Αυτό ακριβώς ρωτάνε τους ώριμους ανθρώπους, αν μιλούσαν με τον νεαρό εαυτό τους τι θα ήθελαν να του πουν.
Γιατί όμως να περιμένω τόσο;
Θα μου έλεγα λοιπόν να μην φοβάμαι.
Μεγάλο πράγμα ο φόβος.
Σαν αόρατες χειροπέδες είναι.
Μόνο που αυτές τις χειροπέδες δεν στις φορούν πάντα οι άλλοι.
Τις πιο πολλές φορές δενόμαστε μόνοι μας και περιμένουμε να μας λύσουν όσοι βρίσκονται κοντά μας. Και αν οι άνθρωποι γύρω μας δεν είναι αρκετοί για να τις λύσουν, φωνάζουμε πιο δυνατά, μέχρι να έρθουν για βοήθεια και άλλοι.
Στην πραγματικότητα όμως, οι μόνοι που μπορούμε να λύσουμε τις χειροπέδες είμαστε εμείς, οι ίδιοι.
Για μένα ήταν μια χρονιά που άλλαξαν πολλά. Έφυγα από μια επαρχιακή πόλη για σπουδές στην Αθήνα, γύρισα πρόωρα λόγω της επιδημίας του κορωνοϊού. Βίωσα την ξαφνική απώλεια ενός πολύ αγαπημένου μου προσώπου.
Όσα ήρθαν ήταν δύσκολα.
Ίσως και από τα πιο δύσκολα που έχω βιώσει.
Δεν φοβήθηκα όμως. Ή μάλλον καλύτερα, δεν άφησα τον εαυτό μου να φοβηθεί.
Στήριξα τον εαυτό μου, για να υποστηρίξω και όσους αγαπώ και με χρειάζονται.
Τον φόβο ή θα τον αφήσεις να σε καταστρέψει ή θα τον καταστρέψεις.
Πολύ εύστοχα ο Στέφανος Ξενάκης, στο βιβλίο του «Το Δώρο» γράφει: «Τον εαυτό σου όμως να τον αγαπάς πιο πολύ απ’ όλους». Υπάρχει πιο όμορφη κουβέντα από αυτήν;
Προσπαθούμε συχνά να ικανοποιούμε την οικογένεια και τους φίλους μας. Ξενυχτάμε για να είμαστε τυπικοί στις υποχρεώσεις μας. Τρέχουμε να προλάβουμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Τρώμε βιαστικά. Πίνουμε καφέ στο πόδι. Και όλα αυτά γιατί;
Θα έλεγα λοιπόν στον εαυτό μου να ζει πιο πολύ, να απολαμβάνει πιο πολύ και να αγχώνεται λιγότερο.
Θα μου έλεγα πως «με αγαπάω και άλλαξα» γιατί πραγματικά άλλαξα.
Η διαφορά όμως είναι πως άλλαξα για μένα και για όσους αγαπώ.
Γιατί ήταν ο καιρός που έπρεπε να ανθίσω και εγώ σαν «Μαργαρίτα», τη δική μου Μαργαρίτα, που έφυγε νωρίς.