Στ΄Αγιαννιού του Κούρου, της κυρίας Μάρως Γεώργα

Ο Κούρος

Μου άρεσε ν’ ακούω τον Πατέρα μου να μας μιλάει για τον κούρο των γιδοπροβάτων. Μας έλεγε ότι την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου οι τσοπάνηδες άρχιζαν να κουρεύουν τα αρνοκάτσικά τους.

Μετά τη λειτουργία –μας έλεγε- πήγαιναν στο μαντρί και κούρευαν ένα αρνί και ένα κατσίκι σχηματίζοντας με το ψαλίδι ένα σταυρό στο ζωντανό. Την άλλη μέρα άρχιζε ο κούρος.

Για αυτό αυτή τη γιορτή του Αγίου τη λέμε τ’ Αγιαννού του Κούρου.

Μια χρονιά παρακάλεσα τον Πατέρα μου και με πήρε μαζί του στο μαντρί του μπάρμπα-Χαραλάμπου του Λέφα (Λιάκου) στους Λογγούς. Ήμουν πολύ χαρούμενη που θα έβλεπα από κοντά τον Κούρο.

Ώσπου μα φτάσουμε στο μαντρί, ο πατέρας μου, μου μιλούσε για τη ζωή των τσοπαναραίων. «Οι τσοπάνηδες –μου έλεγε το χειμώνα πηγαίνουν στα χειμαδιά. Το χιόνι και ο πάγος καίνε τα χορτάρια και δεν βρίσκουν τα ζωντανά να φάνε. Φορτώνουν τα τσόλια τους στα μουλάρια και γαϊδούρια, βάζουνε και τα παιδιά πανογνώμη και πισωκάπουλα και μπροστά το κοπάδι πίσω τα ζα με τους ανθρώπους πηγαίνουν για τα χειμαδιά. Ατελείωτες ώρες περπατάγανε. Δέκα δώδεκα ώρες και παραπάνω.

Κατάκοποι άνθρωποι και ζωντανά φτάσανε στο χειμερινό τους καλύβι. Βάζανε τα ζωντανά στο μαντρί και δίπλα είχανε μια καλύβα στρώνανε το σάισμα κάτω και κοιμόντουσαν.

Ξεχειμωνιάζουν στους κάμπους και την Άνοιξη ανεβαίνουν πάλι στα βουνά. Εκεί σίγουν οι στάνες με τους τσοπάνηδες και μοιράζονται το παξιμάδι με το τυρί και τις ελιές τα βάσανα τις χαρές και τους καημούς τους. Μου ‘λεγε για το πόσο σκληρή είναι η ζωή των τσοπαναραίων. Με ζέστη με κρύο, είναι κοντά στο κοπάδι τους. Γι’ αυτό λέμε:

«Γλυκό το γάλα το τυρί πικρό το γιδοβόσκι». Φτάσαμε στο μαντρί του Μπάρμπα-Χαράλαμπου. Η θεία Αντωνία (η γυναίκα του) μας υποδέχτηκε με χαρά. Τ’ αγόρια και τα κορίτσια τους είχαν βγάλει τη στάνη για νυχτοβόσκι και εκείνη την ώρα τα πισωφέρνανε να τα βάλουν στη στρούγκα. Σε λίγο θ’ άρχιζε ο κούρος.

Είχαν έρθει κι άλλοι «κουρεντές». Βγάλανε τα ψαλίδια τους τα «γύφτικα» που είναι φτιαγμένα από ειδικούς σιδεράδες.

Τα τρόχισαν με το ακόνι για να κόβουν καλά.

Μπήκαμε όλοι μέσα στο μαντρί. Καθίσαμε γύρω στο σοφρά.

Η θεία Αντωνία έβραζε στη φωτιά μια κατσαρόλα γεμάτη γάλα. Στη μέση του σοφρά ήταν μια χωματένια τσανάκα. Πήρε το βραστό γάλα και το ‘ριξε μέσα στη τσανάκα (σουπιέρα). Έκοψε φέτες από σταρένιο ψωμί και το ‘ριξε μέσα στο γάλα. Έφερε φρέσκο βούτυρο που μοσχομύριζε, κεφαλοτύρι και φέτα.

