Η Κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετώπισε τον σχεδιασμό του Στρατηγικού Σχεδίου της χώρας για τη νέα ΚΑΠ με αφάνταστη προχειρότητα, χαρακτηριστική ελαφρότητα, επαναπαυόμενη στις επικοινωνιακές φιέστες κι όχι στην ουσία. Πολλές φορές την περασμένη χρονιά, στηλιτεύσαμε την εγκληματική αυτή τακτική της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Δυστυχώς, οι προτάσεις μας πάνω στα μείζονα ζητήματα της νέας ΚΑΠ, τα καλέσματα σε ουσιαστικό διάλογο με τους παραγωγικούς φορείς, για μια στρατηγική αντιμετώπιση των κρίσιμων θεμάτων ακόμη και για ουσιαστικό διάλογο και στο πλαίσιο της Βουλής και των διαδικασιών της, ήταν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Η δε, κυριολεκτικά στο παρά πέντε, ενημέρωση των μελών της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου από τον Υπουργό κ. Λιβανό ήταν εν πολλοίς προσχηματική, έβριθε από αοριστολογίες και γενικότητες, ενώ τα επίμαχα μεγάλα ζητήματα παρουσιάστηκαν με πολύ αδρές, γενικές γραμμές και χωρίς την αιτιολογική στρατηγική.
Συνέπεια της στάσης αυτής είναι ότι, μόλις 20 μέρες μετά τη κατάθεση του Στρατηγικού Σχεδίου, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, με αφορμή τον σχεδιασμό για τις συνδεδεμένες ενισχύσεις στη βοοτροφία, αναγκάστηκε ήδη σε υποσχέσεις για τις πρώτες αλλαγές στο Στρατηγικό Σχέδιο.
Δεν πρόλαβε όμως να στεγνώσει το μελάνι του Στρατηγικού Σχεδίου και μετά τους αγελαδοτρόφους έπονται οι ελαιοκαλλιεργητές και οι οργανώσεις τους που σε όλη τη χώρα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της πρότασης της Κυβέρνησης της ΝΔ στη βιωσιμότητα, πιθανόν και εκατοντάδων χιλιάδων μικρών ελαιοκομικών εκμεταλλεύσεων.
Γιατί δυστυχώς, ενώ σε πολλές περιοχές της χώρας μας η ελιά είναι σχεδόν μονοκαλλιέργεια, η οποία και εξασφαλίζει το μοναδικό εισόδημα των γεωργών, συμπληρώνει το εισόδημα στηρίζοντας πολλούς μικροεπαγγελματίες και επηρεάζει θετικά όλη την οικονομία των περιοχών αυτών, η Κυβέρνηση της ΝΔ αντιμετώπισε την ελαιοκομία στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου για τη Νέα ΚΑΠ χωρίς στρατηγική. Έτσι, η αναμενόμενη πολύπλευρη και δραστική μείωση των ενισχύσεων θα οδηγήσει στην περαιτέρω εγκατάλειψη της καλλιέργειας των ελαιώνων, αλλά και στην εκτεταμένη υπονόμευση τόσο του «εθνικού» αυτού προϊόντος, όσο και της αγροτικής οικονομίας και της ζωής της υπαίθρου.
Με Ερώτηση που κατέθεσε σήμερα ο Τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Σταύρος Αραχωβίτης και που συνυπογράφεται από 45 ακόμη βουλευτές και βουλεύτριες του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ζητούμε από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έστω και εκ των υστέρων, να απαντήσει στα φλέγοντα ερωτήματα για το μέλλον του εθνικού αυτού προϊόντος στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ και του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου που κατέθεσε πριν ένα μήνα.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της Ερώτησης:
Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 2022
ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Θέμα: «Επιπτώσεις στην ελαιοκομία της χώρας από την πρόταση Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για τη Νέα ΚΑΠ»
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με την πεποίθηση ότι η επιστημονική τεκμηρίωση αποτελεί τον πιο ασφαλή δρόμο για τη στρατηγική της αγροτικής πολιτικής, ανέθεσε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών την εκπόνηση μελέτης η οποία και είναι διαθέσιμη και στην κυβέρνηση της ΝΔ. Σύμφωνα με την μελέτη αυτή του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναδεικνύεται η υψηλή εξάρτηση της βιωσιμότητας των μικρομεσαίων εκμεταλλεύσεων από τις άμεσες ενισχύσεις. Ενώ λοιπόν τα δεδομένα αυτά είναι διαθέσιμα, με τη νέα χρονιά και μετά την κατάθεση από την πλευρά της κυβέρνησης του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου (ΕΣΣ) για τη νέα ΚΑΠ, έντονη ανησυχία επικρατεί στις τάξεις των ελαιοκαλλιεργητών της χώρας, καθώς οι άμεσες ενισχύσεις που προορίζονται για την ελαιοκομία εκτιμώνται κατά πολύ μειωμένες στη νέα προγραμματική περίοδο.
