Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού και του υπουργού Παιδείας για την Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση και το νομοσχέδιο που δόθηκε στη διαβούλευση, αποτελούν πιστή εκτέλεση των προτάσεων της επιτροπής Πισσαρίδη. Ο Νόμπελ ξανάζει την χρήση της πυρίτιδας στα θεμέλια της Δημόσιας Τεχνικής Επαγγελματικής εκπαίδευσης. Βήμα βήμα στην υπαγωγή της στις ανάγκες της τοπικής αγοράς και των επιχειρήσεων. Η κερδοφορία τους πάνω από όλα.
Στην 5η βιομηχανική επανάσταση, την εποχή της ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης ,θα ζήσουμε εικόνες από το μακρινό παρελθόν. Τα «ραχιτικά παιδιά» της πρώιμης βιομηχανικής επανάστασης στην ανερχόμενη οικονομική Αγγλική αυτοκρατορία. Αυτό το μοντέλο χάραξε η ΝΔ με το νόμο 4763 του 2020 για την ΕΕΚ, και το τωρινό νομοσχέδιο.
Οι αλλαγές που πέρασαν με την ίδρυση των πρότυπων ΕΠΑΛ, που έγιναν με το νόμο αυτό, βαθαίνουν και επεκτείνονται σε όλα τα ΕΠΑΛ. Ευελιξία στις ειδικότητες που παρέχουν αλλά και στα προγράμματα σπουδών με παρέμβαση σε αυτά από την τοπική αγορά, αντικατάσταση σχολικού προγράμματος από απλήρωτη μαθητεία ανηλίκων, η επιχείρηση θα αναλαμβάνει να τους διδάξει την «υποταγή» στον εργοδότη, ότι τα εργατικά δικαιώματα είναι κουραφέξαλα, το κοίτα την «πάρτι σου» και μην ανακατεύεσαι με σωματεία και άλλα τινά. Για όλα τα κακά της κοινωνίας φταίει ο συνδικαλισμός!!
Συνεχίζεται η επιμονή του Υπουργείου Παιδείας στις Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης, δομές πρόωρης κατάρτισης και ανήλικης μαθητείας μετά το γυμνάσιο, που όμως δεν επιβεβαιώθηκε η αναγκαιότητα η ύπαρξή τους τα 4 χρόνια ύπαρξης της σχετικής νομοθεσίας.
Δίχως λοιπόν εκπαιδευτικό όραμα, χωρίς κοινωνικό αποτύπωμα, οι αλλαγές που προτείνονται από το νομοσχέδιο. Αλλαγές που όμως τορπιλίζουν και την εργασιακή ασφάλεια των εκπαιδευτικών, αλλά και των μαθητών. Ένα νομοσχέδιο που δεν λαμβάνει υπόψη τις γενικότερες ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και ευρύτερα της κοινωνίας. Η αναγκαία σύνδεση της εκπαίδευσης με την κοινωνία και την εργασία μετατρέπεται σε υποταγή της εκπαίδευσης στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες των επιχειρήσεων με σκοπό τα άμεσα και βραχυπρόθεσμα οφέλη, χωρίς σύνδεση με μια μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική για τις αναγκαιες του λαού και της χώρας μας.
Στην πρόσφατη (Σεπ 2023) δημοσίευση της ετήσιας έρευνας του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στον κόσμο (Education at a glance 2023), αναφέρεται ότι υπάρχει “μη ζήτηση” επιμορφωμένων εργαζομένων στην Ελλάδα.
Αυτό λοιπόν οδηγεί σε αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση. Για ποιο λόγο; Γιατί όπως γράφει η Καθημερινή (Λακασάς), υπάρχει αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης, ενώ όλοι οι νέοι προσβλέπουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι βασικές παραδοχές που θεωρούνται ευρύτατα αποδεκτές και σε αυτές βασίστηκε ο σχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής για την επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, απλά δεν ισχύουν.