Όλοι ευχήθηκαν –ήταν πέντ’ -έξι νοματαίοι – στους νοικοκυραίους για καλή σοδειά και υγεία.

Τελείωσαν και κρατώντας τα ψαλίδια τους μπήκαν μέσα στη στρούγκα. Όλοι πήραν από μια γίδα. Άκουγα που τις φωνάζανε:

«Πάρε εσύ τη Λιάρα. Εσύ τη Γκόρμπα, τη Γκιόσα, τη Σιούτα, τη Καλομοβίζα, τη Μπούτσικα, την Πισωκέρα, την Τραγοκέρα, την Κοτσιαύτα και άλλα ονόματα που δε θυμάμαι.

Παραβγαίνανε ποιος θα τελειώσει πιο γρήγορα προσέχοντας όμως να μη τραυματίσουν το ζωντανό.

Πείραζε ο ένας τον άλλον. «Πως την έκανες την κακομοίρα τη Νάρα, όλο ψαλιδιές. Δεν πρόκειται να του την κλέψουν. Θα τη βρει όπου κι αν τη πάνε. Θα σε βάλουμε κομμωτή στις γυναίκες».

Έκανε ζέστη. Ιδρώνανε. Σκούπιζαν τα πρόσωπά τους με το μανίκι τους, όμως δε σταματούσαν. Έπρεπε να τελειώσουν τα γίδια αυτή τη μέρα, την άλλη θα είχαν τα πρόβατα. Ο ένας κράταγε το γίδι κι ο άλλος κούρευε. Άλλοτε το έβαζε ανάμεσα στα πόδια του άλλοτε το ‘ριχνε κάτω για να το κουρέψει ο άλλος. Πολύ δύσκολη δουλειά και κουραστική μου φάνηκε. Αυτοί όμως γελάγανε και πειράζανε ο ένας τον άλλον.

Δεν πίναν κρασί για να μη κόψουν κανά αυτί –όπως έλεγαν- μόνο νερό.

«Μάρω φέρε νερό», φώναζαν κι εγώ πήγαινα με τη Βαρέλα, πότε στον έναν –πότε στον άλλον. Φοβόμουνα και λίγο μη και με σιδιπλώσουν τα γίδια. Ήταν τόσο φοβισμένα. Κούρευαν μέχρι το απόγευμα.

Πρωί-πρωί ο μπάρμπα-Χαράλαμπος είχε σφάξει ένα κατσίκι για να το φάνε μετά τον κούρο.

Η θεία Αντωνία είχε βάλει επάνω στη σιδερώστρα ένα μεγάλο τέντζερη και μέσα έβρασε το κατσίκι κομμένο σε μεγάλες μερίδες. Το ‘φτιαξε κοκκινιστό.

Δε θα ξεχάσω αυτή τη μυρωδιά καθώς έβγαζε το κρέας.

Έφτιαξε και μακαρονάδα με μπόλικη μυτζήθρα. Την έκαψε και με βούτυρο. Ο κούρος τελείωσε για σήμερα.

Οι κουρευτάδες κατέβηκαν στο ρέμα και πλύθηκαν.

Ήρθαν και κάθισαν γύρω από το σοφρά. Κάθισαν και τα αγόρια μαζί με τους άντρες.

Η θεία Αντωνία έβαλε στη μέση το σοφρά ένα ταψί με τα μακαρόνια και το κρέας κατακόκκινο από τη σάλτσα.

Τα πιρούνια ήταν μπροστά τους. «Άντε αρχίστε», τους λέει.

Έβαλε τη γεμάτη κρασί τσότρα στην άκρη του σοφρά

Ευχηθήκανε πάλι τους νοικοκυραίους και ριχτήκανε στο φαΐ.

Εγώ με τη θεία Αντωνία και τα κορίτσια καθίσαμε πιο πέρα στο κρεβάτι κρατώντας τα πιάτα στα γόνατά μας. Τι νοστιμιά ήταν αυτή!

Ποτέ δεν έφτιαξα, ποτέ δεν έφαγα τέτοια μακαρονάδα!

