Ολόκληρη η συνέντευξη του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ» της Κυριακής, στη δημοσιογράφο Αντιγόνη Ζούντα έχει ως εξής:
Βαγγέλης Αποστόλου: Είμαστε σε θέση μάχης για τη νέα ΚΑΠ
-Όπως όλα δείχνουν, και φέτος υπάρχει εγρήγορση αγροτικών δυνάμεων και μάλιστα εντός των επόμενων ημερών έχουν προγραμματιστεί και κινητοποιήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας. Ως βασικό πρόβλημα αναδεικνύεται η μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε σχέση και με τη φορολόγηση του εισοδήματος. Πώς απαντάτε σε αυτό;
«Όπως ξέρετε, τους αγρότες που κινητοποιούνται τους έχω καλέσει ήδη σε διάλογο για να δούμε ποια είναι αυτά τα ζητήματα τα οποία κατά την άποψή τους έχουν καθυστερήσει ή χρειάζονται λύση. Όπου υπάρχει δυνατότητα για λύση, μην έχετε καμία αμφιβολία ότι θα τη δώσουμε.
Για το εισόδημα δεν θέλω να ισχυριστώ ότι όλος ο αγροτικός κόσμος δεν έχει πρόβλημα. Ποτέ ιστορικά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Είμαστε όμως σε θέση να γνωρίζουμε και τους ηττημένους του σκληρού ανταγωνισμού εντός και εκτός χώρας και όσους επωφελήθηκαν. Όπως επίσης και τους λόγους.
Δεν είναι, πάντως, αληθές ότι το αγροτικό εισόδημα έχει μειωθεί. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν αύξηση, γεγονός μάλιστα πολύ ενθαρρυντικό εν μέσω κρίσης.
Ειδικά όμως για το φορολογικό, πιστεύω ειλικρινά ότι δεν πρέπει να το θέτουν οι αγρότες. Αρκεί μόνον να σας πω ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, για το εισόδημα του 2016, πλήρωσαν το 2017 φορολογία εισοδήματος, όλοι μαζί, 129 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου 50 εκατ. λιγότερα από την προηγούμενη χρονιά. Το σύνολο δε των κατ’ επάγγελμα αγροτών πλήρωσε 69 εκατ. ευρώ, δηλαδή κατά μέσον όρο 120 ευρώ ο καθένας, χωρίς βεβαίως να λογαριάσουμε και τις επιστροφές που υπήρξαν από τον συμψηφισμό της προκαταβολής.
Να θυμίσω ακόμη ότι το 2015, πρώτη χρονιά διακυβέρνησής μας, αποτρέψαμε την προγραμματισμένη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις (Ν. 4172/2013) φορολόγηση του αγροτικού εισοδήματος, περιλαμβανομένων και των ενισχύσεων, από το πρώτο ευρώ, πράγμα που οδήγησε στο να πληρώσουν οι αγρότες 175 εκατ. αντί 440 εκατ. που θα πλήρωναν.»
-Ωστόσο και οι ασφαλιστικές εισφορές θεωρούνται από τους αγρότες δυσβάστακτες, παρ’ ότι υποστηρίζατε ότι αν τις εξετάσουμε σε συνδυασμό με τις φορολογικές ελαφρύνσεις δεν θα έχουν καμία επίπτωση στο αγροτικό εισόδημα.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ασφαλιστική επιβάρυνση σε σχέση με τα ισχύοντα είναι πολύ μικρότερη της φορολογικής ελάφρυνσης. Όμως οι αλλαγές που φέραμε όχι μόνο διέσωσαν τον ασφαλιστικό φορέα των αγροτών, που όδευε προς μηδενικές παροχές, αλλά και εξασφάλισαν μια προσαρμογή των ασφαλίστρων σε βάθος τετραετίας (μέχρι το 2019) και όχι απότομα, ενώ το εισόδημα που ορίστηκε ως βάση για τον υπολογισμό της κατώτατης ασφαλιστικής εισφοράς είναι το 80% του κατώτατου μισθού του ανειδίκευτου εργαζόμενου, δηλαδή τα 468 ευρώ τον μήνα ή 5.600 ευρώ τον χρόνο.
Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι αγρότες (πάνω από το 80% των αγροτών) δηλώνουν ετήσιο εισόδημα μέχρι 5.000 ευρώ και συνεπώς οι ασφαλιστικές εισφορές που θα κληθούν να πληρώσουν είναι εκείνες της μικρότερης, υποχρεωτικής κλίμακας, ενώ αυτό που θα διασφαλίσουν είναι η εθνική σύνταξη των 384 ευρώ και οι ασφαλιστικές εισφορές τους να λειτουργούν ανταποδοτικά για πρόσθετη σύνταξη.
