Εν μέσω θυελλώδους διαδικασίας, υπερψηφίστηκε πριν από λίγο από την Ολομέλεια της Βουλής η συμφωνία των Πρεσπών. Ο χρόνος έκφρασης της όποιας διαφωνίας από τα κοινοβουλευτικά κόμματα παρήλθε, ενώ παράλληλα δηλώνουν πως εξάντλησαν κάθε διαθέσιμο κοινοβουλευτικό εργαλείο, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μπλόκο της συμφωνίας.
Υπενθυμίζεται πως κατά την έναρξη της συζήτησης στην Ολομέλεια της Βουλής η Προεδρεύουσα δέχτηκε σωρεία κρίσιμων επιχειρημάτων από τους εκπροσώπους των κομμάτων οι οποίοι αντίλεξαν τόσο επί της ουσίας του ζητήματος, όσο και επί της διαδικασίας. Κάποιοι εξ’αυτών, μάλιστα, επικαλέστηκαν το άρθρο 100 του Κανονισμού της Βουλής, το οποίο προβλέπει πως κατά την ψήφιση ενός νόμου ο Πρόεδρος της Boυλής και κάθε Boυλευτής ή μέλoς της Kυβέρνησης μπoρεί να ζητήσει, στo στάδιο της καταρχήν συζήτησης, να απoφανθεί η Boυλή αναφoρικά με συγκεκριμένες αντιρρήσεις πoυ προβάλλει για τη συνταγματικότητα νομοσχεδίoυ ή πρότασης νόμoυ.
Η στιγμή μάλιστα χαρακτηρίστηκε ιδανική, καθώς για την ψήφιση της πρότασης αντισυνταγματικότητας (άρα και απόρριψης της συμφωνίας) απαιτούνταν η ψήφος μόνο των παρόντων Βουλευτών, με τα έδρανα της πλειοψηφίας να παρουσιάζουν εκείνη την ώρα μειοψηφική εικόνα.
Και ενώ σύσσωμο το μέτωπο των διαφωνούντων (με τη συμφωνία) επεδίωκε το ίδιο αποτέλεσμα ( ως προς το ότι πρέπει, δηλαδή, να ακυρωθεί η συμφωνία) έδειξαν εμφανώς την αδυναμία τους να συνεργαστούν για τον κοινό σκοπό.
Πρόκειται για έλλειψη σαφούς Εθνικής θέσης – βλέπε συμφωνία Βουκουρεστίου και σύσκεψη πολιτικών αρχηγών έτους 1992 υπό τον ΠτΔ – ή απλώς για έλλειψη εθνικής συνοχής?
Αυτό είναι το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε, πρωτίστως, όσοι παρακολουθήσαμε με ενδιαφέρον τη διαδικασία κύρωσης στη Βουλή.
Η συμφωνία των Πρεσπών φέρει πλέον την υπογραφή του Προέδρου της Ελληνικής Βουλής και θα αποσταλεί τάχιστα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κο Παυλόπουλο, για την τελευταία αναγκαία από τον νόμο υπογραφή. Το μόνο βέβαιο είναι πως κατά την παραλαβή των προς υπογραφή εγγράφων, ο ΠτΔ θα διαπιστώσει -μεταξύ άλλων- πως λείπει η υπογραφή του ομολόγου του, κου Ιβάνοφ, και αυτό γιατί όπως ο ίδιος (ο κος Ιβάνοφ) ισχυρίζεται εδώ και μήνες, δε νομιμοποιείται να το πράξει, επικαλούμενος τα άρθρα 118 &119 του συντάγματος της γείτονος χώρας. Ειδικότερα το άρθρο 119 αναφέρει πως :«Διεθνείς συμφωνίες συνάπτονται στο όνομα της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Διεθνείς συμφωνίες μπορούν επίσης να συνάπτονται από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όταν αυτό καθορίζεται από το νόμο».
Γίνεται επίσης λόγος και για νομικό προηγούμενο έτους 2002, όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο της Χώρας ακύρωσε τη διεθνή συμφωνία με την Ελλάδα σχετικά με τον πετρελαιαγωγό ΟΚΤΑ, καθώς όπως αποφάνθηκαν, οι συνταγματικοί δικαστές, η συμφωνία η οποία υπεγράφη το 1999 μεταξύ των κυβερνήσεων της πΓΔΜ και της Ελλάδας, ήταν αντισυνταγματική.
