Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, κύριο Ιερώνυμο, καθώς και την ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος και τους συνεργάτες του, που είχαμε σήμερα την ευκαιρία να έχουμε μία πάρα πολύ ουσιαστική, εποικοδομητική και δημιουργική θα έλεγα συνάντηση.
Θα ήθελα, αν μου επιτρέπετε Μακαριότατε, να ξεκινήσω λέγοντας ότι αυτή η συνάντηση είναι το επιστέγασμα ενός διαλόγου ο οποίος έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό, εδώ και χρόνια, τόσο μεταξύ ημών όσο, όμως, και μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Και ο βασικός στόχος, η κοινή βούληση, η κοινή θέληση είναι να αντιμετωπίσουμε ιστορικές εκκρεμότητες που εμποδίζουν την ορθή λειτουργία, τον εξορθολογισμό, αν θέλετε καλύτερα να πω την έκφραση, των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους. Ιστορικές εκκρεμότητες που πολλές φορές δημιουργούν κλίμα αντιπαλότητας ή και εκατέρωθεν καχυποψίας. Να αντιμετωπίσουμε λοιπόν και να ξεπεράσουμε τις εκκρεμότητες χωρίς να τις κρύβουμε, να προσπαθούμε να κρύψουμε τις εκκρεμότητες αυτές, αλλά, προσπαθώντας να βρούμε έναν δημιουργικό τρόπο τόσο για την υπέρβασή τους όσο και για τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που θα δώσουν τη δυνατότητα να έχουμε μία ώθηση προς τα εμπρός.
Μία ώθηση προς τα εμπρός σε ό, τι αφορά τη δυνατότητα της Εκκλησίας της Ελλάδας να έχει τη δική της οικονομική αυτοδυναμία και οικονομική αυτονομία, αλλά και της Πολιτείας να μπορεί να στηρίζει το έργο της έχοντας διακριτούς ρόλους.
Σήμερα, λοιπόν, είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω ότι μετά από έναν πολυετή, όπως είπα πιο πριν, αλλά και ειλικρινή διάλογο με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και την Εκκλησία της Ελλάδας βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο θα έλεγα Συμφωνίας. Αλλά, μία Συμφωνία την οποία θα μου επιτρέψετε να χαρακτηρίσω ιστορικού χαρακτήρα. Και το λέω αυτό όχι μόνο γιατί επιλύει εκκρεμότητες πολλών δεκαετιών, που έχουν ανακύψει από τη δεκαετία του ’20, αλλά, κυρίως, διότι είναι μία Συμφωνία προς όφελος και των δύο πλευρών.
Θα ήθελα λοιπόν, πριν οποιοδήποτε άλλο σχόλιο, να μου επιτρέψετε να διαβάσω το Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας, στο οποίο καταλήξαμε σήμερα και το οποίο εκφράζει τόσο το αποτέλεσμα του μέχρι σήμερα διαλόγου μας όσο και τις προθέσεις μας για το πλαίσιο στο οποίο προτιθέμεθα να κινηθούμε στο άμεσο μέλλον, στον βαθμό βεβαίως που τόσο η Ιεραρχία όσο και το Υπουργικό Συμβούλιο που θα συγκληθούν για να εγκρίνουν αυτό το πλαίσιο, το εγκρίνουν και δώσουν το έναυσμα για να προχωρήσουμε περαιτέρω στις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Κοινό ανακοινωθέν, λοιπόν, Πολιτείας – Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.
Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.
Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Έχω, λοιπόν, την αίσθηση ότι σήμερα επιχειρούμε να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος, επ’ ωφελεία της Εκκλησίας, αλλά και της Ελληνικής Πολιτείας. Και, βεβαίως, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, διότι χάρη στις δικές του πρωτοβουλίες, στις δικές του άοκνες προσπάθειες, υπάρχει αυτή η ιστορική δυνατότητα, που θα δώσει την προοπτική μίας σύγχρονης και αυτοδύναμης Εκκλησίας, σε ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος.