Ας ξεκινήσουμε από τη βασική παραδοχή: Παρατηρούνται μεγάλα ποσοστά ανεργίας στους αποφοίτους τριτοβάθμιας επειδή “Είναι μεγάλο το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης – όλοι θέλουν να γίνουν επιστήμονες”
Είναι ψέμα. Το ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι 35% ενώ ο ΜΟ στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 40%. Σημειώνεται δε ότι η ΕΕ έχει θέσει ως αναπτυξιακό στόχο την αύξηση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2030 στο 50% του πληθυσμού.
Προφανώς, εφόσον υπολειπόμαστε, ως προς το ποσοστό αποφοίτων, θα έπρεπε να τρέχουμε με γρηγορότερους ρυθμούς, δηλαδή να αυξάνονται περισσότερο οι φοιτητές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό συνέβαινε μέχρι το 2019. Τώρα πλέον μπορούμε να χαιρόμαστε ότι οι ρυθμοί αύξησης αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι κατώτεροι ή ίδιοι με αυτούς των άλλων χωρών. Η Ελλάδα φρενάρει την αύξηση συμμετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα χρόνια με συγκεκριμένες πολιτικές πχ ελάχιστη βάση, μαθημα υψίστης βαρύτητας, διετή τμήματα κλπ.. μεταξύ 2015 και 2022 παρατηρείται αύξηση 5% στους άνδρες (από 34%σε 39%) και 6% στις γυναίκες (από 46% σε 52%) στην Ελλάδα ενώ το ίδιο διάστημα η αντίστοιχη αύξηση στον ΟΟΣΑ είναι 5% για τους άνδρες (από 36% σε 41%) και 7% για τις γυναίκες (από 47% σε 54%).
Ναι αλλά δεν τους εκπαιδεύουμε σωστά για την αγορά εργασίας.
Λάθος. Οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας (και όχι μόνο) δουλεύουν με επιτυχία και με πολύ καλές αμοιβές στις ισχυρότερες χώρες της Ευρώπης. Μάλλον η διαμορφωθείσα αγορά στην Ελλάδα βρίσκει άλλου είδους “ανταγωνιστικά” πλεονεκτήματα και όχι την επιστήμη, την τεχνολογία, την καινοτομία και την οργάνωση. Άρα, μια σωστά δομημένη αγορά θα απαιτούσε πολύ περισσότερους αποφοίτους τριτοβάθμιας ώστε να μπορέσει να οργανωθεί καλύτερα, να εντάξει τις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας στο επιχειρείν και να βελτιώσει την καινοτομία της, η οποία σε αντίστοιχες διεθνείς έρευνες κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις.
Στην ελληνική αγορά εργασίας έχουμε ανάγκη από τεχνικό προσωπικό και επαγγελματίες μέσης στάθμης και όχι από αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Ψέμα, όπως αποδεικνύει η προαναφερόμενη έρευνα Education at a glance 2023 για τους NEETS, δηλαδή τους νέους 25-34 ετών που ούτε δουλεύουν, ούτε σπουδάζουν δηλαδή, είναι άνεργοι και βρίσκονται σε πλήρη αδράνεια.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ανεργίας και αδράνειας (NEETS) το έχει η Ελλάδα. Ιδιαιτέρως όμως παρατηρείται στους αποφοίτους δευτεροβάθμιας και μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης (δηλαδή σε αποφοίτους ΟΑΕΔ, ΕΠΑΛ και ΙΕΚ. Δηλαδή σε αυτούς που μας λένε ότι έχουμε ανάγκη να αυξηθούν. Όχι μόνο αυτό όμως. Οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα βρίσκονται ακριβώς στην ίδια μοίρα αδράνειας με τους αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό δεν συμβαίνει ουσιαστικά σε καμία άλλη χώρα. Εμφανίζεται μόνο σε ελάχιστες χώρες, με μικρό ποσοστό ανεργίας και NEETS και ισχυρό κοινωνικό κράτος (Δανία, Αυστρία, Ολλανδία) .
