναι η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας 480 χλμ κατά μήκος των τουρκοσυριακών συνόρων και 30 χλμ σε βάθος, η οποία θα εξασφαλίσει την Τουρκία από επιθέσεις Κούρδων και θα χρησιμεύσει για τον επαναπατρισμό των εκατομμυρίων προσφύγων που φιλοξενούνται στην Τουρκία. Αναμφισβήτητα, στόχευση της Τουρκίας είναι η αποτροπή δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της το οποίο θα επικοινωνεί με τις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας. Παράλληλα, η μεταφορά εκατομμυρίων σουνιτών αράβων προσφύγων στην περιοχή θα αλλάξει δραματικά την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής σε βάρος των Κούρδων. Είναι πολύ πιθανό επίσης ο Recep Tayyip Erdoğan τόσο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης όσο και στο πλαίσιο της νέο οθωμανικής του πολιτικής, να αποβλέπει σε δεύτερο χρόνο σε μια προσάρτηση των εδαφών της ζώνης ασφαλείας κατά τα πρότυπα της προσάρτησης της επαρχίας της Αλεξανδρέττας από τον Mustafa Kemal to 1939. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να παρουσιάσει εαυτόν ως θεματοφύλακα του τουρκικού εθνικού όρκου (Mîsâk-ı Millî) για αποκατάσταση των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διαδεχόμενος τον Mustafa Kemal ως ο νέος «πατέρας των Τούρκων» (Atatürk). Μάλιστα αυτός ο νέος «πατέρας» σε αντίθεση με τον Kemal, επιχειρεί με όχημα τον παντουρκισμό, να επεκτείνει την πατρική του αγκάλη σε όλους τους τουρκογενείς πληθυσμούς της Ασίας. Εξ ου και από το βήμα του World Turkish Business Council που διεξήχθη πρόσφατα στο Αζερμπαϊτζάν, διεμήνυσε ότι «τώρα είμαστε έξι κράτη, ένα έθνος», αναγνωρίζοντας ως μέλη της τουρκικής διασποράς τους Αζέρους, τους Καζάκους, τους Ουζμπέκους, τους Τουρκμένους και τους Τσετσένους.
Σχήμα 2: Παρούσα εδαφική απεικόνιση της κατάστασης στη Συρία.
Το πρόσφατο «άδειασμα» των Κούρδων της Συρίας από τις ΗΠΑ δημιούργησε ερωτηματικά για την ορθότητα και συνέπεια της ακολουθούμενης πολιτικής από τον Donald Trump και έπληξε σημαντικά την αξιοπιστία της χώρας. Οι ΗΠΑ μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναδείχθηκαν σε ηγεμονική δύναμη αρχικά στο Δυτικό ημισφαίριο ενώ μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, αρκετοί έκαναν λόγο για μια παγκόσμια αμερικανική ηγεμονία. Βασικό χαρακτηριστικό οποιασδήποτε ηγεμονικής δύναμης που την αντιδιαστέλει από μια απλά ηγετική είναι ότι η πρώτη σε αντίθεση με τη δεύτερη, γεννά προσδοκίες ασφαλείας στους συμμάχους της. Αυτό είναι και το καίριο σημείο το οποίο επλήγη από την πρόσφατη απόφαση του Αμερικανού προέδρου, η μη επαλήθευση των προσδοκιών ασφαλείας που είχε καλλιεργήσει στους Κούρδους συμμάχους του. Ενδεχομένως ο Trump ασκώντας με προσωπική του ευθύνη την εξωτερική πολιτική, σκεπτόμενος ως επιχειρηματίας που ενδιαφέρεται κυρίως για τη μείωση του κόστους και το γρήγορο κέρδος, να θεώρησε δευτερεύουσας σημασίας την όποια ηθική δέσμευσή του έναντι των Κούρδων. Άλλωστε σε ένα χρόνο έχει εκλογές και η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από περιοχές που δεν είναι ζωτικής σημασίας αποτελεί δέσμευσή του. Από την άλλη όμως, παρότι ο Trump δεν φημίζεται για την στρατηγική του δεινότητα, αυτό που ενδεχομένως να θέλει να πετύχει με τους χειρισμούς του στη Συρία είναι να δώσει στη Ρωσία μια γεύση της δικής της πολιτικής. Η Ρωσία τα τελευταία χρόνια τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μεσόγειο ασκεί μια χαμηλού