Γι’ αυτό λοιπόν επαναλαμβάνω ότι το αφορολόγητο στο εισόδημα και η εθνική σύνταξη είναι από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του αγροτικού κινήματος και δεν πρέπει να θέτουν γενικά θέμα φορολογικό – ασφαλιστικό οι αγρότες».
Διάλογος για τις κινητοποιήσεις
-Τότε για ποια θέματα τους καλείτε σε διάλογο;
«Κατ’ αρχήν να πω ότι είναι δικαίωμα των αγροτών να αναδεικνύουν αυτοί τα προβλήματα που θεωρούν ότι πρέπει να λυθούν. Δική μας υποχρέωση είναι να τους ακούμε και να δίνουμε λύσεις. Θέματα που απαιτούν λύσεις πάντα υπάρχουν.
Για παράδειγμα, αν σήμερα οφείλουμε όλοι να ανοίξουμε σε συνεργασία μαζί τους ένα θέμα αιχμής, αυτό είναι το καθεστώς των αθέμιτων πρακτικών, των ελληνοποιήσεων, των ανεξέλεγκτων εισαγωγών πρώτων υλών, που μπορεί να μην επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής, αλλά επιδρούν καθοριστικά στη μείωση των τιμών παραγωγού. Η κυβέρνηση ψήφισε τον νόμο ενάντια στις ελληνοποιήσεις και την έγκαιρη πληρωμή του παραγωγού για τον σκοπό αυτόν, όμως χωρίς τον κοινωνικό έλεγχο οι επιτήδειοι πάντα θα βρίσκουν χαραμάδες.
Να έχουν όμως όλοι αυτοί υπόψη πως η κυβέρνηση θα τις κλείσει, και μάλιστα ενημερώνω ότι το επόμενο διάστημα οι έλεγχοι σε κρίσιμους τομείς θα ενταθούν.»
-Την ίδια στιγμή επανέρχονται τα ζητήματα του υψηλού κόστους παραγωγής, που περιλαμβάνουν υψηλούς φόρους σε διάφορους κλάδους, απουσία μειώσεων στο αγροτικό πετρέλαιο και στην ενέργεια γενικότερα, σημαντικές δαπάνες για αγροτικά εφόδια / μέσα κ.λπ. Τι δυνατότητες υπάρχουν για ελάφρυνση σε αυτό το επίπεδο;
«Υπάρχουν πράγματα που γίνονται και άλλα που δεν γίνονται, λόγω των δεσμεύσεων που έχει η χώρα έναντι των δανειστών της. Ας μην ξεχνάμε πως με σκληρή διαπραγμάτευση της κυβέρνησης μειώθηκε – επανήλθε ο ΦΠΑ της συντριπτικής πλειονότητας των εισροών στο 13%.
Δεσμεύσεις που ανέλαβε, μεταξύ άλλων, για να διατηρήσει τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που εξασφαλίζει, μην το ξεχνάμε, περίπου 2,5 δισ. ευρώ ετησίως για αγροτικές ενισχύσεις. Και αυτά τα ποσά, πέραν των άλλων πολιτικών επιλογών, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα της αγροτικής παραγωγής σε κλάδους που είναι πολύτιμοι αλλά πλήρως ανταγωνιστικοί και ιδιαίτερα κοστοβόροι.
Το κόστος παραγωγής στην Ελλάδα έχει βαθιά τις ρίζες του στα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει χρόνια τώρα ο αγροτικός χώρος που εντάθηκαν από τη μεγάλη απαξίωση του συνεταιριστικού τομέα ως παράγοντα αφενός εξισορρόπησης ακραίων και ανεξέλεγκτων επιβαρύνσεων και αφετέρου σοβαρού και μεροληπτικά ανταγωνιστικού διαπραγματευτή τιμών των προϊόντων. Δυστυχώς γι’ αυτό δεν μπορούν όλα να λυθούν με την κίνηση ενός μαγικού ραβδιού και απαιτούνται συνεργασία, προτάσεις, χρόνος.