Με ανάλογο τρόπο αυτό εμφανίζεται και στις αμοιβές ανά βαθμίδα εκπαίδευσης, όπου η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες όπου οι αμοιβές των αποφοίτων γενικής εκπαίδευσης είναι παρόμοιες με αυτές όσων έχουν επαγγελματική εξειδίκευση δευτεροβάθμιας ή μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης οι αμοιβές αποφοίτων τριτοβάθμιας έχουν μικρή διαφορά από τους υπόλοιπους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας αγοράς και πολιτικών που προωθούν την ανταγωνιστικότητα με βάση το χαμηλό κόστος εργασίας αντί την ανταγωνιστικότητα με βάση την έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία.
Ναι αλλά δεν πρέπει να συνδεθεί η επαγγελματική εκπαίδευση με την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας;
Στο πρόγραμμά μας υπήρχαν αναλυτικές προβλέψεις για σύνδεση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης με την κοινωνία και την εργασία, οι οποίες όμως δεν υλοποιήθηκαν από το 2019 και μετά.
“Οι δύο δρόμοι για την επαγγελματική εκπαίδευση”
Δύο δρόμοι λοιπόν υπάρχουν για να διαβεί η επαγγελματική εκπαίδευση που τους άνοιξαν οικονομικές σχολές, δεξαμενές σκέψης, με τις θεωρίες τους.
Για να τους προσεγγίσουμε θα πρέπει να διατυπώσουμε το απλό ερώτημα και να αναζητήσουμε την απάντηση. Ποιος είναι ο ρόλος του ανθρώπου και η κοινωνική του πορεία στο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που υπηρετούν αυτές οι θεωρίες; Πως τον προσεγγίζουν;
“Σύμφωνα με την μια θεωρεία της οικονομικής προσέγγισης:
“Η αγορά ξέρει” ποιες είναι οι ανάγκες για ανθρώπινο δυναμικό, άρα η εκπαίδευση πρέπει να προσαρμοστεί στις ανάγκες αυτές, γιατί οι μαθητές σε αυτήν την αγορά εργασίας θα κληθούν να δουλέψουν.
Πρακτικά, η αγορά έχει άμεση εμπλοκή στις ειδικότητες, στα προγράμματα σπουδών, στα αναλυτικά προγράμματα της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Θα πρέπει να υποστηριχθεί (θεσμικά και οικονομικά) ώστε να δημιουργήσει μόνη της η σε συνεργασία με δομές εκπαίδευσης, δημόσιες η ιδιωτικές, πρότυπα κέντρα εξειδίκευσης και επιμόρφωσης για καθηγητές και μαθητές. Η «αγορά» μπορεί να «διαχειριστεί» ποιο «αποτελεσματικά» τις χρηματοδοτήσεις για την ΤΕΕ.
Σύμφωνα με την δεύτερή θεωρεία της ανθρωποκεντρικής προσέγγισης
Η εργασία δεν είναι μόνο αγορά με προσφορά και ζήτηση αλλά περιλαμβάνει επίσης συνθήκες εργασίας, δικαιώματα, υποχρεώσεις, οργάνωση κλπ Η αγορά ξέρει ίσως τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της. Το σχολείο οφείλει να προετοιμάσει τους μελλοντικούς εργαζομένους και πολίτες ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αλλαγές για ολόκληρη τη ζωή τους, με τρόπο συμβατό με την εθνική και περιφερειακή αναπτυξιακή στρατηγική.
Η Ελληνική αγορά επιπλέον είναι ανώριμη άρα δεν μπορεί μόνη της να καθορίζει τα της εκπαίδευσης ούτε να διαχειρίζεται εκπαιδευτικά θέματα.