Υπό το φως του ΕΣΣ, ο προϋπολογισμός για τη Βασική Eνίσχυση που θα συνεχίσουν να λαμβάνουν οι παραγωγοί, ανέρχεται για όλη τηn πενταετία σε 4,39 δισ. ευρώ, δηλαδή οι ετήσιες ενισχύσεις που θα
διατηρηθούν θα είναι μειωμένες κατά τουλάχιστον το εν όγδοο (ετήσια μείωση άνω των 80 εκατ. ευρώ). Επιπλέον όμως, η σύγκλιση των δικαιωμάτων αναμένεται ότι θα οδηγήσει σε μειώσεις των άμεσων ενισχύσεων που θα επηρεάσει και την ελαιοκαλλιέργεια.
Επίσης, η λεγόμενη Αναδιανεμητική ενίσχυση, ενώ θεσπίζεται ακριβώς για εξομάλυνση των ανισοτήτων και στήριξη των μικρών εκμεταλλεύσεων, με το ελληνικό σχέδιο αποκλείει τους παραγωγούς με εκτάσεις μικρότερες των 10 στρεμμάτων. Έτσι, πέραν της οριζόντιας μείωσης της Βασικής Ενίσχυσης, επειδή η ελαιοκαλλιέργεια είναι η κατ’ εξοχήν καλλιέργεια που ο μέσος κλήρος στη χώρα μας είναι μικρός, με την πρόταση που κατέθεσε η Κυβέρνηση της ΝΔ, οι ελαιοκομικές εκμεταλλεύσεις είναι αυτές που κατά κύριο λόγο θα αποκλείονται και λόγω του ορίου των 250 ευρώ και από την Αναδιανεμητική.
Τέλος, η Πράσινη ενίσχυση που αποτελούσε ένα σημαντικό ποσό που λάμβαναν όλοι οι παραγωγοί καταργείται και τα οικολογικά σχήματα που είναι σε εθελοντική βάση δεν θα μπορέσουν να υποκαταστήσουν ικανοποιητικά τα ποσά που λάμβαναν σαν πράσινη ενίσχυση όλοι οι παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένων των ελαιοκαλλιεργητών. Για δε τις μικρές εκμεταλλεύσεις, που σε συντριπτικό βαθμό κυριαρχούν σε πολλές κατ’ εξοχήν ελαιοκομικές περιοχές της χώρας , ακόμη και αν αυτές είναι άνω των 10 στρ., οπότε οριακά λαμβάνουν αναδιανεμητική, είναι αμφίβολο το κατά πόσον η πρόσβαση στα οικολογικά σχήματα θα είναι εφικτή και οικονομικά συμφέρουσα, αφού θα συνεπάγεται επιπλέον έξοδα προκειμένου να ενταχθούν σε αυτά.
Συνεπώς, με το ΕΣΣ που κατέθεσε η Κυβέρνηση της ΝΔ, η ελαιοκαλλιέργεια θα δεχθεί πιθανόν πολύπλευρη και την μεγαλύτερη σωρευτικά μείωση όλων των Άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα Ι της νέας ΚΑΠ. Λαμβανομένου δε υπόψη του βαθμού της εξάρτησης που το εισόδημα των ελαιοκαλλιεργητών έχει διαχρονικά από τις Άμεσες ενισχύσεις του Πυλώνα Ι και που αναδείχτηκε από τη μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, με την πρότασή της η Κυβέρνηση της ΝΔ θέτει ευθέως εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα πιθανόν και εκατοντάδων χιλιάδων εκμεταλλεύσεων.
Επειδή η δραστική μείωση των ενισχύσεων, η αύξηση του κόστους παραγωγής , η έλλειψη εργατικών χεριών λόγω της ιδεολογίας της κυβέρνησης της ΝΔ καθώς και η μείωση παραγωγής λόγω κλιματικής αλλαγής οδήγησαν ήδη αρκετούς ελαιώνες σε εγκατάλειψη ή σε ασυγκόμιστη ελαιοπαραγωγή, με ανάλογη απώλεια οικονομικού εισοδήματος και σημαντικής απασχόλησης στην ενδοχώρα καθώς και οδυνηρές συνέπειες για το περιβάλλον, το κλίμα και την διάβρωση του εδάφους.