Βεβαίως, η συγκυρία το έφερε και το επιστέγασμα αυτού του πολυετούς διαλόγου έρχεται σε μία στιγμή όπου έχει ξεκινήσει ο διάλογος για την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση που έχει ανάγκη ο τόπος.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτό διαβεβαίωσα σήμερα τον Αρχιεπίσκοπο, αλλά και τους σεβαστούς Μητροπολίτες που τον συνόδευαν, ότι η επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να αναβαθμίσουν τον διακριτό ρόλο της Εκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας όμως παράλληλα τη σημαντική, μοναδική θα έλεγα, προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους.
Σε ό, τι αφορά το ερώτημα που και ο Μακαριότατος έθεσε δημόσια χθες για τη θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους και τι εννοούμε με αυτήν. Η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Και, προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια, και θέλω αυτό να το τονίσω με την ευκαιρία, ας μου επιτραπεί, Μακαριότατε, έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του σταυρού, από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα.
Και το λέω αυτό διότι υπάρχει πραγματικά ανάγκη ο όποιος διάλογος διεξάγεται και οι όποιες διαφορετικές απόψεις να διεξάγονται επί τη βάσει της πραγματικότητας και όχι επί τη βάσει διάδοσης ψευδών ειδήσεων περί προθέσεων που δεν υπάρχουν.
Θέλω, λοιπόν, να ξεκαθαρίσω ότι η διακήρυξη της θρησκευτικής ουδετερότητας στο ελληνικό Σύνταγμα είναι εκεί προκειμένου να υπογραμμίσει ότι το ελληνικό κράτος θα είναι ο εγγυητής της θρησκευτικής ελευθερίας του ελληνικού λαού και των Ελλήνων πολιτών. Αυτό και τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από αυτό.
Όμως, όπως γνωρίζετε, ο διάλογος με την Εκκλησία της Ελλάδας ήταν και είναι πάντα ειλικρινής, από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, και εποικοδομητικός και δημιουργικός, και θα είναι διαρκής.
Ακούμε τις απόψεις της Εκκλησίας, με σεβασμό, ακούμε και τις επιφυλάξεις της και όπως θέλω να πιστεύω ότι πράττει και το σύνολο, σχεδόν, των κομμάτων και των εκπροσώπων του λαού μας στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Όλοι μαζί, λοιπόν, θα λάβουμε υπόψη τις σκέψεις και τις προτάσεις που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και του διαλόγου που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για τη διαδικασία της Αναθεώρησής του.
Θέλω να κλείσω λέγοντας πως έχω την αίσθηση πως σήμερα πράγματι γίνεται ένα ιστορικό βήμα. Όλα τα ιστορικά βήματα προς τα εμπρός απαιτούν όραμα, θετική διάθεση, διάθεση να κατανοήσει ο ένας τον άλλον. Και θέλω να ευχαριστήσω ειλικρινά τον Αρχιεπίσκοπο που μου έδωσε τη δυνατότητα αυτά τα 3,5 χρόνια να έχω έναν διαρκή και ειλικρινή διάλογο μαζί του, όχι πάντοτε συμφωνώντας, αλλά, που μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω τις θέσεις, και τις σκέψεις και τα πιστεύω του.
Θεωρώ πως κάθε βήμα προς τα εμπρός βεβαίως δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Αλλά, πιστεύω επίσης, ότι όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα που δημιουργούμε, αλλά και από τις προθέσεις, και από αυτό που εκπέμπουμε. Και θέλω να πιστεύω ότι αυτή η συνάντηση και αυτή η Συμφωνία εκπέμπει αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αγάπη, και, αν μου επιτρέπετε, εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλον.
Με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα άλλη μία φορά να ευχαριστήσω τον Αρχιεπίσκοπο και την ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος και να του δώσω τον λόγο.