κόστους (low cost) εξωτερική πολιτική. Αυτό το κάνει γιατί λόγω της ευάλωτης οικονομίας της δεν θέλει και δεν μπορεί να υποστηρίξει μια δαπανηρή πολιτική και επομένως αρκείται στο να εκμεταλλεύεται αστοχίες και αδυναμίες της αμερικανικής και γενικότερα της Δυτικής πολιτικής στις εν λόγω περιοχές. Σε αυτό το πλαίσιο εκμεταλλεύεται τη διάσταση απόψεων σε ορισμένα ζητήματα μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ υποστηρίζοντας κάποιες διεκδικήσεις της πρώτης προκειμένου να προκαλέσει ανέξοδα, ρήγματα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και στις αμερικανικές στοχεύσεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η προσέγγιση της Τουρκίας και της Ρωσίας όμως δεν μπορεί να είναι παρά μόνο προσωρινή και ευκαιριακή καθώς μακροπρόσθεσμα οι δύο χώρες έχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα αφού και οι δύο φιλοδοξούν να καλύψουν το κενό ισχύος που δημιουργήθηκε στη μετασοβιετική εποχή στην κεντρική Ασία και τον Καύκασο. Το ζήτημα της Συρίας αποτελεί μια κλασική περίπτωση όπου τα συμφέροντα Μόσχας και Άγκυρας είναι αντίθετα, με την πρώτη να στηρίζει το καθεστώς του Bashar al-Assad και τη δεύτερη τις δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης. Με αυτό το δεδομένο και με την εκπεφρασμένη άποψη του Trump ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να ξοδεύουν οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους σε περιοχές που δεν διακυβεύονται στρατηγικά τους συμφέροντα, είναι πιθανόν ότι η αμερικανική διοίκηση επιχειρεί να απαντήσει στη Μόσχα παίζοντας το ίδιο της το παιχνίδι. Εν ολίγοις δίνοντας το πράσινο φως στην Τουρκία για επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία προσπαθεί να επιφέρει ρήξη στις ρωσοτουρκικές σχέσεις, εκμεταλλευόμενη τους εγγενείς περιορισμούς της εν λόγω προσέγγισης. Καθώς η κυβέρνηση της Συρίας απάντησε στην τουρκική εισβολή με προώθηση στρατιωτικών δυνάμεων και συμμάχησε με τους Κούρδους αντάρτες, η κατάσταση εγκυμονεί τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε γενικευμένο πόλεμο. Αντιστρέφοντας επομένως οι ΗΠΑ τους όρους του παιχνιδιού βάζουν τον Putin να διαλέξει μεταξύ al-Assad και Erdoğan. Αυτή η «παγίδα» όμως ενέχει τον κίνδυνο περαιτέρω ενίσχυσης της Ρωσίας στην περιοχή αν η Μόσχα αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή στην εν λόγω κρίση, καταφέρνοντας μια αμοιβαία επωφελή (win win) συμφωνία μεταξύ Συρίας και Τουρκίας. Αυτό εξαρτάται από το πόσο μαξιμαλιστικές είναι οι επιδιώξεις της Άγκυρας στην περιοχή και αν περιορίζονται στην αποτροπή δημιουργίας κουρδικού κράτους στα νότια σύνορά της ή περιλαμβάνουν την εδαφική της επέκταση. Στην πρώτη περίπτωση είναι δυνατή η επίτευξη μιας συμφωνίας κατά την οποία οι τουρκικές ανησυχίες αντιμετωπίζονται με την θέση υπό τον έλεγχο του Bashar al–Assad των κουρδικών περιοχών της Βόρειας Συρίας. Εν τοιαύτη περιπτώσει η Ρωσία θα φέρει στη σφαίρα επιρροής της τις περιοχές των Κούρδων πρώην συμμάχων των ΗΠΑ, με το αφήγημα ότι η προσχώρηση σε μια Συρία υπό τον al-Assad παρέχει προστασία έναντι της Τουρκίας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε αυτό το ιδιότυπο “bras de fer” μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, οι Κούρδοι της Συρίας, οι μόνοι που πολέμησαν στο έδαφος τους τρομοκράτες του Ισλαμικού κράτους, αποτελούν την εύκολη θυσία στο βωμό των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων.