Το παράδοξο της απασχόλησης η τελευταία θέση της χώρας μας στην ΕΕ ως προς την ενδοεπιχειρησιακή επιμόρφωση, η χαμηλή οργανωσιακή και τεχνολογική ετοιμότητα του ελληνικού επιχειρείν κλπ αποδεικνύουν περίτρανα την ανωριμότητα και την αναποτελεσματικότητα της.
Στη Στρατηγική για την Επαγγελματική εκπαίδευση που συνέταξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται: “Για να ανταποκριθεί το Επαγγελματικό Σχολείο στην προετοιμασία των μαθητών για την εργασία απαιτείται να εντοπιστούν οι ανάγκες της οικονομίας σε εργατικό δυναμικό όχι «όπως είναι», αλλά σε μια δυναμική βελτίωσης του παραγωγικού μοντέλου, κυρίως με τον εντοπισμό των βασικών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του και κυρίως των αδυναμιών του”…
Πρακτικά, στο σχεδιασμό της εκπαίδευσης (σε συνεργασία με τις υψηλότερες βαθμίδες) τον τελευταίο λόγο στις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, σκοπός πρέπει να είναι όχι την αναπαραγωγή αλλά την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου. Είναι αναγκαίο να προβλεφθούν δομές διάγνωσης αναγκών, συνεργασίας μεταξύ εκπαίδευσης, επιχειρήσεων και κοινωνικών φορέων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, διασφαλίζοντας και κατοχυρώνοντας όμως το τελευταίο λόγο στους εκπαιδευτικούς φορείς”.
Συμπέρασμα: Η Ελληνική αγορά εργασίας έχει ανάγκη κυρίως για ανειδίκευτο προσωπικό. Αν σπουδάσεις παραπάνω, θα έχεις την ίδια μοίρα (δες αποφοίτους τριτοβάθμιας) ή χειρότερη μοίρα (δες αποφοίτους επαγγελματικής εκπαίδευσης). Η τυφλή προσαρμογή της εκπαίδευσης στην πραγματικότητα της Ελληνικής αγοράς εργασίας απλά σημαίνει υποβάθμιση των σπουδών κάθε βαθμίδας. Η υποβάθμιση αυτή μπορεί να συμβεί και με μια στενή εξειδίκευση, όπως η προαναγγελλόμενη εισαγωγή 235 νέων ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ. Όπου ο απόφοιτος θα είναι σε θέση να δουλέψει σε ένα πολύ συγκεκριμένο αντικείμενο πχ εγκατάσταση και συντήρηση φωτοβολταϊκών, χωρίς όμως να έχει τις ευρύτερες γνώσεις (πχ εγκαταστάτη ηλεκτρολόγου) ώστε να μπορεί να προσαρμοστεί στις ραγδαίες αλλαγές που πραγματοποιούνται συνεχώς. Επιπλέον, φανερό είναι ότι η επαγγελματική εκπαίδευση μετατρέπεται σε επαγγελματική κατάρτιση. Αυτό πέρα από τη στενή εξειδίκευση και την ευαλωτότητα των αποφοίτων της οδηγεί και στην μετατροπή των ΕΠΑΛ από σχολεία Λύκεια σε σχολές. Έτσι παύει και ο κοινωνικός ρόλος που είχαν τα ΕΠΑΛ, να προσφέρουν μια τελευταία ευκαιρία στους μαθητές να επανέλθουν με διαφορετικό τρόπο στην εκπαίδευση, μέσω των ευκαιριών που προσφέρει αντικειμενικά η επαγγελματική εκπαίδευση για εναλλακτική προσέγγιση της γνώσης πχ εργαστήρια, projects κλπ. Ένας κοινωνικός ρόλος που επιχειρήθηκε να ενισχυθεί με το πρόγραμμα Μια Νέα Αρχή στα ΕΠΑΛ του 2016. Με πρόσληψη ψυχολόγων, σύμβουλο καθηγητή για τους μαθητές, έργα για πολλαπλή προσέγγιση των ενδιαφερόντων, των κλίσεων και της δημιουργικότητας των μαθητών, εναλλακτική ενισχυτική διδασκαλία, συνεργασία και δίκτυα για αλληλοϋποστήριξη σχολείων κλπ. Πρόγραμμα το οποίο θεωρήθηκε ως καλή πρακτική του CEDEFOP και χρηματοδοτήθηκε από κονδύλια τα οποία είχαν σχεδιαστεί για τα κέντρα εκπαίδευσης και κατάρτισης που αναγγέλθηκαν πρόσφατα.