Η τσιότρα γύριζε γύρω-γύρω. Σκούπιζαν με το χέρι το στόμα τους και πίνανε. Ώσπου το κρασί έκανε τη δουλειά του. Ξέχασαν την κούραση και το ρίξανε στο τραγούδι. Είπανε κλέφτικα είπαν της τάβλας «Καλοτύχανε τα βουνά καλότυχοι κι οι κάμποι που χάρο δεν ακαρτερούν μόνο περιμένουν άνοιξη το όμορφο καλοκαίρι να βγουν οι βλάχοι στα βουνά να βγουν κι οι βλαχοπούλες».

Ο ήλιος εβασίλεψε. Σε λίγο θα ‘πεφτε υο σκοτάδι. Είχαμε δρόμο να κάνουμε. Τι τους ένοιαζε όμως; Σάμπως δεν ξέρανε το δρόμο; Εκατοντάδες φορές τον είχαν περπατήσει μέρα και νύχτα.

Τους χαιρετίσαμε και πήραμε το δρόμο για το χωριό, την άλλη μέρα θα πήγαιναν ξανά για να κουρέψουν τα πρόβατα.

Τα παιδιά του μπάρμπα-Χαράλαμπου πήγαν στη στρούγκα και βγάλανε το κοπάδι έξω. Τα πρόγκιξαν κι αυτά ξεχύθηκαν στην πλαγιά.

«Πού τα πάνε τώρα το βράδυ;», ρώτησα τον πατέρα μου. «Τα πάνε για νυχτοβόσκι –μου λέει- θα μείνουν μερικές ώρες και θα τα φέρουν πίσω».

Στο δρόμο ο πατέρας μου παρ’ όλη τη κούραση του μου μίλησε για το τράγινο και αρνίσιο μαλλί.

Με το τράγινο μαλλί –μου είπε- αφού το ξάνουν το γνέσουν και γίνει κλωστή, υφαίνουν σαΐσματα, ταγάρια και καπότες σαμαροσκούτια.

Τα σαΐσματα τα στρώνουν κάτω στα κρεβάτια και είναι πολύ ζεστά. Υφαίνουν και κομμάτια που τα στρώνουμε κάτω στα σπίτια.

Οι καπότες ή κατσούλες, τις φοράνε οι τσοπάνηδες για να μη κρυώνουν και να μη μουσκεύουν όταν βρέχει. Το νερό γλιστράει και πέφτει. Δεν περνάει μέσα το νερό. Κι έτσι ο άνθρωπος που τη φοράει είναι στεγνός. Το αρνίσιο μαλλί το ζεματάμε σε καυτό νερό και μετά το πλένουμε πολλές φορές με καθαρό νερό. Γι’ αυτό οι γυναίκες το πάνε στο ποτάμι για να πλυθεί καλά.

Αφού στεγνώσει (τ’ απλώνουν επάνω σε κλαδιά) τα περνάνε από τα λινάρια και μετά από τις ξάστρες. Το φτιάχνουν τουλούπες το περνάνε στη ρόκα το γνέθουν κλωστή και το περνάνε στο αδράχτι.

Μ’ αυτή τη κλωστή υφαίνουν βελέτζες, αντρωμίδθα, επίσης πλέκουν ζακέτες σώβρακα μισοφόρια τσουράπια και άλλα.

Τις βελέντζες τις πάνε στη νεροτρουβή και γίνονται αφράτες και μαλακές. Έτσι οι μανάδες και οι κόρες ετοιμάζουν την προίκα τους. Αυτά μου έλεγε ο πατέρας μου. Αλλά και η μάνα μου και οι γιαγιάδες.

Και πόσο δε μας έλεγαν. Και πόσα δε ζήσαμε κι εμείς μαζί τους.

Είμαστε όμως οι τελευταίοι.

Τα παιδιά μας δε γνωρίζουν τίποτα απ’ αυτά που ζήσαμε εμείς. Νομίζω όμως ότι έχουμε υποχρέωση εμείς οι μεγάλοι, οι γονείς, οι παππούδες να τους μιλάμε για τη ζωή των γονέων μας, των παππούδων μας για την τόσο σκληρή την αγνή ζωή.

Ας φυλάξουμε τη παράδοσή μας, την αγέραστη ρίζα του λαού μας.

Ας μην την αφήσουμε να χαθεί.

Ας την φυλάξουμε με τη μνήμη μας.