Επειδή σε πολλές περιοχές της χώρας μας η ελιά είναι σχεδόν μονοκαλλιέργεια η οποία και εξασφαλίζει το μοναδικό εισόδημα των γεωργών, συμπληρώνει το εισόδημα στηρίζοντας πολλούς μικροεπαγγελματίες και επηρεάζει θετικά όλη την οικονομία των περιοχών αυτών,
Επειδή το υψηλό καλλιεργητικό κόστος σε συνδυασμό με τις καθηλωμένες τιμές ελαιολάδου τα προηγούμενα χρόνια συνετέλεσαν ήδη σε πολλές περιοχές, στην εγκατάλειψη της καλλιέργειας της ελιάς με τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος,
Επειδή με την πρότασή της η Κυβέρνηση της ΝΔ θέτει ευθέως εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα πιθανόν και εκατοντάδων χιλιάδων εκμεταλλεύσεων, οδηγεί στην περαιτέρω εγκατάλειψη της καλλιέργειας των ελαιώνων αλλά και στην εκτεταμένη υπονόμευση του «εθνικού» αυτού προϊόντος της αγροτικής οικονομίας και της ζωής της υπαίθρου,
Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:
Ποια είναι η στρατηγική της κυβέρνησης για αυτό το “εθνικό προϊόν”;
Ποιοι είναι οι πόροι ανά κατηγορία των Άμεσων ενισχύσεων που εκτιμάται ότι θα κατευθυνθούν προς τις ελαιοκομικές εκμεταλλεύσεις με τη νέα ΚΑΠ;
Ποια είναι η γεωγραφική κατανομή ανά περιφέρεια αυτών των ενισχύσεων;
Υπάρχει μείωση και σε ποιο ποσοστό των ενισχύσεων που θα παραμείνουν προς διάθεση στην ελαιοκαλλιέργεια σε σχέση με την υφιστάμενη ΚΑΠ;
Ποιος είναι ο αριθμός των ελαιοκομικών εκμεταλλεύσεων που δεν θα λάβουν αναδιανεμητική ενίσχυση και εάν έχουν εκτιμηθεί οι επιπτώσεις στην οικονομική βιωσιμότητα αυτών των εκμεταλλεύσεων;
Σε ποια από τα οικολογικά σχήματα εκτιμάται ότι θα υπάρξει η δυνατότητα πρόσβασης των ελαιοκαλλιεργητών και ποιοι είναι οι πόροι που έχουν προβλεφθεί σε αυτά, ούτως ώστε να υπάρξει υποκατάσταση μέρους των ποσών που ελάμβαναν από το πρασίνισμα και ποιο είναι το ποσοστό υποκατάστασης που εκτιμάται ότι θα υπάρξει;
Προτίθεται να επανεξετάσει ή θα διατηρήσει ως έχουν τις αγορανομικές περιφέρειες της τρέχουσας Προγραμματικής Περιόδου;
Σκοπεύει και με ποιον τρόπο η κυβέρνηση να αναπληρώσει αυτές τις τυχόν απώλειες;
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Αραχωβίτης Σταύρος
Αλεξιάδης Τρύφων
Αναγνωστοπούλου Αθανασία (Σία)
Βαρδάκης Σωκράτης
Βαρεμένος Γιώργος
Bέττα Καλλιόπη
Γιαννούλης Χρήστος
Γκαρά Αναστασία (Νατάσα)
Γκιόλας Ιωάννης
Ηγουμενίδης Νικόλαος
Θραψανιώτης Μανόλης
Καλαματιανός Διονύσης
Κασιμάτη Νίνα
Κάτσης Μάριος
Καφαντάρη Χαρά
Κόκκαλης Βασίλειος
Μάλαμα Κυριακή
Μαμουλάκης Χαράλαμπος (Χάρης)
Μάρκου Κωνσταντίνος
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μηχαηλίδης Ανδρέας
Μουζάλας Ιωάννης
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Μπουρνούς Ιωάννης
Μωραΐτης Αθανάσιος (Θάνος)
Ξενογιαννακοπούλου Μαριλίζα
Παπαηλιού Γεώργιος
Παπανάτσιου Αικατερίνη
Πέρκα Θεοπίστη (Πέτη)
Πολάκης Παύλος
Πούλου Παναγιού (Γιώτα)
Ραγκούσης Ιωάννης
Σαντορινιός Νεκτάριος
Σαρακιώτης Ιωάννης
Σκουρολιάκος Παναγιώτης (Πάνος)
Σκούφα Μπέττυ
Συρμαλένιος Νικόλαος
Τελιγιορίδου Ολυμπία
Τζούφη Μερόπη
Τριανταφυλλίδης Αλέξανδρος
Φάμελλος Σωκράτης
Φίλης Νικόλαος
Χαρίτου Δημήτριος (Τάκης)
Χατζηγιαννάκης Μιλτιάδης
Χρηστίδου Ραλλία