Σήμερα, επιχειρείται η εφαρμογή αυτού του παλιού σχεδίου που είχαμε αντιμετωπίσει το 2015, για δημιουργία κέντρων κατάρτισης τα οποία ουσιαστικά θα τα διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις αξιοποιώντας τα κονδύλια για την επαγγελματική εκπαίδευση. Ουσιαστικά πρόκειται για μια μεταφορά κονδυλίων από τη δημόσια εκπαίδευση προς τις επιχειρήσεις, με την ελπίδα να ενισχυθεί η μηδενική ενασχόλησή τους με την εκπαίδευση του προσωπικού τους η οποία βρίσκεται στην τελευταία θέση της ΕΕ . Παρόλο που, όπως υποστηρίζουν δεν βρίσκουν κατάλληλους εργαζόμενους για τις επιχειρήσεις τους.
Η γενική λογική και ο χαρακτήρας του νομοσχεδίου
Στην αρχική παρουσίαση της 23/11 επιχειρήθηκε να δικαιολογηθούν οι βασικές κατευθύνσεις του νομοσχεδίου ως απαραίτητες για να ξεπεραστούν έξι παθογένειες της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οι εισηγητές κατονόμασαν σαν τέτοιες τις «αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ δομών και εκπαιδευτικών διαδρομών», την «απουσία δομών μετα-γυμνασιακού επιπέδου», την «ανεπαρκή διασύνδεση με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας» και την «έλλειψη αξιοπιστίας στην πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων», προδιαγράφοντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Αυτές οι παθογένειες συνεπάγονται τη «χαμηλή ελκυστικότητα» της ΤΕΕ και επιτείνουν τα αρνητικά στερεότυπα γι’ αυτήν, ενώ οδηγούμαστε σε χαμηλή αποτελεσματικότητά της σε σχέση με τις δεξιότητες και την πρόσβαση των αποφοίτων στην αγορά. Συμπερασματικά, ανέδειξαν ως βασικό ζητούμενο ότι η ΕΕΚ (επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση) πρέπει να γίνει αποτελεσματική και ελκυστική διαδρομή προς την απασχόληση.
Πριν αναλύσουμε την πρακτική έκφραση αυτού του σκεπτικού, αξίζει να εντοπίσουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά του: Πρώτον. Η ανάλυση αυτή δεν ασχολείται καθόλου με πολλά ουσιαστικά θέματα, όπως τι σημαίνει ουσιαστική μόρφωση, ολοκληρωμένη γνώση ή τη σχέση εκπαίδευσης και κοινωνικών αναζητήσεων. Η εκπαίδευση υποβιβάζεται απλώς σε υπηρέτη της οικονομίας, και μάλιστα της αγοράς. β) Ο καπιταλισμός, η αγορά, η ΕΕ και η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική ανάγονται σε αδιαπραγμάτευτα δεδομένα και εξιδανικεύονται. Δεν συσχετίζεται επίσης η αποτυχία των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων στην ΤΕΕ με τις μεθοδολογικές αφετηρίες τους, που είναι βασικά ταυτόσημες με αυτές του παρόντος νομοσχεδίου. γ) Η παραπάνω προσέγγιση πρακτικά ευθυγραμμίζεται με αυτή του ΣΕΒ, αφού τελικά θεωρεί ως κεντρικό πρόβλημα την αναντιστοιχία των προσόντων των αποφοίτων με τις ανάγκες της αγοράς, ενώ προωθεί κλισέ, στοχεύσεις και μέσα που περιέχονται στις υποδείξεις του. Ως προς τον χαρακτήρα του, το νομοσχέδιο είναι βαθιά αντιδραστικό και ακραία ταξικό προς όφελος του κεφαλαίου. Κινείται στα βήματα του νόμου 4186/2013 