Στη μεν φυτική παραγωγή το μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους αποτελεί η δαπανούμενη ενέργεια, στη δε ζωική παραγωγή οι ζωοτροφές. Ήδη γίνονται προσπάθειες με όλα τα συναρμόδια υπουργεία για τη βελτίωση της αποδοτικότητας πόρων κατά τη χρήση ενέργειας και διαχείρισης των υδάτων στον αγροτικό χώρο, των κανόνων κοστολόγησης – προσπάθειες που θα καταλήξουν σύντομα σε νομοθετικές ρυθμίσεις ή παρεμβάσεις.
Θεσμοθετήσαμε τη χρήση των ΑΠΕ για μείωση του κόστους παραγωγής, με εγκατάσταση μικρών φωτοβολταϊκών μονάδων σε ατομική και συλλογική βάση. Μάλιστα στο ΠΑΑ προβλέπουμε την ένταξη της εγκατάστασης ΑΠΕ μέσω των σχεδίων βελτίωσης. Δίνει πολύ σοβαρή ανάσα για να μειωθεί το κόστος παραγωγής στη φυτική παραγωγή.
Όσον αφορά το κόστος των ζωοτροφών είναι ήδη γνωστό ότι με τον νόμο των βοσκήσιμων γαιών ήδη κάναμε μία μικρή «επανάσταση» που δυστυχώς δεν έχει γίνει κατανοητή από πολλούς μέχρι και σήμερα, ώστε να οδηγηθούμε σε μείωση των λειτουργικών εξόδων του κτηνοτρόφου. Μέσω των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης κάθε κτηνοτρόφος θα έχει τη δική του λιβαδική μονάδα για τη διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη.
Υπάρχουν κι άλλες παρεμβάσεις (ένταξη νέων κτηνοτροφικών ειδών στην περίπτωση των συνδεδεμένων ενισχύσεων, χρηματοδοτικά εργαλεία ΠΑΑ, ομάδες παραγωγών, συνεργατικά σχήματα κ.λπ.) που μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη μείωση του κόστους παραγωγής.
Να δώσω όμως και μια άλλη διάσταση του παράγοντα “κόστος”: Όλοι γνωρίζουν την πλήρη απαξίωση της εφαρμοσμένης έρευνας και στον αγροτικό τομέα με αποτέλεσμα όλα τα αναγκαία χρηστικά μέσα παραγωγής να “αγοράζονται – εισάγονται” με υψηλότατο κόστος, επιβαρύνοντας όχι μόνο τους παραγωγούς, αλλά και το εθνικό ισοζύγιο.
Για τον λόγο αυτόν ο πρωθυπουργός σε όλες του τις ομιλίες δίνει έμφαση στην έρευνα και την καινοτομία, γι’ αυτό και εμείς ως ΥΠΑΑΤ κηρύξαμε το 2018 ως έτος έναρξης εφαρμογών ερευνητικών και καινοτόμων προσπαθειών στον αγροτικό τομέα σε μέσα, τεχνολογίες, διαδικασίες, σοβαρή αξιοποίηση εγχώριου πολλαπλασιαστικού υλικού και άλλα. Ευελπιστούμε σε αποτελέσματα σύντομα.»
-Η μειωμένη ρευστότητα σε συνδυασμό με τα προβλήματα που έχουν δημιουργήσει τα κόκκινα αγροτικά δάνεια έχουν οδηγήσει σε ασφυξία μεγάλο τμήμα του αγροτικού κόσμου, ενώ τίθεται επιτακτικά και το ζήτημα του ακατάσχετου αγροτικού λογαριασμού. Πώς θα ενισχυθούν αγρότες, κτηνοτρόφοι, αλιείς ώστε να συνεχίσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα;
«Στον τομέα της ρευστότητας είναι ήδη πολύ σοβαρή η συμβολή της δυνατότητας χρήσης της «κάρτας του αγρότη» που προωθήσαμε, όχι χωρίς δυσκολίες, και η οποία παρέχεται πλέον από όλες σχεδόν τις τράπεζες. Με τη ρευστότητα που αποκτά ο αγρότης, και μάλιστα με χαμηλά επιτόκια, του δίνεται η ευκαιρία να έχει ταυτόχρονα σοβαρή έκπτωση εφόσον στην ουσία αγοράζει αγροεφόδια μετρητοίς και συνεπώς μειώνει το κόστος παραγωγής του. Παρακολουθούμε στενά την διαδικασία αυτή και την αναμενόμενη ωφέλεια του παραγωγού.
Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχει σε εξέλιξη προσπάθεια δανειοδότησης και των δικαιούχων του λεγόμενου πρασινίσματος. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούν να λάβουν το 80% του πρασινίσματος που δικαιούνται έξι μήνες πριν από την καταβολή του, καθώς το ποσό θα πιστώνεται σε έναν ακατάσχετο τραπεζικό λογαριασμό.