Όσον αφορά στο Ισλαμικό κράτος, μπορεί να έχει χάσει το σύνολο σχεδόν των εδαφών που κατείχε αλλά η απειλή που θέτει, δεν έχει εκλείψει. Τόσο οι τουρκικοί βομβαρδισμοί σε εγκαταστάσεις όπου κρατούνται τζιχαντιστές όσο και η αλλαγή των κουρδικών προτεραιοτήτων με μετακινήσεις μαχητών από καθήκοντα φύλαξης στα διάφορα θέατρα επιχειρήσεων, εγκυμονούν τον κίνδυνο απόδρασης πολλών οπαδών του ISIS. Επιπλέον, το ISIS δεν είναι ένα κράτος με την νεωτερική έννοια του όρου, η εξάλειψή του δεν επέρχεται αυτόματα με την απώλεια των εδαφών του. Η ύπαρξή του και η δράση του βασίζεται σε μια στρατηγική τριών κύκλων κυριαρχίας. Ο πρώτος κύκλος ήταν το χαλιφάτο αυτό καθεαυτό που είχε δημιουργήσει στο Ιράκ και στη Συρία. Ο δεύτερος κύκλος είναι οι περιοχές των τρομοκρατικών ισλαμικών οργανώσεων (Boko Haram, οργανώσεις στη Λιβύη, στην Υεμένη, στο Πακιστάν, στις Φιλιππίνες, στη Σομαλία, στο Αφγανιστάν), οι οποίες δήλωναν νομιμοφροσύνη στο ISIS. Ο τρίτος κύκλος είναι αυτός των αποκαλούμενων μαρτύρων ή αγωνιστών, οι οποίοι δρουν έξω από την επικράτεια του ISIS (π.χ. στην Ευρώπη, στην Αμερική κλπ). Τη στιγμή που η διεθνής κοινότητα δεν έχει αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους δύο τελευταίους κύκλους κυριαρχίας του ISIS, οι ενέργειες της Τουρκίας στη Βόρεια Συρία δημιουργούν βάσιμες ανησυχίες για επανασύσταση του πρώτου.
Για άλλη μια φορά η Ευρώπη όπως και την εποχή προ της εκρήξεως του Β΄ Π.Π. παραμένει άτολμη και περιορίζεται σε ευχολόγια, αποδεικνύοντας ότι τα λόγια του Βέλγου Υπουργού Εξωτερικών Mark Eyskens το 1991, ο οποίος χαρακτήρισε την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως «οικονομικό γίγαντα, πολιτικό νάνο και στρατιωτικό σκουλήκι», παραμένουν επίκαιρα. Αν και στις κοινωνικές επιστήμες η δυναμική και πολυπαραγοντική φύση των εξελίξεων καθιστούν επισφαλείς τις όποιες προβλέψεις, δύναται παρόλα αυτά να υποστηριχθεί ότι οι εξελίξεις στη Συρία αναμένεται να έχουν αντίκτυπο στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε περίπτωση που η Τουρκία πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς στη Συρία και δημιουργήσει τη ζώνη ασφαλείας που επιθυμεί, θα ανοίξει η όρεξή της και θα χρησιμοποιήσει το momentum για να αμφισβητήσει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Καθώς η Τουρκία δεν αποτελεί υπερδύναμη για να ανοίξει ταυτόχρονα πολλά μέτωπα, δεν αποκλείεται να δεχθεί να περιορίσει τυχόν μαξιμαλιστικούς της στόχους στη Συρία κατόπιν μεσολάβησης Ρωσίας αλλά και ΗΠΑ, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα υποσχέσεις υποστήριξης των διεκδικήσεών της προς δυσμάς. Ακόμα όμως και αν η τουρκική προσπάθεια στην περιοχή δεν στεφθεί από επιτυχία υπάρχουν δύο περιπτώσεις όπου ενδέχεται να δημιουργήσουν πρόβλημα σε Αθήνα και Λευκωσία. Η πρώτη αναφέρεται στο σενάριο όπου ένας «λαβωμένος» Erdoğan θα προβεί σε σπασμωδικές κινήσεις εναντίον Ελλάδας και Κύπρου προκειμένου να περισώσει την εικόνα του στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνει την υπόθεση εργασίας όπου μια ταπείνωση της Άγκυρας στο συριακό μέτωπο θα προκαλέσει πολιτική αστάθεια και θα δρομολογήσει εξελίξεις αλλαγής ηγεσίας στη γείτονα χώρα. Το γεγονός ότι ο ακραίος εθνικισμός στην Τουρκία διατρέχει οριζόντια το πολιτικό σύστημα και στην παρούσα φάση ο Erdoğan φαντάζει ως το μη χείρον βέλτιστον, συγκρινόμενος με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δεν αφήνει προς το παρόν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας σε μια τέτοια εξέλιξη.
Εν κατακλείδι, αναμένεται πιθανότατα ότι τα απόνερα της συριακής κρίσης θα δημιουργήσουν κυματισμούς στα νερά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι αδήριτη ανάγκη επομένως η κατάλληλη υλική και ψυχική προετοιμασία και η υιοθέτηση μιας στρατηγικής η οποία εστιάζει πρωτίστως στην μεγιστοποίηση των ημετέρων δυνατοτήτων και δευτερευόντως στην εκμετάλλευση των αδυναμιών του αντιπάλου. Επικουρικά, η δημιουργία και ενίσχυση συμμαχιών με κράτη που έχουν προβληματικές σχέσεις με την Τουρκία όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην εξωτερική εξισορρόπηση της τουρκικής ποσοτικής υπεροπλίας. Η ιαχή «Erdoğan ante portas» δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πιάσει εξαπίνης την Ελλάδα και την Κύπρο.