Στ’ Αγιαννιού του Κούρου

Στις Οκτώ του Μάη γιορτάζουνε τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Ο Άγιος Ιωάννης υπήρξε μαθητής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου κι αργότερα έγινε μαθητής του Χριστού. Ο πιο αγαπημένος του έγραψε το Δ’ κατά σειρά Ευαγγέλιο, τρεις επιστολές και την Αποκάλυψη. Κοιμήθηκε γύρω στο 105 σε ηλικία 100 ετών.

Στην κορυφή του Πάρνωνα στα 1500 μέτρα υψόμετρο, βρίσκεται ένα μικρό ταπεινό εκκλησάκι, αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.

Σαν φύλακας φαντάζει από τις γύρω βουνοκορφές το ερμητικό εκκλησάκι. Σαν πέπλο προστασίας απλώνει την ευλογία του στο πανέμορφο βουνό του Πάρνωνα.

Γυρίζω πίσω. Με πόση χαρά θυμάμαι την γιορτή του Αγιαννιού.

Όλο το χωριό μικροί, μεγάλοι, με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια φορτωμένα με τα καλούδια που ετοίμαζαν οι μανάδες μας και τα παιδιά δυο- δυο επάνω σ’ αυτά, ξεκινούσαμε για τον Άγιο.

Μια πολύχρωμη πομπή προχωρούσε στο δρόμο. Μια κουδουνίστηκη μουσική από τα κουδούνια των μουλαριών συνόδευε τους οδοιπόρους.

Ο παπάς με τον νεωκόρο είχε προηγηθεί να ετοιμάσει την λειτουργία.

Οι ψήστες είχαν πάει από το βράδυ να ετοιμάσουν τους λάκκους για την φωτιά, να περάσουν τα σφαχτά στην ελατένια σούβλα και πρωί- πρωί να τα βάλουν στη φωτιά. Έπρεπε όταν τελειώσει η λειτουργία να είναι έτοιμα.

Οι κεντητές κουλούρες πασαλειμμένες με μέλι και στολισμένες με λουλούδια, περίμεναν τους τυχερούς των λαχνών.

Τα κατσικάκια και τ’ αρνάκια αφιερώματα των τσοπάνηδων στον Άγιο, ήταν δεμένα στα δέντρα και ανήσυχα κοιτούσαν τους ανθρώπους.

Την ημέρα τ’ Αγιαννιού σμίγαν οι τσοπάνηδες όλης αυτής της περιοχής και των γύρω χεριών και την άλλη μέρα άρχιζαν τον κούρο της στάνης. Όταν τελείωνε η λειτουργία όλοι κατέβαιναν στην Αρνόμουζγα, όπου τους περίμεναν τα ψητά και το κρυστάλλινο νερό της πηγής. Το «τραπέζι» ήταν στρωμένο μ’ ελατόκλαρες. Τα σακούλια αδειάζανε και μοιραζόντουσαν τα καλούδια των νοικοκυρών.

Μετά το φαγητό άρχιζε το τραγούδι. Πρώτα τα κλέφτικα, της τάβλας, τα βραστά και μετά τα συρτά τα καλαματιανά, τα τσάμικα και ο χορός φούντωνε.

Τι όμορφα που ήταν!

Τα πρόσωπα όλα ήταν χαρούμενα.

Όλες οι έννοιες με την βοήθεια του κρασιού παραμερίζονταν και τη θέση τους έπαιρνε η ξενοιασιά, η χαρά και το κέφι. Όταν τελείωνε το γλέντι στην Αρνόμουζγα συνεχιζόταν στο χοροστάσι, μέχρι που αποκαμωμένοι παίρναν το δρόμο του γυρισμού. Τώρα όμως τα χωριά μας ερήμωσαν.

Οι λίγοι γέροντες που μένουν στο χωριό, αδυνατούν ν’ ανέβουν στο βουνό στις οκτώ του Μάη Κρυώνουν.