Σύντομα θα έχουμε και την ενεργοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων του ΠΑΑ που θα εξασφαλίσουν την απαραίτητη στήριξη της ιδίας συμμετοχής των αγροτών προκειμένου να ενταχθούν στις ενισχύσεις του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης. Μιλάμε για πόρους από 3% έως 7% των συνολικών πόρων του ΠΑΑ, ώστε να διευκολυνθεί η υλοποίηση επενδύσεων σε μέτρα όπως της μεταποίησης, των σχεδίων βελτίωσης και των ιδιωτικών δράσεων του Leader.
Για τα κόκκινα αγροτικά δάνεια υπάρχουν ορισμένες λύσεις για όλες τις περιπτώσεις και όλα τα χρέη, ανάλογες με αυτές των άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Και βέβαια ισχύει η απόφαση για ρύθμιση χρεών μέχρι 120 δόσεις και για τους αγρότες.
Το ακατάσχετο ρυθμίζεται με διάφορα νομοθετήματα και με τη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (αρ. 465/1999) που έγινε αποδεκτή από τον υφυπουργό Οικονομικών. Επίσης ακατάσχετες θεωρούνται και οι παροχές που χορηγούνται στους ασφαλισμένους από τον ΕΛΓΑ βάσει του Ν. 1790/1988 και να μην ξεχνάμε τη δυνατότητα του κάθε αγρότη να ενεργοποιήσει το προσωπικό ακατάσχετο των 1.250 ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή η κατάσχεση χρημάτων που προορίζονται για επενδύσεις ή για αναπλήρωση απώλειας ζωικού ή φυτικού κεφαλαίου των αγροτών επηρεάζει σημαντικά τη δραστηριότητά τους, σύντομα θα αναλάβουμε, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία, πρωτοβουλία να ενισχυθεί – διευκρινιστεί περαιτέρω το νομοθετικό πλαίσιο του ακατάσχετου για τους αγρότες.»
Το 2018 χρονιά αποφάσεων για αλλαγές στον ΕΛΓA
-Επιπλέον τίθεται και το θέμα των αποζημιώσεων για ζημιές στο φυτικό και ζωικό κεφάλαιο λόγω διαφόρων αιτιών, που είτε καθυστερούν σημαντικά είτε δεν περιλαμβάνονται στις καλύψεις από τον ΕΛΓΑ. Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση;
«Τη χρονιά που μας πέρασε ο ΕΛΓΑ κατέβαλε στους αγρότες και κτηνοτρόφους της χώρας περίπου 145 εκατ. ευρώ. Το 2017 ήταν η χειρότερη χρονιά αναφορικά με το πλήθος και την έκταση των ζημιών. Σημειώστε ότι από τότε που αναλάβαμε, παρ’ ότι αντιμετωπίσαμε δύσκολες καιρικές συνθήκες, μειώσαμε τον χρόνο καταβολής των αποζημιώσεων στο μισό.
Όσον αφορά τις μη καλυπτόμενες από τον ΕΛΓΑ ζημιές, το 2018 είναι η χρονιά που θα ληφθούν αποφάσεις για αλλαγές στον κανονισμό ασφάλισης και την ασφαλιστική λογική του ΕΛΓΑ. Εκεί θα δούμε ποιες αλλαγές πρέπει πιθανώς να γίνουν και υπό ποιες προϋποθέσεις.»
-Η αντιπολίτευση θέτει διαρκώς θέμα καθυστερήσεων στην αξιοποίηση των πόρων, ύψους 6 δισ., του νέου Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2020, ενώ το υπουργείο αναφέρεται σε ταχύτερους, έναντι των παλαιών αντίστοιχων προγραμμάτων, ρυθμούς τόσο στις προκηρύξεις των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων όσο και στην πορεία απορρόφησης των σχετικών κοινοτικών κονδυλίων. Τι ισχύει τελικά;
«Η πλειονότητα των αναπτυξιακών δράσεων του ΠΑΑ έχει ήδη προκηρυχθεί. Συνολικά, σε μόλις δύο έτη από την έγκριση του νέου ΠΑΑ, το σύνολο της δημόσιας δαπάνης των μέτρων που έχουν προκηρυχθεί ξεπέρασαν τα 2,3 δισ. ευρώ, ενώ περισσότερα από 3,8 δισ. έχουν δεσμευθεί σε νέες προκηρύξεις και συνεχιζόμενα έργα, δηλαδή το 65% της δημόσιας δαπάνης του προγράμματος.
