Αναστολή με όρους στην εκτέλεση των ποινών για όλους τους καταδικασθέντες, πλην του Γιώργου Ρουπακιά, πρότεινε η εισαγγελέας στη δ’ικη της Χρυσής Αυγής.
Ο μόνος από την ηγετική ομάδα, που δεν ζήτησε αναστολή, ήταν ο Γιάννης Λαγός, δηλώνοντας ότι δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο.
Στη συνέχεια, τον λόγο θα λάβουν εκ νέου οι συνήγοροι υπεράσπισης, για να δευτερολογήσουν επί της εισαγγελικής πρότασης.
Αφού ολοκληρωθούν και οι δευτερολογίες των συνηγόρων, τότε η πρόεδρος του δικαστηρίου Μ. Λεπενιώτη θα ανακοινώσει ότι το δικαστήριο αποσύρεται σε διάσκεψη προκειμένου να αποφασίσει για τις αναστολές. Εκτιμάται ότι το δικαστήριο θα ανακοινώσει την απόφασή του αυτή αύριο Τρίτη ή το αργότερο Τετάρτη.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, για όσους κριθεί ότι δεν πρέπει να τους χορηγηθεί αναστολή μέχρι την έφεση και δεν είναι παρόντες στο ακροατήριο η διαδικασία που προβλέπεται είναι η εξής: Απόσπασμα της σχετικής απόφασης των τριών δικαστών θα σταλεί στο τμήμα εκτελέσεων και ακολούθως στην αρμόδια αστυνομική αρχή, η οποία και θα αναλάβει να αναζητήσει όσους θα πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή, εκτός φυσικά και αν κάποιοι επιλέξουν να εμφανιστούν μόνοι τους στις αρμόδιες αρχές.
Υπενθυμίζεται ότι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων έχει κρίνει ενόχους 57 από τους 68 κατηγορούμενους στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής και έχει επιβάλλει στο διευθυντήριο της οργάνωσης ποινές πουν ξεκινούν από 10 έτη και φτάνουν έως τα 13 και κάτι έτη κάθειρξης. Ακόμη, το δικαστήριο έχει επιβάλει ποινές από 5 έως 12 έτη κάθειρξη για τους υπόλοιπους καταδικασθέντες (πλην του Γ. Ρουπακιά), οι οποίοι κατά περίπτωση καταδικάστηκαν για ένταξη και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και άλλες αξιόποινες πράξεις.
Τώρα, πλέον και μετά την επιβολή των παραπάνω ποινών οι δικαστές αποφασίζουν για το εάν θα δώσουν αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση ή όχι. Αν δώσουν, τότε δεν θα οδηγήσουν στη φυλακή όσους καταδίκασαν και θα τους αφήσουν ελεύθερους (με ή χωρίς όρους) μέχρι τη δίκη τους στο Εφετείο. Αν δεν δώσουν αναστέλλουσα δύναμη, τότε οι καταδικασθέντες ή κάποιο εξ αυτών (κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά) θα πρέπει να οδηγηθούν άμεσα στη φυλακή.