Mε την υπ’ αρ. 948/2021 απόφασή (συλλογική αγωγή) του ο Άρειος Πάγος επέμεινε στο σκεπτικό που είχε διατυπώσει στην Ολομέλεια με την προηγηθείσα υπ’ αρ. 4/2019 απόφαση (ατομική αγωγή), απορρίπτοντας σε αναιρετικό επίπεδο τους ισχυρισμούς των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο με σκεπτικό που ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο περί προστασίας του καταναλωτή (νόμος 2251/1994) κατά τρόπο διαφορετικό από τα οριζόμενα στο συναφές, υπέρτερης ισχύος ενωσιακό δίκαιο, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί επανειλημμένως από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αλλά και από ανώτατα δικαστήρια άλλων κρατών μελών της Ένωσης.
Επιπλέον, απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων δανειοληπτών για την υποβολή προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ ως αποκλειστικά αρμόδιο δικαστικό όργανο για την ερμηνεία των ενωσιακών κανόνων, διά της υπ’ αρ. 948/2021 απόφασής του μάλιστα δίχως να αιτιολογήσει την άρνησή του όπως επιτάσσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκειμένου να προστατεύεται το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη.
Με την κρίση αυτή ο Άρειος Πάγος παραβίασε τη θεμελιώδη υποχρέωση που υπέχουν τα εθνικά δικαστήρια του τελευταίου βαθμού στα κράτη μέλη της Ένωσης να αποστέλλουν προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, όταν στην ενώπιόν τους εκδικαζόμενη διαφορά τυγχάνουν εφαρμογής ενωσιακοί κανόνες οι οποίοι χρήζουν ερμηνείας (άρθρο 267 ΣΛΕΕ).
Ως μέσο αντίδρασης το Σωματείο υπέβαλε επίσημη καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Ελλάδας αναφερόμενο στην παραβίαση από το ανώτατο πολιτικό δικαστήριο της χώρας των υποχρεώσεων που επιβάλλει το ενωσιακό δίκαιο, και ειδικότερα ο μηχανισμός της προδικαστικής παραπομπής.
Κατόπιν εξέτασης της καταγγελίας και συνάντησης όπου ζητήθηκαν επιπρόσθετες πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να μη δώσει συνέχεια στην καταγγελία με την ανάληψη δράσης κατά της Ελλάδος ενώπιον του ΔΕΕ, αλλά να παροτρύνει το καταγγέλλον Σωματείο να προβάλει τις διεκδικήσεις του υπό τη μορφή αγωγής αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ως αρμοδιότερων εν προκειμένω, με το σκεπτικό ότι αποτελεί πρωταρχική ευθύνη των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων να διατάσσουν το κράτος να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν οι ιδιώτες από την παράβαση του δικαίου της ΕΕ η οποία καταλογίζεται στα δικαστήριά του.