Μάλιστα, μόλις προ ολίγων ημερών έγινε γνωστό πως προσέφυγε στο Συνταγματικό δικαστήριο της πΓΔΜ (σ.σ πΓΔΜ έως ότου λάβει την τελική υπογραφή του πρόεδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας ) πολίτης που ζητά την ακύρωση της συμφωνίας, ενώ ομοίως προανήγγειλε πως θα πράξει και ο καθηγητής Ντιμίταρ Apasiev ο οποίος είναι και μέλος της ηγεσίας του κόμματος Αριστερά.
Ώρα, λοιπόν, για βέτο ή ένα κακόγουστο αστείο?
Μέχρι πρόσφατα είχαν φουντώσει τα δημοσιεύματα που ζητούσαν από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας, κο Παυλόπουλο, να πάρει θέση, ενώ δεν εξέλειπαν και οι φωνές που μιλούσαν για ενδεχόμενη παραίτησή του, ώστε να μπλοκαριστεί (?) η συμφωνία και να μην επικυρωθεί από τη Βουλή. Βέβαια οι συγκεκριμένες φωνές ίσως να αγνοούσαν τι ορίζει το Σύνταγμα στο υποθετικό αυτό σενάριο, καθώς συμφώνα με το άρθρο 34 αυτού περί αναπλήρωσης του Πρόεδρου της Δημοκρατίας όταν αυτός παραιτηθεί ή κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του, τη θέση του καταλαμβάνει ο Πρόεδρος της Βουλής, κος Βούτσης. Με την πάροδο 30 ημερών από τη στιγμή που ο Πρόεδρος σταματήσει να ασκεί τα καθήκοντά του συγκαλείται η Βουλή για να αποφασίσει εάν συντρέχει λόγος για εκλογή νέου Πρόεδρου. Ενώ με βάση τα οριζόμενα στο Σύνταγμα η διαδικασία αναπλήρωσης του ΠτΔ δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 6 συνολικά μήνες. Διευκρινίζεται πως η Βουλή όλο αυτό το διάστημα παραμένει ανοιχτή και εκτελεί τα καθήκοντά της κανονικά.
Το σημαντικό, ωστόσο, είναι πως ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα κατά την έκδοση και δημοσίευση νόμου να αναπέμψει ψηφισθέν νομοσχέδιο επειδή το έκρινε αντισυνταγματικό ( βλ. αρ. 42 του Συντάγματος: «…ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη βουλή νομοσχέδιο… εκθέτοντας και τους λόγους αναπομπής»).
Έτσι λοιπόν αν και με βάση το Σύνταγμα της χώρας οι αρμοδιότητες του ΠτΔ είναι εξαιρετικά περιορισμένες μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, δίνεται η δυνατότητα να αναπέμψει ένα ψηφισθέν θέμα της Βουλής. Η αναπομπή από τον ΠτΔ συνιστά ένα είδος αρνησικυρίας (βέτο) και είναι ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο έχει στην κατοχή του. Σαφώς και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως το βέτο είναι ανακλητικό, γιατί οδηγεί σε καθυστέρηση έκδοσης και δημοσίευσης του νόμου και άρα καθυστέρηση έναρξης της ισχύος αυτού, όμως σε κάθε περίπτωση γυρνά ξανά η κλεψύδρα του χρόνου αναζήτησης της πολυπόθητης Εθνικής συνοχής. Σημειώνεται ακόμη, πως δύναται το ασκούμενο βέτο του ΠτΔ να μετατραπεί εκ του αποτελέσματος σε οριστικό σε περίπτωση που επανέλθει στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο χωρίς να συγκεντρώσει, ωστόσο, την απαιτούμενη πλειοψηφία.
Τέλος, δεν πρέπει να αγνοούμε πως ο κος Παυλόπουλος εκτός από ΠτΔ είναι και ο ίδιος ένας έμπειρος ακαδημαϊκός που θα μπορέσει να διακρίνει νομικά εάν η Συμφωνία των Πρεσπών είναι άκυρη και ανυπόστατη και εάν ουσιαστικά και διαδικαστικά παραβιάζει το Σύνταγμα της Ελλάδας, των Σκοπίων και το Διεθνές Δίκαιο.
* Αθηνά Αντωνιάδου κοινωνιολόγος