H COVID και η γρίπη παραμένουν στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, όμως ανησυχητική έξαρση παρουσιάζουν τις τελευταίες εβδομάδες και τα περιστατικά ιλαράς σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Χαρακτηριστικό είναι τo παράδειγμα της Βρετανίας, όπου το τελευταίο τρίμηνο τα κρούσματα έχουν κατά πολύ ξεπεράσει τα 100, αλλά και των ΗΠΑ, όπου από την Πρωτοχρονιά μέχρι σήμερα περίπου 20 άτομα έχουν νοσήσει, τη στιγμή που το 2023 ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων ήταν μόλις 48.
Σε τι οφείλεται αυτή η άνοδος; Στον ημιτελή εμβολιασμό. Από τη μια είναι τα εμπόδια που έθεσε η πανδημία: μόνο στις ΗΠΑ, περισσότερες από 61 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου της ιλαράς δεν χορηγήθηκαν από το 2020 έως το 2022. Κι από την άλλη, υπάρχει έντονη εμβολιαστική κόπωση των πολιτών σε όλο τον κόσμο, η οποία συμπαρασύρει και άλλα εμβόλια, όχι μόνο της COVID-19. Ο ανολοκλήρωτος εμβολιασμός δυστυχώς παρατηρείται και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων: ενώ η κάλυψη για την πρώτη δόση κυμαίνεται από 95% έως 99%, για την δεύτερη και απολύτως αναγκαία για την ανοσοποίηση έναντι του ιού, το ποσοστό πέφτει κάτω από το 89%. Το ίδιο συμβαίνει στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Ρουμανία.
Η ιλαρά, όμως, δεν πρέπει να υποτιμάται. Πρόκειται για σοβαρή λοίμωξη, με υψηλό ποσοστό σοβαρών επιπλοκών (10-30%), που περιλαμβάνουν από μέση ωτίτιδα, πνευμονία και παροδική ηπατίτιδα μέχρι βαριά εγκεφαλίτιδα. Το 40% των παιδιών που νοσούν χρειάζονται νοσηλεία. Επίσης, λόγω της εύκολης μετάδοσής της (με σταγονίδια από τον βήχα ή το φτέρνισμα, ή μέσω επαφής με επιφάνειες που έχουν μολυνθεί με εκκρίσεις ασθενούς) και της πολύ υψηλής μεταδοτικότητάς της, που φτάνει το 90% (δηλαδή το 90% των ατόμων που δεν έχουν ανοσία και έρθουν σε επαφή με άτομο που νοσεί θα εκδηλώσουν τη νόσο) εύκολα μπορεί να προκαλέσει επιδημική έξαρση, όταν πέσουν έστω και λίγο τα επίπεδα εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού.
Ο εμβολιασμός, λοιπόν, δεν έχει σημασία για να προστατεύσουμε μόνο τον εαυτό μας, είναι και υποχρέωσή μας έναντι της κοινωνίας. Οι γονείς καλό είναι να βεβαιωθούν ότι έχουν χορηγηθεί στα παιδιά τους οι απαιτούμενες δύο δόσεις: η πρώτη δόση γίνεται μετά τους δώδεκα μήνες της ηλικίας τους και έπειτα από τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες ακολουθεί η δεύτερη. Αλλά και οι ενήλικες, οι οποίοι δεν έχουν εμβολιαστεί ή έχουν εμβολιαστεί μερικώς και δεν έχουν νοσήσει, πρέπει επίσης να εμβολιαστούν, με τη δεύτερη δόση να μπορεί να χορηγηθεί τέσσερις εβδομάδες μετά την πρώτη.
Το «ξύπνημα» της ιλαράς αποτελεί μια πολύ μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία. Όμως μπορούμε να το αποτρέψουμε. Πριν από την ανακάλυψη και ευρεία χρήση του εμβολίου, το 1980, περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχαναν κάθε χρόνο τη ζωή τους από επιπλοκές της νόσου. Αυτή η νίκη της Ιατρικής δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να ακυρωθεί…