Με κίνδυνο να κουράσω, θα επαναλάβω πως για το 2017 οι πληρωμές ανήλθαν στο υψηλότερο κατ’ έτος επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της προηγούμενης προγραμματικής περιόδου, και συγκεκριμένα στα 782 εκατ. δημόσια δαπάνη (με εισροή κοινοτικών πόρων που αντιστοιχεί σε 719 εκατ.), ενώ και το 2016, πρώτη χρονιά εφαρμογής του ΠΑΑ, οι πληρωμές ανήλθαν σε εξίσου υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα σε 650 εκατ. δημόσια δαπάνη (566,8 εκατ. κοινοτική συμμετοχή).
Ανεξάρτητα από το τι λέει ο καθένας, τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: Το ΠΑΑ υπερκάλυψε τον στόχο του ΕΣΠΑ συνεισφέροντας με το μεγαλύτερο ποσό απορρόφησης πόρων στο ΠΔΕ και κατ’ επέκταση εισροής κοινοτικών πόρων στη χώρα, μεταξύ των 20 επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΣΠΑ. Να σας πω χαρακτηριστικά ότι το Πρόγραμμα έφτασε τον κοινοτικό μέσο όρο απορρόφησης, παρά την καθυστέρηση έγκρισής του κατά ένα χρόνο έναντι των προγραμμάτων των υπόλοιπων κρατών, και μάλιστα είναι δεύτερο ως προς τον ρυθμό αύξησης πληρωμών μεταξύ των 28 κρατών – μελών της Ε.Ε.»
Εξετάζεται παρέμβαση για τη σύγκλιση των δικαιωμάτων
-Βρίσκεται σε εξέλιξη η συζήτηση για την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε. και ήδη έχετε εκφράσει στις Βρυξέλλες προβληματισμό και ανησυχία για το μέλλον της ΚΑΠ, καθώς, μεταξύ άλλων, ο κίνδυνος της επανεθνικοποίησης παραμένει ορατός. Παράλληλα, εθνικά ζητήματα όπως η αναγκαία αναδιανομή των δικαιωμάτων, δηλαδή η διαφοροποίηση του καθεστώτος των ιστορικών δικαιωμάτων και της δυνατότητας άμεσης σύγκλισης των ενισχύσεων, δεν έχουν προωθηθεί. Ποια είναι η πρόταση της ελληνικής πλευράς και πώς βλέπετε να διαμορφώνεται τελικά η ΚΑΠ μετά το 2020;
«Σε ό,τι αφορά τη μετά το 2020 ΚΑΠ όλες οι εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ανοιχτές και η συμμετοχή μας στη συζήτηση αυτή είναι ουσιαστική. Η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε είναι όχι μόνο η διασφάλιση επαρκών πόρων, αλλά και η ισορροπία μεταξύ των πόρων και των υποχρεώσεων που θα αναλάβουν τόσο η ΚΑΠ όσο και οι γεωργοί μας. Είμαστε βεβαίως αντίθετοι σε όποια μορφή επανεθνικοποίησης των ενισχύσεων. Είμαστε σε θέση μάχης, θα έλεγα, έχοντας μια ολιστική προσέγγιση που αφορά το ίδιο το μέλλον της Ε.Ε.
Υπάρχουν, πάντως, και πριν από τη νέα ΚΑΠ προϋποθέσεις παρέμβασης. Εξετάζουμε έντονα το ενδεχόμενο σύγκλισης των δικαιωμάτων εντός του 2018, το οποίο αποτελεί προτεραιότητα του πρωθυπουργού για να αρθούν οι αδικίες που κληρονομήσαμε. Είναι αδιανόητο στην ίδια Περιφέρεια, στο ίδιο προϊόν, να είναι η ελάχιστη μοναδιαία αξία 3 ευρώ ανά στρέμμα, η μέγιστη 1.300 ευρώ και η θεωρητική 25 ευρώ. ή στις δενδρώδεις και στους αμπελώνες, όπου η ελάχιστη μοναδιαία αξία να είναι 4,42 ευρώ, η μέγιστη 1.459,15 ευρώ και η θεωρητική 50 ευρώ. Αυτή την κατάσταση πρέπει να την αλλάξουμε και προς αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε, σε συνεννόηση πάντα με τους εταίρους μας.»