του Αρβανιτόπουλου, ενώ στηρίζεται και στο μεταγενέστερο αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο για την επαγγελματική εκπαίδευση. Ενσωματώνει δραστικά και νεότερες προτεραιότητες των ΕΕ-ΟΟΣΑ, όπως τις συστάσεις της ΕΕ που επικαιροποιούν ορισμούς και στοιχεία για τις δεξιότητες, το ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων και την πρόσφατη σύσταση του Ιουλίου για τις εγγυήσεις στη νεολαία. Προωθεί αλλαγές στα εξής τρία επίπεδα, προκειμένου να καλυφθούν συγκεκριμένες ανάγκες του κεφαλαίου: α) αναδιάταξη της δομής της επαγγελματικής εκπαίδευσης, β) Ανασυγκρότηση οργάνων, υπηρεσιών αλλαγή της λειτουργίας των σχολείων με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και εμπέδωση κατάλληλων αρχών διακυβέρνησης, γ) αποφασιστική προώθηση των κατευθύνσεων της ΕΕ για τα προσόντα και τις πιστοποιήσεις τους.
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση οδηγεί την ΕΕΚ ολοένα και περισσότερο στην αγκαλιά των επιχειρήσεων, υποτάσσοντας το σύστημα της δημόσιας ΕΕΚ στις πρόσκαιρες ανάγκες της τοπικής αγοράς και των επιχειρήσεων, απομακρύνοντάς το από τις πραγματικές ανάγκες της εθνικής οικονομίας αλλά και γενικότερα της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, εντείνεται η κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων με ΕΠΑΛ τριών ταχυτήτων (Π.ΕΠΑΛ, ΕΠΑΛ των ΚΕΕΚ και ΕΠΑΛ) με διοικητικές και εκπαιδευτικές διαφοροποιήσεις, αναιρώντας τον ενιαίο χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι καινούριες, έχουν δοκιμαστεί στο παρελθόν. Το 1977 με τον νόμο 576 είχαν θεσμοθετηθεί ξανά τα «campus» (τότε Κ.Ε.Τ.Ε.). Παρά την απόλυτη αποτυχία του ν.576/1977 η κυβέρνηση επαναφέρει αυτές τις παρωχημένες ρυθμίσεις, παρουσιάζοντάς τις ως «καινοτομίες». Η απέχθεια της Νέας Δημοκρατίας για την επαγγελματική εκπαίδευση είναι διαχρονική και επιζήμια για μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς. Η δογματική προσήλωση της ΝΔ για εμπορευματοποίηση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, για αποσύνδεσή της από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μετατροπή της σε κατάρτιση ξεκίνησε πριν δεκαετίες και αποκαλύφθηκε πλήρως το 2013, όταν ο Κ. Μητσοτάκης, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, έθεσε σε διαθεσιμότητα 2500 εκπαιδευτικούς, παραδίδοντας τις ειδικότητες αυτές στα ιδιωτικά συμφέροντα. Ακόμα και σήμερα, 11 χρόνια μετά, αρνείται, ως πρωθυπουργός πλέον, να αποκαταστήσει μισθολογικά και συνταξιοδοτικά τους/τις εκπαιδευτικούς της διαθεσιμότητας.
Είναι λοιπόν φως φανάρι πως οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για την ΤΕΕ είναι καθαρό πισωγύρισμα και οπισθοδρόμηση.
Παναγιώτης Κουμουνδούρος
Εκπαιδευτικός της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης
Μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Λακωνίας
Συντονιστής ΝΕ Λακωνίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.