Γι’ αυτό ο παπά- Γιώργης Μπλάθρας, ο ιερέας που έρχεται από τη Σπάρτη και λειτουργεί, Αυτός ο αξιοσέβαστος ποιμένας, Αυτός με την αγνή όμορφη ψυχή, Αυτή η λεβέντικη παρουσία που ο Θεός μας χάρισε, σκέφτηκε ότι εκτός από τις οκτώ Μαΐου που είναι η μνήμη του Αγίου, να γίνεται και μια λειτουργία στο εκκλησάκι του Αγίου την Κυριακή μετά το δεκαπενταύγουστο. Το σκέφτηκε και το ανακοίνωσε στο εκκλησίασμα όπου με χαρά το δέχτηκαν όλοι. Είναι τώρα ο τέταρτος χρόνος που γίνεται το πανηγύρι του Αγίου τον Αύγουστο.

Κάθε χρόνο όλο και περισσότερος κόσμος μαζεύεται. Έρχονται και από τα γύρω χωριά.

Έτσι και φέτος.

Είχα την ευκαιρία να πάω κι εγώ αυτή τη χρονιά κι ομολογώ ότι ένιωσα μεγάλη συγκίνηση.

Ο παπά- Γιώργης με την επιβλητική γιγάντια παρουσία του, γέμισε το μικρό εκκλησάκι. Ο κόσμος σκόρπιος στον περίγυρο της εκκλησίας άκουγε την ψαλμωδία αφήνοντας την ματιά του να πλανιέται στις γύρω βουνοκορφές τις πανέμορφες.

Στο βάθος ο γέρο- Ταΰγετος μας έγνεφε χαμογελώντας φορώντας την ολόλευκη φορεσιά του στις κορυφές του.

Τι όμορφα! Τι ησυχία!

Το θρόισμα των δέντρων συνόδευε την ψαλμωδία.

Τελείωσε η λειτουργία.

Ο πάπα- Γιώργης μας μίλησε για τον Άγιο, μας «ξενάγησε» σ’ όλες τις βουνοκορφές του Βουνού, μας μίλησε για τον Κούρο, για την συνάντηση των τσοπάνηδων.

Τελειώνοντας ο παπά- Γιώργης μας είπε ότι: «Όλοι τώρα θα πάμε στο καταφύγιο. Εκεί τα παιδιά της «Νέας Ζωής» μας περίμεναν με τα σουβλισμένα αρνιά να συμψωμίσουμε όλοι μαζί και να χαρούμε την ημέρα. Παρακαλώ όλοι μαζί ντόπιοι και ξένοι. Υπάρχει φαγητό

για όλους». Έτσι κι έγινε. Τα ψημένα αρνιά μας περίμεναν. Παρέες- παρέες σκορπίστηκαν γύρω από το καταφύγιο, κάτω από τα πανύψηλα έλατα, έβγαλαν και τα δικά τους «κουμάντα» και με το ζεστό καλοψημένο κοψίδι που μοιράζανε στις παρέες τα παιδιά της «Νέας Ζωής» γίναμε όλοι μια τεράστια παρέα.

Τις κουβέντες μας τις σταμάτησε το κλέφτικο τραγούδι που άρχισε ο παπά- Γιώργης με την υπέροχη φωνή του. Και μετά κι άλλο κι άλλο.

Το χορό τον άνοιξε ο παπά μας.

Πόσο λεβέντικα χόρεψε! Τον καμαρώναμε και είμαι βέβαιη ότι όλοι μας μυστικά ευχαριστούσαμε το Θεό που τον έστειλε κοντά μας. Δεν είναι μόνο ο θαυμάσιος λειτουργός. Είναι ενωτικός, είναι παραδειγματικός, είναι παραδοσιακός.

Τραγουδήσαμε, χορέψαμε, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε μ’ αυτούς που είχαμε χρόνια ν’ ανταμώσουμε, που όταν χωρίσαμε τα πρόσωπα μας ήταν ολόδροσα και τώρα γεμάτα ρυτίδες αλλά με γεμάτη την ψυχή μας από όμορφες θύμισες που ήρθαν στο νου μας. Μετά από το θείο προσκύνημα αποχαιρετιστήκαμε και γυρίσαμε στα σπίτια μας. Να είσαι καλά παπά- Γιώργη που ξαναζωντάνεψες με τον δικό σου τρόπο το πανηγύρι τ’ Αγιαννιού του Κούρου.

Σ’ ευχαριστούμε.

Ο Θεός να σ’ ευλογεί.

Μάρω Χούπη- Γεώργα

Μαρούσι 30 Αυγούστου 2007