Ένα παλιό γραμματοκιβώτιο

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Κάποτε, τούτο το γραμματοκιβώτιο, τώρα τις γιορτές, γέμιζε γράμματα και κάρτες, που έστελναν οι συγγενείς και οι φίλοι από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό.

Και η νοικοκυρά, η κυρα-Γιωργία, σαν άκουγε τον ταχυδρόμο που πέρναγε με τη μεγάλη πέτσινη τσάντα του κρεμασμένη στο λαιμό αφήνοντας τις επιστολές και τις κάρτες της αγάπης στα σπίτια, έβγαινε, άνοιγε με το κλειδάκι το γραμματοκιβώτιο, έπαιρνε με λαχτάρα τα φάκελα στα χέρια, καθότανε στον καναπέ της σάλας και πρώτα διάβαζε, απ’ έξω από τα φάκελα, ποιοι τους είχανε θυμηθεί αυτές τις μέρες τις γιορτινές.

(Οι ταχυδρόμοι οι παλαιοί, γυρνούσαν από σπίτι, σε σπίτι, για να φέρουν σαν αγγελιαφόροι της αγάπης, τα μαντάτα απ’ αυτούς που ήτανε μακριά. ΟΛΟΙ τούς αγαπούσαν και ο καθένας τούς ένιωθε δικούς του ανθρώπους, αφού ήταν εκείνοι οι «ευλογημένοι», που με μιαν αόρατη και άσπαστη κλωστή, ένωναν φίλους και συγγενείς που η ζωή τους είχε χωρίσει.)

Αφού η κυρα-Γιωργία άδειαζε το γραμματοκιβώτιο, άνοιγε τα γράμματα προσεχτικά, για να μη σκίσει τις επιστολές που ήτανε μέσα, ξεδίπλωνε το επιστολόχαρτο και άρχιζε να διαβάζει από μέσα της, κουνώντας μόνο τα χείλη (σα να ’κανε προσευχή), τα νέα και τις ευχές που είχανε ταξιδέψει από τόσο μακριά για να ’ρθουνε στα χέρια της. Μερικές φορές, διαβάζοντας, χαμογέλαγε, άλλες δάκρυζε, άλλες φορές –πάλι- έσκυβε και φίλαγε το γράμμα ή την κάρτα ή την φωτογραφία. Μετά, δίπλωνε πάλι την κάθε επιστολή με ευλάβεια, την έβαζε στο φάκελό της και ύστερα, όλες μαζί, τις τύλιγε μ’ ένα λαστιχάκι και τις έβαζε στο συρτάρι του κομοδίνου μαζί με άλλες πολλές από τις περασμένες χρονιές. Θα τις διάβαζε και θα τις ξαναδιάβαζε η κυρα-Γιωργία μέχρι να τις μάθει απ’ έξω και κάθε φορά ήτανε σαν να άνοιγε ένας φωτεινός ουράνιος δρόμος που την πήγαινε ν’ αγκαλιάσει τους αγαπημένους της εκεί μακριά.

Τις κάρτες δεν τις έβαζε στο συρτάρι η κυρα-Γιωργία, μόνο τις έστηνε όρθιες πάνω στο τραπέζι της σάλας και στον μπουφέ και στόλιζαν χριστουγεννιάτικα το σπίτι. Μετά τις γιορτές θα τις μάζευε και θα τις φύλαγε κι αυτές μαζί με τις άλλες που είχε λάβει τα προηγούμενα χρόνια.

Η χαρά της κυρα-Γιωργίας ήτανε να κάθεται μετά τις γιορτές και να γράφει τις δικές της επιστολές σαν απάντηση για κείνες που είχε λάβει. Πήγαινε στο περίπτερο και αγόραζε όσα επιστολόχαρτα χρειαζότανε, μαζί με φάκελα, και, μια – μια , με τα λίγα γράμματα που είχε μάθει, έγραφε στους αγαπημένους της τις ευχές για τη νέα χρονιά και όλα τα νέα της, τα μικρά και τα μεγάλα. Μετά, έκλεινε το κάθε γράμμα στο φάκελό του, έγραφε τη σύσταση και όλα ήτανε έτοιμα. Ξαναπήγαινε στο περίπτερο για να πάρει γραμματόσημα, τα κόλλαγε στα φάκελα και όλα μαζί τα έριχνε στο πιο κοντινό κίτρινο γραμματοκιβώτιο του Ταχυδρομείου, για ν’ αρχίσει το αντίστροφο ταξίδι.

Γράμματα (λιγότερα όμως) ερχούντανε στο γραμματοκιβώτιο της κυρα-Γιωργίας και τις άλλες μέρες του χρόνου. Όμως, τούτη η περίοδος των γιορτών ήτανε ξεχωριστή.

Πέρασαν τα χρόνια, άλλαξαν οι συνήθειες των ανθρώπων, άρχισαν να λιγοστεύουν οι κάρτες και οι επιστολές και όταν «έφυγε» η κυρα-Γιωργία ερήμωσε το σπίτι κι άρχισε να γκρεμίζεται. Σκούριασε και το γραμματοκιβώτιο, μα, με το «στόμα» του πεισματικά κλειστό, αρνιέται ν’ αφήσει την πόρτα που τόσα χρόνια το συντρόφεψε, καρτερώντας, μάταια, ένα γράμμα που ξέρει ότι δεν θα ’ρθει ποτέ. Ίσως μαζί του, φυλαγμένες στο σκοτάδι ενός συρταριού, καρτερούνε μια καινούργια συντροφιά και μιαν αχτίδα από φως και οι κάρτες και οι επιστολές του παλαιού καιρού.

Το σπίτι της κυρα – Γιωργίας γκρεμίζεται, αργά και αλύπητα, από τον καιρό. Κι όταν γίνει ένας σωρός, κάπου ανάμεσα στις πλίθρες και στα σπασμένα κεραμίδια και στα πορτοπαράθυρα θα βρίσκεται θαμμένο και ένα σκουριασμένο γραμματοκιβώτιο που κάποτε καλοδεχόταν την αγάπη των ανθρώπων που ήτανε μακριά.

Σπάρτη 8-1-2025

Βαγγέλης Μητράκος